Σήμερα, Κυριακή 28 Φεβρουαρίου, είναι του Ασώτου, Οσίων Κύρας και Μαράννας. Αυτό σημαίνει ότι γιορτάζουν οι: Κύρα, Κυρά, Κυράτσα, Κυράτσω, Κυράτση, Κυρατσούδα, Μαριάννα.
*Υπάρχουν και άλλες ημερομηνίες που γιορτάζει αυτό το όνομα.
Οσίες Κύρα και Μαράνα
Οι Οσίες Κύρα και Μαράνα κατάγονταν από τη Βέρροια (τωρινό Χαλέπιο) της Συρίας και έζησαν στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Η καταγωγή τους ήταν επίσημη και ευγενική, ανάλογη δε και η μόρφωσή τους. Η αφοσίωσή τους ήταν στραμμένη στην πνευματική ζωή και τον ησυχαστικό βίο. Έτσι εγκατέλειψαν τον κόσμο και έκτισαν έξω από την πόλη περιτοίχισμα από πέτρες και επιδόθηκαν εκεί στον πνευματικό αγώνα. Τη θύρα του περιβόλου τους την έκλεισαν με πηλό, για να μην εισέρχεται κανένας σε αυτόν και άφησαν μόνο μια μικρή θυρίδα, για να επικοινωνούν με τους έξω και να λαμβάνουν την τροφή τους. Ασκήθηκαν στη σιωπή και έφεραν στα χέρια, τα πόδια, τον τράχηλο και τη μέση σίδερα, για να νεκρώσουν το σώμα και να νικήσουν τους πειρασμούς.
Ο ευσεβής πόθος τους τις έφερε στους Αγίους Τόπους και στο ναό της Αγίας Θέκλας στην Ισαυρία, απ’ όπου επέστρεψαν πνευματικά ενισχυμένες στο ερημητήριό τους και συνέχισαν με ταπεινοφροσύνη και αγαθοεργίες τη ζωή τους.
Έτσι, αφού έζησαν, κοιμήθηκαν με ειρήνη και παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Νυμφίο Χριστό.
Τη Δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου διαβάζεται στις εκκλησίες η παραβολή του ασώτου υιού, την οποία αναφέρει στο Ευαγγέλιό του ο Λουκάς (ΙΕ’, 11-32), από την οποία η ημέρα αυτή έλαβε το όνομά της.
Η παραβολή
Στην παραβολή του Ασώτου ο Ιησούς Χριστός διδάσκει την αξία της συγχώρησης και το μεγαλείο της μετάνοιας, δύο από τους ακρογωνιαίους λίθους στη διδασκαλία της Εκκλησίας.
Ο Λουκάς γράφει ότι κάποτε υπήρχε ένας πατέρας που είχε δύο γιους. Ο νεώτερος, κάποια στιγμή, ζήτησε το μερίδιο της κληρονομιάς του κι έφυγε σε μακρινές χώρες, όπου σπατάλησε την περιουσία του “ζων ασώτως”. Τα χρήματα κάποτε τελείωσαν και στην περιοχή έπεσε μέγας λιμός.
Αναγκάστηκε να γίνει χοιροβοσκός και να προσπαθεί να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα, που έτρωγαν τα γουρούνια.
Μέσα στη παραζάλη του θυμήθηκε την αρχοντική ζωή στο πατρικό σπίτι. Θυμήθηκε πως ακόμα και οι δούλοι του πατέρα του ζούσαν ασύγκριτα καλύτερη ζωή από τη δική του. Τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση να γυρίσει στο σπίτι του και να ζητήσει από τον πατέρα του να τον συγχωρήσει και να τον προσλάβει ως δούλο του.
Όμως, ο στοργικός πατέρας του τον δέχτηκε ως γιο του και τον περιποιήθηκε δεόντως, παρά τις διαμαρτυρίες του μεγάλου γιου του, γιατί «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».