Του Δημήτρη Κωνσταντάρα
Στις 15 Ιουνίου, συμπληρώνονται 27 χρόνια από το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. Μνημόσυνο δεν θα του κάνω, άλλωστε δεν το χρειάζεται. Η προσωπικότητά του είναι βαθιά χαραγμένη στην κοινωνική και εθνική μας μνήμη. Η Ελλάδα ολόκληρη – και οι νέες γενιές- τραγουδάει τα τραγούδια του. Ζει μέσα μας. Και συνεχίζει να μας διαπαιδαγωγεί με τη μουσική του.
Στη μία και μοναδική συνέντευξη που μου είχε δώσει για την «Καθημερινή» στο «στέκι» του, τον Μαγεμένο Αυλό, κοντά στο Παναθηναικό Στάδιο, τέλη Αυγούστου του 1980, μού είχε «απαγορεύσει» να του κάνω «βλακώδεις ερωτήσεις, σαν κι αυτές που μου κάνουν συνήθως». Το είχα αντιπαρέλθει γιατί δεν αποκλείεται μια άλλη, σχετική ερώτηση που θα του υπέβαλλα πιθανότατα θα χαρακτηριζόταν «βλακώδης» και η συνέντευξη θα τελείωνε εκεί. Στην πορεία, μού είχε πει τέσσερις φράσεις τις οποίες ξαναχρησιμοποίησε, προφανώς όχι με τα ίδια λόγια, σε άλλες συνεντεύξεις και κείμενά του. Επειδή η συνέντευξή μου ήταν μαγνητοφωνημένη – για τον «φόβο των Ιουδαίων»- σας τις παραθέτω αυτούσιες:
- «Μα αγαπητέ μου, η αληθινή Τέχνη είναι σαν το Θεό. Περιέχει τα πάντα. Κι εσένα αλλά και τον εχθρό σου».
- «Τα πουλιά δείχνουν το δρόμο. Η σημασία των πουλιών δεν φανερώνεται όταν τα σκοτώνεις με το δίκαννο. Υπάρχει μόνο όταν πετούν για να μάς θυμίζει τον ξεχασμένο προορισμό μας να πετάξουμε κι εμείς».
- « Η σημερινή Αθήνα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι μια άσχημη πόλη. Ξέρετε γιατί; Διότι την κατοικούν άσχημοι άνθρωποι. Χωρίς παιδεία, χωρίς ευθύνη, χωρίς ευαισθησία, συγκεντρωμένοι απ’ όλη την Ελλάδα».
- «Να σας πω και κάτι άλλο, εξόχως δυσάρεστο; Τους παλαιούς Έλληνες τους απαλλάσσουμε από κάθε ευθύνη . Τους έχουμε φορτώσει με τόσες αρετές ώστε η οποιαδήποτε ομοιότητα μ εμάς, να είναι φανταστική».
Δηκτικός μέχρις υπερβολής αλλά ουσιώδης μέχρις αηδίας τολμώ να πω. Λοιπόν: Διαβάστε την εφημερίδα σας, δείτε εκπομπές στην τηλεόραση, κάντε μια «βόλτα» στο διαδίκτυο, βγείτε στο δρόμο και παρατηρείστε, ελέγξτε προσεκτικά τα λόγια του και μετά, πείτε μου: Έκανε λάθος ο Μάνος Χατζιδάκις; Φυσικά έχουν περάσει και 40 τόσα χρόνια από τότε και πολλά έχουν αλλάξει. Αλλά ΠΟΣΟ έχουν αλλάξει;
Υπάρχει δημόσιο πρόσωπο που θάλεγε σήμερα: : « Αδιαφορώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ. Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας».
Και ποιος θα έλεγε, σε συνέντευξή του σε μεγάλο Μ.Μ.Ε. σήμερα ότι : «Επιθυμώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» -πού λένε – κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την κάθε λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.»
Πολύ «βαριά» σας πέφτουν αυτά τα λόγια; Μήπως σας προσβάλλουν; Μήπως διαφωνείτε, έστω κι αν έχουν περάσει σαράντα χρόνια; Μήπως τα θεωρείτε «υπερβολές»; Ή μήπως κάνοντας ένα «γύρο» στον περιβάλλοντα χώρο της διαβίωσής μας, της κοινωνίας μας, της ενημέρωσής μας, της ψυχαγωγίας μας , της πολιτικής, της οικονομίας, διαπιστώνετε κάποιες παθογένειες που ισχύουν ακόμη και σήμερα, κάποιες αλήθειες που τις κρύβουμε στην άμμο, κάποια ουσία που αρνιόμαστε να την κοιτάξουμε κατάματα;
Είχα φύγει πολύ προβληματισμένος από τη συνάντησή μου με τον Χατζηδάκι. Ήμουνα 34 ετών, σχετικά νέος ακόμη στη δουλειά και φοβισμένος για το πώς θα τα γράψω όλα αυτά σε μια μεγάλη και «σοβαρή» εφημερίδα όπως η «Καθημερινή».
Το κείμενό μου δημοσιεύθηκε αυτούσιο. Έμαθα μετά ότι κάποιος «υψηλά ιστάμενος» είχε προληπτικά ενημερώσει την Ελένη Βλάχου για όσα έλεγε ο Χατζιδάκις – κυρίως επειδή ήταν και προσωπικό της φίλος- και εκείνη είχε απαντήσει : «Και τι θέλεις τώρα; Να λογοκρίνουμε τον Χατζιδάκι;»