Του Μανώλη Σ. Χούμα
Φίλες και φίλοι όνειρο ζω και μη με ξυπνάτε σας παρακαλώ…
Βρίσκομαι στην κεντρική πλατεία της Ξάνθης των ιστορικών εκείνων ημερών της απελευθέρωσής της.
Λίγες μέρες πριν την φωτογράφιση, δηλαδή στις 4 Οκτωβρίου του 1919 ημέρα Παρασκευή, σ’ αυτό το λιθόστρωτο έκαναν παρέλαση τα ένστολα ηρωικά ελληνικά νιάτα της ΙΧης Ελληνικής μεραρχίας και η μπάντα με αρχιμουσικό τον Παναγόπουλο να παιανίζει τον θούριο “Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι”.
Μπροστά έφιππος ο ίλαρχος Τασόπουλος με την ημιλαρχία του κι ακολουθεί έφιππος ο ταγματάρχης Μπενούκας με το τάγμα του.
Τιμώμενα πρόσωπα της παρέλασης :
α. Ο Διοικητής της ΙΧης Μεραρχίας Έλληνας στρατηγός Γεώργιος Λεοναρδόπουλος, με τον Πολιτικό του Σύμβουλο Αθανάσιο Χαλκιόπουλο.
β. Ο Ύπατος Αρμοστής Δυτικής Θράκης Γάλλος στρατηγός Σαρλ Αντουάν Σαρπύ, με τον Πολιτικό του Σύμβουλο Χαρίσιο Βαμβακά.
γ. Ο νεοδιορισθείς (το πρωί της Παρασκευής) Δήμαρχος Ξάνθης Χουσεΐν Αγάζαντε Ταχήρ Εφέντη.
Που να βρεθεί Έλληνας Ξανθιώτης για Δήμαρχος; αφού με την εθνοκάθαρση που εφάρμοσαν οι Βούλγαροι στην Ξάνθη, απ’ την άλλοτε κραταιά κι ακμάζουσα Ελληνική Κοινότητα απόμειναν το πολύ καμιά εκατοστή γυναικόπαιδα!
Δεν υπήρχε Ξανθιώτης ούτε γι’ Αντιδήμαρχος κι έτσι οι Σύμμαχοι διορίζουν στην θέση αυτή, τον πρώην Βούλγαρο Δήμαρχο Ξάνθης Περλιγκώφ.
Μερικές μέρες αργότερα διορίζεται δεύτερος Αντιδήμαρχος Ξάνθης, ο επαναπατρισθείς Ξάνθιος καπνέμπορος και γαλλομαθής Χριστόδουλος Μπρωκούμης.
Ξεχάστηκα και παραλίγο να χάσω το συγκινητικό λόγο της απελευθέρωσης, που τώρα εκφωνεί ο πρόεδρος των παλιννοστούντων Ξανθίων γιατρός Κωνσταντίνος Καραμπέτσης, απευθυνόμενος στους δύο στρατηγούς.
Οι ζητωκραυγές κι ο άκρατος ενθουσιασμός των ελαχίστων Ελλήνων της πολύπαθης Ξάνθης, που βρίσκονται στην παρέλαση των Ελευθερωτών, μ’ επαναφέρει στο σήμερα.
Κάτω δεξιά ο κατευθυνόμενος προς τ’ αριστερά, με το παλτό και το πηλήκιο, είναι μάλλον Βούλγαρος αστυνομικός.
Οι Σύμμαχοι για λόγους ασφαλείας δέχτηκαν να παραμείνει στην πόλη, για ένα μικρό χρονικό διάστημα μετά την απελευθέρωσή της, ένα τμήμα της βουλγαρικής Αστυνομίας.
Στο κέντρο η παλιά Δημόσια Κρήνη – Σεμπίλ Χανέ της κεντρικής πλατείας και δίπλα της ακριβώς δεξιά, ένας Έλληνας τσολιάς με χειμερινή στολή βηματίζοντας προς τα δεξιά.
Ευδιάκριτη είναι η μαύρη καλτσοδέτα στο δεξί του πόδι.
Φωτογραφίζεται η δυτική πλευρά της πλατείας και βλέπουμε σ’ αυτήν τα γνωστά της εποχής κτίσματα όπως, τον Μεντρεσέ, το Χαμάμ, το Ρολόι, το Τέμενος Παζάρ Γερί Τζαμί και τέρμα αριστερά στο βάθος το Χάνι Κορυτσά.
Διακρίνουμε επίσης τον τεράστιο πλάτανο, στα κλαδιά του οποίου ο Βούλγαρος λησταντάρτης και αρχικομιτατζής Ξάνθης Τάνε Νικολώφ ή Ντάνεφ, απειλούσε να κρεμάσει τις τελευταίες εναπομείνασες Ξανθιωτοπούλες, επειδή χαμηλόφωνα μιλούσαν Ελληνικά.
Η εικονιζόμενη κεντρική πλατεία θ’ αναμορφωθεί το 1925, επί δημαρχίας Ευριπίδη Χασιρτζόγλου κι έτσι θ’ απομακρυνθεί το παζάρι που γινόταν σ’ αυτήν.
Η κάρτα ανήκει σε μια μικρή σειρά εφτά καρτών της ίδιας εποχής και αγνώστου εκδότη, που βρέθηκε στη Γαλλία και οι διαστάσεις της καθεμιάς είναι 14 x 9 εκ. περίπου.
Η συγκεκριμένη έχει ακριβείς διαστάσεις 13.9 x 9 εκ.
Η φωτογράφιση έγινε στα τέλη του 1919 ή το πολύ στην αρχή του 1920.
Απ’ τον χαραγμένο στην φωτογραφική πλάκα αριθμό 21 (κάτω δεξιά), πιθανολογείται πως φωτογράφος είναι ο Ξανθιώτης Αθανάσιος Βολίδης.