Του Δημήτρη Γκαγκαλίδη
…Ξεκινήσαμε προς Έβρο φορώντας πολιτικά ρούχα. Δεν προλάβαμε να αλλάξουμε. Φτάσαμε νύχτα στο χωριό Στέρνα, πιο πάνω απ’ την Ορεστιάδα. Τους ντόπιους τους είχαν διώξει. Άνθρωποι πουθενά. Ευτυχώς είχε ψωμιά στον φούρνο, που δεν πρόλαβαν να τα πάρουν.
Σε λίγο δόθηκε εντολή να μετακινηθούμε. Μας πήγαν έξω απ’ το χωριό Ασημένιο και μας είπαν να έχουμε ετοιμότητα.Είχε πιάσει κρύο κι ήμασταν κουρασμένοι. Προσπάθησα να κοιμηθώ στη θέση του οδηγού στο φορτηγό. Δεν μπόρεσα. Ανέβηκα πίσω στην καρότσα και άνοιξα τον ξύλινο πάγκο. Έβαλα για στρώμα κάτι χαρτόκουτα.
Το σώμα μου πονούσε απ’ την υγρασία. Εκεί γνωρίσαμε τον Παπαβαγγέλη. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος. Με τη γυναίκα του στη κουζίνα το έβαλε σκοπό να μας εξυπηρετήσει. Φάγαμε σαν άνθρωποι, πλυθήκαμε και μου έδωσαν κάτι φλοκάτες να σκεπαστώ. Ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου.
Ο Παπαβεγγέλης ήταν κουμουνιστής και είχε κάνει στη Μακρόνησο, όπως κι ο πατέρας μου. Κάποιος απ’ την παρέα αστειεύτηκε, λέγοντας : «Οι εθνικόφρονες εξαφανίστηκαν, καλά που έμειναν οι κομμουνιστές, να βοηθήσουν…».
Εκείνες τις μέρες όλοι ήμασταν ένα. Δεν υπήρχαν κόμματα, ομάδες, φτωχοί και πλούσιοι. Τα μάτια καρφωμένα στο ποτάμι του Έβρου. Το ηθικό υψηλό. Δεν φοβόμασταν τίποτα και δεν λογαριάζαμε κανένα εχθρό…..»
(αφήγηση Α.Φ. ετών 75)