Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, γιος του Γεράσιμου Σβορώνου – Τσιγάντε από το χωριό Σβορωνάτα της Κεφαλλονιάς, γεννήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1897 στην παραδουνάβια πόλη Τούλτσα (σημερινή Τουλτσέα, κοντά στην Βράιλα).
Μικρός ο Χριστόδουλος και ορφανός, μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, στάλθηκε στη θεία του στην Κωνσταντινούπολη και εκεί τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Σε ηλικία 16 ετών, ο νεαρός Χριστόδουλος Τσιγάντες επέστρεψε στην Ελλάδα με σκοπό να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία ως Αξιωματικός.Έτσι πέτυχε στις εισιτήριες εξετάσεις στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και έγινε Εύελπις την 1η Φεβρουαρίου του 1913, εποχή όπου η Εθνική έξαρση λόγω των νικηφόρων Βαλκανικών πολέμων ήταν ιδιαίτερα έντονη.
Ο Εύελπις Τσιγάντες παρακολούθησε, όπως και οι άλλοι συμμαθητές του κανονικά τα μαθήματα της Σχολής μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου του 1915, οπότε λόγω της κηρυχθείσης επιστράτευσης, κατατάχθηκε προσωρινά στο στράτευμα ως Ανθυπασπιστής και υπηρέτησε στο Έμπεδο της Λάρισας μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 1916.
Στις 21 Ιανουαρίου, όλοι οι Ευέλπιδες – Ανθυπασπιστές (προαχθέντες στις 16-11-1915 σε Ανθυπολοχαγούς) επανήλθαν στη Σχολή Ευελπίδων «προς εξακολούθησιν των σπουδών των», ξαφνικά όμως τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου, ο διαπνεόμενος από τις φιλελεύθερες ιδέες του παραιτηθέντος πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου Χριστόδουλος Τσιγάντες, μαζί με 15 συμμαθητές του εγκατέλειψε τη Σχολή και κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου προσχώρησε αμέσως στην «Εθνικήν Άμυναν».
Το κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» εκδηλώθηκε ταυτόχρονα στη Θεσσαλονίκη και την Έδεσσα τη νύχτα 16 προς 17 Αυγούστου 1916 από Βενιζελικούς (Φιλελεύθερους) Αξιωματικούς, οι οποίοι πολέμησαν στο πλευρό των Αγγλο-Γάλλων (Αντάντ) εναντίον των Βουλγάρων.
Ο Τσιγάντες πολέμησε με το Α’ Τάγμα Αμύνης, με το 2ο Σύνταγμα Σερρών και με την IIIη Μεραρχία Πεζικού διακριθείς και τραυματισθείς μη δεχθείς να απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης.
Το Φεβρουάριο του 1919 ο Υπολοχαγός Τσιγάντες τοποθετήθηκε στην Ιη Μεραρχία (Α’ Σώματος Στρατού), που ανέμενε στην Καβάλα για μεταφορά στο μέτωπο της Ουκρανίας εναντίον των Ρώσων Μπολσεβίκων, τελικά όμως στις 6 Μαρτίου με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών στάλθηκε στη Ρουμανία για ειδική αποστολή.
Τον Ιούλιο του 1919, ο Λοχαγός Τσιγάντες, ευρισκόμενος ήδη στη Μικρά Ασία, μετατέθηκε από το Α’ Σώμα Στρατού στη Μεραρχία Αρχιπελάγους και έλαβε μέρος στις επιθετικές επιχειρήσεις στο Αϊδίνιο, στην Πέργαμο, και Κιρκαγάτς.
Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ανέλαβε Διοικητής του Τάγματος Φρουράς Σμύρνης και έλαβε μέρος στις προς ανατολάς επιχειρήσεις στην πρώτη γραμμή. Ο Επιτελάρχης του Στρατηγείου τότε Συνταγματάρχης Θεόδωρος Πάγκαλος έγραψε: «Αξιωματικός μορφωμένος αρτίως επαγγελματικώς και εμπνεόμενος υπό των ευγενεστέρων αισθημάτων αυταπαρνήσεως και φιλοπατρίας. Υπηρετών ευδοκίμως εν τω Επιτελείω ως επιτελής και σύνδεσμος, άμα τη ενάρξει των επιχειρήσεων, παρασυρόμενος υπό του ενθουσιασμού και της φυσικής γενναιότητός του δεν ηρκέσθη εις την εκπλήρωσιν των καθηκόντων του ως επιτελούς, αλλ’ έσπευσεν εις την πρώτην γραμμήν της μάχης, αγωνισθείς ως πεζός δι’ ο προτάθη επ’ ανδραγαθία».
Την 1η Νοεμβρίου 1920 διεξήχθησαν εκλογές, κατά τα οποίες ηττήθηκε ο μέχρι τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, με αποτέλεσμα να αναλάβει αντιβενιζελική Κυβέρνηση υπό το Δημήτριο Γούναρη και να επανέλθει με δημοψήφισμα ο εξόριστος Βασιλεύς Κωνσταντίνος.
Τότε ανεκλήθησαν στην υπηρεσία πολλοί Αξιωματικοί (αντιβενιζελικοί) από τους απομακρυνθέντες για πολιτικούς λόγους την περίοδο 1917-20 και στάλθηκαν στο μέτωπο, ενώ έγινε ευρείας κλίμακος εκκαθάριση Βενιζελικών Αξιωματικών (Έγκλημα Εθνικό που είχε σοβαρότατες επιπτώσεις στο αξιόμαχο του στρατεύματος).
Δεκαπέντε μέρες μετά τις εκλογές. Ο Λοχαγός Τσιγάντες, ως βενιζελικός Αξιωματικός, βρέθηκε «εις την διάθεσιν» του Φρουραρχείου Αθηνών αρχικά και Τριπόλεως αργότερα.
Στις 17 Ιανουαρίου 1921 παντρεύτηκε τη Μαρία Δρακούλη, καταγόμενη από την Ιθάκη αλλά μόνιμη κάτοικο Ρουμανίας, με την οποία απέκτησε δύο αγόρια, τον Γεράσιμο (1924) και τον Ελευθέριο (1935).
Τον Απρίλιο του 1921, μετά από επίμονη αίτησή του, στάλθηκε πάλι στη Μικρά Ασία ως Διοικητής Λόχου του 12ου Συντάγματος Πεζικού και έλαβε μέρος στις μάχες προς Σαγγάριο ποταμό.
Την ίδια εποχή στη Μικρά Ασία υπηρέτησε και η μητέρα του Λοχαγού Τσιγάντε Ευγενία ως Εθελόντρια Αδελφή Νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού και ο αδελφός του μόνιμος Ανθυπολοχαγός Πεζικού Ιωάννης Τσιγάντες, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρότατα στη φονική μάχη της Κοβαλίτσας.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922 εξερράγη στη Χίο και Μυτιλήνη Στρατιωτική Επανάσταση, στην οποία προσεχώρησε και ο Λοχαγός Τσιγάντες. Στις 15 Δεκεμβρίου 1923 προήχθη σε Ταγματάρχη και φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και ακολούθως στη Σχολή Πολέμου των Παρισίων.
Μετά την αποτυχία του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935, ο Αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες αποτάχθηκε μαζί με πολλούς άλλους Αξιωματικούς και το 1936 εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία.
Όταν το 1940 η Γαλλία μπήκε στον πόλεμο εναντίον των Γερμανοϊταλών, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες ευρισκόμενος στην Αίγυπτο, ζήτησε από το γνωστό του Γάλλο Στρατηγό Κατρού να καταταγεί στη «Λεγεώνα των Ξένων». Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες (Ερυθραία – Παλαιστίνη – Μπιρ Χακέιμ) και στις 17 Ιουνίου 1942 με απόφαση του Υπουργού Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλου ανεκλήθη στην ενεργό υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού και προβιβάστηκε σε Συνταγματάρχη.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1942 ανέλαβε Διοικητής του Ιερού Λόχου που συγκροτήθηκε στην Κφάρ Ιόνα της Μέσης Ανατολής και είχε αρχικά δύναμη 200 ανδρών (130 Αξιωματικοί, 40 μάχιμοι οπλίτες και 30 βοηθητικοί) και καθιέρωσε ιδιαίτερο έμβλημα με τη Σπαρτιατική ρήση: «Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ» και άρχισε την εκπαίδευση στις καταδρομικές επιχειρήσεις.
Είναι ο πέμπτος Ιερός Λόχος στην Ελληνική Ιστορία. (Ο πρώτος συστήθηκε τον 4ο πχ αιώνα από τον Επαμεινώνδα, ο δεύτερος το 1821 από τον Υψηλάντη, ο τρίτος από τους Θηβαίους το 1877 και ο τέταρτος το 1913 από εθελοντάς Έλληνες της Βορείου Ηπείρου).
Ο χαρισματικός αλλά και «ανορθόδοξος» Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, τηρώντας με θρησκευτική ευλάβεια την υπόσχεσή του από την αρχή μέχρι το τέλος, οδήγησε την επίλεκτη ειδική μονάδα του στο δύσκολο δρόμο της τιμής και του καθήκοντος και πέτυχε γι’ αυτήν τον αξιοζήλευτο, αλλά και μοναδικό, τίτλο του «Θρύλου».
Μόνο μια στρατιωτική προσωπικότητα του ύψους, των ιδιαιτέρων προσόντων και της πολεμικής πείρας του Συνταγματάρχη Τσιγάντε θα μπορούσε να διοικήσει επιτυχώς εθελοντάς Αξιωματικούς και οπλίτας όλων των κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με καθήκοντα οπλίτου, με διαφορετική στρατιωτική προέλευση και νοοτροπία και κυρίως με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις και κάτω από σκληρές συνθήκες, μακριά από την Πατρίδα.
Το πρώτο τμήμα του Ιερού Λόχου που έλαβε μέρος σε καταδρομική επιχείρηση, ήταν μια ομάδα από 8 Αξιωματικούς με επικεφαλής τον Αντισμήναρχο Γ. Αλεξανδρή, το οποίο έδρασε από 17 Νοεμβρίου 1942 μέχρι 27 Ιανουαρίου 1943 στην Κυρηναϊκή.
Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος, Επίτιμος Διοικητής της 1ης Στρατιάς, Ιερολοχίτης, συμπολεμιστής και στενός συνεργάτης του Τσιγάντε, στο βιβλίο του «Μνήμες Πολέμου και Ειρήνης», τόμος Β’ (1995), γράφει:
«Μέσα σε ατμόσφαιρα πολιτικών έριδων και κινημάτων, όπου οι ξένοι και Έλληνες ηγωνίζοντο να διαλύσουν τις Ελληνικές Δυνάμεις Μ. Ανατολής, ο Τσιγάντες μάζεψε αξιωματικούς από στρατόπεδα, από φυλακές, από επιτελεία, όλων των βαθμών, όλων των κλάδων και των όπλων και όλων των πολιτικών φρονημάτων, ακόμη και τέως σκληρούς του πολιτικούς αντιπάλους, τους πήρε μακριά από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα των μετόπισθεν, τους οργάνωσε, τους εκπαίδευσε μαζί (όλοι οι αξιωματικοί αυτοί έκαμαν στον Ιερό Λόχο καθήκοντα υπαξιωματικού και στρατιώτου) και τους οδήγησε ομονοούντας, συνδεδεμένους, φίλους και αποφασισμένους, σε μια σειρά παράτολμων επιχειρήσεων που επέβαλαν τη φήμη και το γόητρο, τη δική του και της μονάδος του, σε όλα τα Συμμαχικά Στρατηγεία της Μέσης Ανατολής».
Ο κ. Κώστας Καλατζής, γιατρός, ομογενής από την Αμερική, αλλά καταγωγής από τη νήσο Σάμο, στο εξαιρετικό μυθιστόρημά του «Η Ασημόπετρα» (1997) γράφει για το Συνταγματάρχη Τσιγάντε, όταν ήταν στη Σάμο με τμήμα του Ιερού Λόχου (Νοέμβριος 1943):
«Φλογερός πατριώτης, σκληρός πολεμιστής, με στρατιωτική και γενικότερη μόρφωση πάνω από το μέσο όρο, διοικεί περισσότερο με την καρδιά και το ένστικτό του, παρά με τους κανονισμούς. Είναι φτιαγμένος για τον ανορθόδοξο πόλεμο. Έχει κάνει τη μονάδα του εξαιρετικό όργανο μάχης και την έχει κρατήσει μακριά από τις πολιτικές συγκρούσεις που ταλαιπωρούν τις άλλες Ελληνικές μονάδες».
Αργότερα ο Τσιγάντες διετέλεσε Διοικητής της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου (1945-47), προήχθη σε Ταξίαρχο, τοποθετήθηκε Διοικητής της 76ης Ταξιαρχίας Πεζικού, θέση την οποία δεν αποδέχτηκε και τέλος υπέβαλε παραίτηση και αποστρατεύτηκε την 1η Μαΐου 1948.
Στις αρχές του 1970 ο 73χρονος πλέον Στρατηγός Χριστόδουλος Τσιγάντες αρρώστησε βαριά, νοσηλεύτηκε στην Αγγλία και στις 12 Δεκεμβρίου έκλεισε τα μάτια του.
Τον Αύγουστο του 1977 με έγκριση του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή μεταφέρθηκε η τέφρα του από την Αγγλία στην Ελλάδα και εναποτέθηκε στο Α’ Νεκροταφείο.
Αυτός ήταν ο χαρισματικός αλλά «ανορθόδοξος» Στρατηγός Χριστόδουλος Τσιγάντες.
Αντγος ε.α.
Νικόλαος Φωτιάδης Επίτιμος Υδκτης Δ’ ΣΣ