Όταν ο Κωστής Παλαμάς το 1940 έλεγε «Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα», κυρίως δήλωνε τη διαχρονική και συνεχή σημασία του επαναστατικού ανολοκλήρωτου Αγώνα του ελληνικού λαού.
Μέσα στα διακόσια χρόνια που πέρασαν από την έκρηξη της Επανάστασης συνέβησαν πολλά και σημαντικά γεγονότα, που δείχνουν τη συνέχεια και αλληλουχία γεγονότων που έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Μια διελκυστίνδα ανάμεσα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες. Αν δούμε την ιστορία από μακριά, θα έχουμε καλύτερα αυτή τη μετασχηματιζόμενη εικόνα.
Από τη μια μεριά οι ποικιλώνυμοι έχοντες και κατέχοντες που επιζητούν τη διατήρηση των κεκτημένων και από την άλλη ο απλός άνθρωπος του λαού που έχει όραμα για έναν καλύτερο και δίκαιο κόσμο. Ανάμεσά τους στέκονται οι ξένες δυνάμεις, μεμονωμένα ή σε συσσωματώσεις οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές. Το γενικότερο πλαίσιο εντάσσεται στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα.
Τιμώντας, λοιπόν, την Επανάσταση του 1821 έχουμε μπροστά μας ξεδιπλωμένα αυτά τα διακόσια χρόνια αγώνων και κατακτήσεων του ελληνικού λαού.
Στο σημερινό κείμενό μου θα εστιάσω σε κάποια γεγονότα που επιβεβαιώνουν τη συνέχεια του ανολοκλήρωτου Αγώνα και των απραγματοποίητων Ελπίδων Ελλήνων και Ελληνίδων.
Πριν περάσουμε σε ενδεικτική αναφορά κάποιων φάσεων και στιγμών των διακοσίων χρόνων, 1821 – 2021, θα πούμε δυο λόγια για το Ανατολικό Ζήτημα.
Το Ανατολικό είναι ένα διεθνές ζήτημα που προκλήθηκε από τη σταδιακή υποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 18ου αιώνα, καθώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, προβάλλουν αξιώσεις και επιχειρούν κάθε είδους διείσδυση, οικονομική, πολιτική στρατιωτική ή άλλη, σε αυτό τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου.
Ο E. J. Hobsbawm στο βιβλίο του «Η εποχή των επαναστάσεων 1789 – 1848» γράφει: «Το Ανατολικό Ζήτημα μετέτρεψε τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο σε πεδίο ανταγωνισμού των δυνάμεων, ιδίως της Ρωσίας και της Βρετανίας. Το Ανατολικό Ζήτημα διατάρασσε την ισορροπία των δυνάμεων».
Με τον ένα ή άλλο τρόπο το Ανατολικό Ζήτημα είναι παρόν και φλέγον ως τις μέρες μας, αν και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ότι έληξε στις αρχές του 20ου αιώνα, με τη δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας. Δεν πρόκειται να επιμείνουμε στο θέμα αυτό, απλώς το θέτουμε στον προβληματισμό μας.
*
Θα παρακολουθήσουμε το βιβλίο του Βασίλη Κρεμμυδά «Νεότερη Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή», για να προσεγγίσουμε αδρομερώς τον πρώτο αιώνα μετά την Επανάσταση.
Ο πρώτος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας προσπάθησε να στήσει κράτος, να αντιμετωπίσει θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, με συγκεντρωτισμό, ενώ ήρθε σε σύγκρουση με κατεστημένα. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 είναι θύμα της πρώτης πολιτικής δολοφονίας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Ακολούθησε η περίοδος βασιλείας του Όθωνα, που στην αρχή εγκαθίδρυσε απολυταρχικό καθεστώς και ξενοκρατία, μετά την Επανάσταση του 1843 δόθηκε Σύνταγμα αλλά το κράτος λειτουργούσε κατά τις επιθυμίες του Όθωνα. Ο λαός αντιδρά, το 1862 έχουμε έξωση του Όθωνα.
Να σημειωθεί ότι την εξωτερική πολιτική της χώρας όλες αυτές τις δεκαετίες καθορίζει η λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα», που οραματιζόταν την ανασύσταση της μεγάλης βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενσωματώνοντας στο ελληνικό κράτος τις εκτός συνόρων ελληνικές περιοχές. Το όραμα αυτό κατέρρευσε με την Μικρασιατική Καταστροφή, στα 1922.
Μετά την έξωση του Όθωνα, ακολουθεί ο Γεώργιος Α΄ με νέο Σύνταγμα το 1864, με Συνταγματική Βασιλεία. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες 19ου αιώνα κυριαρχεί ο Χαρίλαος Τρικούπης, που συνέβαλε στην οργάνωση σύγχρονου κράτους, επιβάλλοντας την «αρχή της δεδηλωμένης» για την ανάληψη της κυβέρνησης, περιορίζοντας τις βασιλικές αυθαιρεσίες.
Η οργάνωση του σύγχρονου κράτους καθυστερούσε και χρειάστηκε η Επανάσταση του 1909 για να γίνει ένα αποφασιστικό βήμα προς την αντιμετώπιση του παλαιοκομματισμού.
Από το 1910 ως το 1935 στην ελληνική πολιτική σκηνή κυριάρχησε η προσωπικότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ήταν μια περίοδος με εθνική έξαρση και με ταπεινώσεις, με πολιτικές ανωμαλίες και συγκρούσεις. Έχουμε τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, την επέκταση του κράτους (Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, νησιά Αιγαίου, Κρήτη), αλλά και την απώλεια των ιστορικών ελληνικών περιοχών της Ανατολικής Θράκης και Μικράς Ασίας.
Στην περίοδο αυτή, παρά τις αναστολές που δημιούργησαν οι πόλεμοι και η ανώμαλη πολιτική ζωή, το κράτος εκσυγχρονίστηκε και η αστική τάξη ανδρώθηκε.
Πέρασαν περισσότερο από εκατό χρόνια για να προχωρήσουν μερικά από τα αιτήματα της ανολοκλήρωτης Επανάστασης του 1821.
Θα σταθώ σε κάποιες σημαντικές στιγμές των πρώτων εκατό χρόνων ελληνικού κράτους. Χρησιμοποιούμε το εγχειρίδιο του Λυκείου, ΟΕΔΒ, «Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη» των Σκουλάτου – Δημακοπούλου – Κονδή».
Θεωρώ ορόσημο τον αγώνα για σύνταγμα, την Επανάσταση του 1843 στις 3 του Σεπτέμβρη και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του γερο-στρατηγού Μακρυγιάννη. Στις πρώτες εκλογές που έγιναν με το νέο σύνταγμα κατά το 1844 «η χώρα έγινε λεία των οπλισμένων ομάδων του αρχηγού του γαλλικού κόμματος Ιωάννη Κωλέττη, που έτσι κατάφερε να κερδίσει την πλειοψηφία στη βουλή».
Το ζήτημα των εθνικών γαιών εκκρεμούσε από την εποχή του αγώνα της Ανεξαρτησίας. Το ζήτημα αυτό άρχισε να βρίσκει τη λύση του το 1871. Δεν λύνεται το πρόβλημα, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία. Αναπτύσσεται κίνημα, οι αγρότες της Θεσσαλίας ξεσηκώνονται και «απαιτούν την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τη διανομή τους στους ακτήμονες». Ψυχή και καθοδηγητής τους γίνεται ο Μαρίνος Αντύπας. Η δράση του ενόχλησε τους τσιφλικάδες που το 1907 οργανώνουν τη δολοφονία του.
Το επόμενο σημαντικό σκαλί στην πρώτη εκατονταετία του ελεύθερου ελληνικού βίου είναι η Μικρασιατική Έξοδος. Οι φίλες Μεγάλες Δυνάμεις στρέφουν σταδιακά το βλέμμα τους στον Κεμάλ. Μετά την αποτυχία στο Σαγγάριο (1921), ο ελληνικός στρατός υποχωρεί στις αρχικές θέσεις και η κυβέρνηση επικαλείται απεγνωσμένα τη μεσολάβηση των δυνάμεων. «Η Αγγλία υποστηρίζει θεωρητικά μόνο τις ελληνικές θέσεις, η Γαλλία απροκάλυπτα τορπιλίζει κάθε φιλελληνική ενέργεια και προμηθεύει σύγχρονο πολεμικό υλικό στον Κεμάλ». Κι όταν στις 27 Αυγούστου 1922 πυρπολείται η Σμύρνη και σφάζονται οι κάτοικοί της, Γάλλοι, Άγγλοι, Αμερικανοί και Ιταλοί στρατιώτες βλέπουν με απάθεια το ανήκουστο γεγονός.
Στον εικοστό αιώνα θα σταθώ σε δύο φρικιαστικά γεγονότα, στα αποτελέσματα του εμφυλίου και στο Κυπριακό.
Πολλά διδάγματα μπορούμε να εξαγάγουμε από τη στάση των μεγάλων δυνάμεων στην πρόκληση και δημιουργία του εμφυλιοπολεμικού κλίματος. Εμείς θα φωτίσουμε το τέλος. Στο εγχειρίδιο του Λυκείου, ΟΕΔΒ, «Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη» των Σκουλάτου – Δημακοπούλου – Κονδή» διαβάζουμε για τα αποτελέσματά του: «Μια σοβαρή συνέπεια του Εμφύλιου είναι ότι άνοιξε το δρόμο για απροκάλυπτη επέμβαση των συμμάχων στα εσωτερικά της χώρας (οικονομία, άμυνα, ασφάλεια, στρατιωτική οργάνωση). Οι επιπτώσεις του γεγονότος αυτού θα φανούν ιδιαίτερα δυσμενείς αργότερα».
Ο Απόστολος Βακαλόπουλος στη «Νέα Ελληνική Ιστορία (1204 – 1985)» μιλώντας για τη δικτατορία (1967 – 1974) αναφέρεται στο πραξικόπημα της Κύπρου σημειώνει ότι θέλει να εγκαθιδρύσει δικτατορία στο νησί, καθεστώς «αρεστό στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή η Κύπρος βρίσκεται σε στρατηγική θέση ως προς τις χώρες της Μέσης Ανατολής». Στη συνέχεια μιλά για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και για όσα ακολούθησαν «χωρίς να συναντήσουν καμιά σοβαρή αντίδραση ούτε από τις Ηνωμένες Πολιτείες ούτε και από το ΝΑΤΟ».
*
Θα κλείσουμε αυτή την προσπάθεια να φωτίσουμε τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821 πρώτα με κάποια συμπεράσματα του Σβορώνου.
Ο Νίκος Σβορώνος στην «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας» στο Συμπέρασμα γράφει: «Το βαθύτερο νόημα της νεοελληνικής ιστορίας μπορεί να συνοψιστεί στα παρακάτω: είναι η ιστορία των επίπονων προσπαθειών ενός αρχαίου λαού να συγκροτηθεί σε σύγχρονο έθνος, να συνειδητοποιήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και να εξασφαλίσει τη θέση του ως καθορισμένη οντότητα μέσα στο σύνολο του σύγχρονου κόσμου […] Αυτή η πολλαπλότητα των παραγόντων, διαφορετικών ή αντίθετων, όπου η νεοελληνική σκέψη βρέθηκε περιπλεγμένη, είναι στη βάση της αντίφασης που διαπιστώνουμε συχνά στην εξέλιξη της σύγχρονη Ελλάδας, αντίφαση που την εκμεταλλεύτηκαν διάφορες κοινωνικές ομάδες στις συγκρούσεις τους και που την επιδείνωσε η άμεση ανάμειξη στην πολιτική ζωή της Ελλάδας των μεγάλων δυνάμεων που ανταγωνίζονται στη νοτιο-δυτική Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή. Δεν υπάρχει άρα τίποτε το εκπληκτικό στο ότι η νεοελληνική ιστορία είναι τόσο ισχυρά σημαδεμένη από προόδους και υποχωρήσεις, καθώς και από εξαρτήσεις που ανακόπτονται απότομα για λόγους ξένους προς την εσωτερική εξέλιξη του Έθνους».
Θα είχαμε πολλά να πούμε και να σχολιάσουμε για τον φετινό εορτασμό των 200 χρόνων. Προτίμησα να δώσω το λόγο σ’ ένα δικό μας άνθρωπο, τον Βάρναλη.
Ο Κώστας Βάρναλης μιλώντας για το 1821 φέρνει σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Διονύσιο Σολωμό, τις ιδέες και το έργο του, που το 1957 γιορτάστηκαν «Τα εκατόχρονα του Σολωμού». Πιστεύω ότι τα ίδια θα έλεγε και για τον εορτασμό των 200 χρόνων από το 1821. Γράφει:
«Οι μόνοι, που έχουνε το δικαίωμα να γιορτάσουνε τη μνήμη του Σολωμού και του Ρήγα δεν είναι οι Ακαδημίες, τα Πανεπιστήμια, οι Στέγες και οι Εταιρείες. Είναι οι Άη Στράτηδες, τα Γιούρα, τα Ιτζεντίν, οι Κέρκυρες κτλ. Εκεί, που σαπίζουν κ’ οι σημερινοί αγωνιστές της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας […] Οι γιορτές αυτές για τον πρόδρομο και πρωτομάρτυρα της Ελευθερίας και για το βάρδο της Επανάστασης δεν μπορεί να κλειστούνε μέσα στα στενά φράγματα δυο βιογραφιών. Φουντώνουνε, σπάζουνε τα φράγματα και ξεχύνονται σ’ όλη την Ελλάδα».
Και σφραγίζει τον λόγο του:
«Ποτές ο Σολωμός και το έργο του δεν είχανε τόσην επικαιρότητα όσο σήμερα. Μέσα στα εκατό χρόνια που πέρασαν από το θάνατο του Ποιητή, ποτές η Πατρίδα δεν είχε τόσην ανάγκη της παρουσίας του […] Η εθνική ελευθερία του ‘Ύμνου’, η ηθική ελευθερία των ‘Πολιορκημένων’ κ’ η πνευματική ελευθερία του ‘Διαλόγου’ εξακολουθούνε να είναι τα πιο θετικά αιτήματα του λαού μας. Και στον αγώνα του για την κατάχτηση των τριών αυτών αγαθών, ο Σολωμός ήτανε κ’ είναι ο πρώτος οδηγός. Αλλά και μια τέταρτη ελευθερία πήρε τη θέση του πιο φλογερού ιδανικού της ανθρωπότητας σήμερα: η κοινωνική ελευθερία, και για την πραγμάτωση τούτης της ελευθερίας ο Σολωμός είναι και πάλιν ο πρώτος οδηγός».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ ΞΑΝΘΗ, 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021