Του Δημήτρη Κωνσταντάρα
Γύρω τις αρχές Απριλίου, όταν συμπληρώναμε 15 μέρες «Μένουμε Σπίτι», τότε που η χώρα μας θρηνούσε 81 νεκρούς, 1832 κρούσματα, 90 ανθρώπους μας διασωληνωμένους και είχε ήδη ενεργοποιηθεί η Γραμμή Ψυχολογικής Στήριξης ( 10306), συνειδητοποιήσαμε , η γυναίκα μου κι εγώ, ότι είχαμε 25 μέρες να δούμε την κόρη μας και τον εγγονό μας που βρίσκονταν στην Άμφισσα και ότι η μόνη παρέα μας ήταν ο ένας για τον άλλον και ο ….Τσιόδρας. Κάθε μέρα στις 6. Η τηλεόραση δεν αναπλήρωνε ούτε στο ελάχιστο το κενό ενημέρωσης και ψυχαγωγίας που αισθανόμαστε παρά μόνο μέσα από κάποιες σειρές στο NETFLIX. Το ότι μας «εγκατέλειψε» ο Τσιόδρας και η ενημέρωσή του ήταν κάτι καλό αλλά εμάς μας έκανε πολύ κακό. Τι να δούμε; Τι να περιμένουμε; Αφού μόνο αυτή η ενημέρωση είχε ενδιαφέρον. Το «ρίξαμε» στο «The Crown», στο «Designated Survivor», στο «Casa de Papel», μέχρι το «House of Cards” ξαναείδαμε.
Εμείς ήμασταν παιδιά της τηλεόρασης. Για περισσότερα από 25 χρόνια μάλιστα, τα περισσότερα έσοδά μας προέρχονταν από τη δουλειά μου στην τηλεόραση. Αλλά σ αυτές τις κρίσιμες ώρες, η τηλεόραση, Δημόσια και Ιδιωτική, δεν είχε τίποτε ουσιαστικό να μας προσφέρει. Ενημέρωση επαναλαμβανόμενης τρομολαγνείας και βαρεμάρας με τους ίδιους και τους ίδιους, ψυχαγωγία εγκλεισμού της μαύρης συμφοράς, εκπομπές ποικιλίας με τουριστικές επαναλήψεις, μαγειρικές ανοησίες, περυσινά τηλεπαιχνίδια, χαζο-ίντριγκες τραβηγμένες απ΄τα μαλλιά και διακόσιες φορές την «Αλίκη στο Ναυτικό», τις «Θαλασσιές τις Χάντρες», τον «Στρίγγλο που έγινε αρνάκι» και το «Πατέρα Κάτσε φρόνιμα». Έφταιγε η τηλεόραση, φταίγαμε εμείς, ίσως και τα δυο μαζί; Ευτυχώς, στο ψυγείο μας είχαμε πάντα Coca Cola!
Γνωρίστηκα με την τηλεόραση και την Coca Cola ταυτόχρονα στα 16 μου χρόνια, όταν βρέθηκα στην Αμερική, υπότροφος μιας Ελληνοαμερικανικής και Διεθνούς Οργάνωσης Ανταλλαγής Μαθητών και είχα τοποθετηθεί σε μιαν οικογένεια Αμερικανών σε μια πόλη της Pennsylvania όπου θα τέλειωνα τις γυμνασιακές μου σπουδές. Με το που μπήκα στο φιλόξενο σπίτι τους, με …. περίμενε μια ανοιχτή τηλεόραση που έπαιζε μια εκπομπή με την Λουσίλ Μπολ και ένα γυάλινο μπουκάλι Coca Cola σαν «καλωσόρισμα».
Ύστερα από ένα χρόνο και αφού είχα δει χιλιάδες ώρες τηλεόρασης, αφού είχα παρακολουθήσει δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο τη δολοφονία του Κένεντι, είχα μάθει μπέιζμπολ και αφού είχα πιει εκατοντάδες γυάλινα μπουκάλια Coca Cola, γύρισα (ευτυχώς αριστούχος) στην Ελλάδα, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Τηλεόραση δεν είχαμε. Ούτε Coca Cola. Προβληματίστηκα. Τι θα έκανα; Τι θα έπινα; Πολύ σύντομα, τα «έβγαλα» από το …. σύστημά μου. Αλλά μου έλλειπαν. Ήταν και τα δυο άκρως εθιστικά.
Τον Ιούλιο του 1969, τελειόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής, παρακολούθησα από μια μικρή, μαυρόασπρη τηλεόραση Urania την προσσελήνωση του Απόλλων 11 στη Σελήνη, πίνοντας Coca Cola. Τα είχαμε πλέον και τα δυο.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν την Coca Cola την είχα κόψει γιατί έκανα δίαιτα και η diet Cola δεν μού άρεσε, όταν δημιουργήθηκε η Ιδιωτική Τηλεόραση και οι Έλληνες είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε πολλά κανάλια και εγώ δούλευα ήδη είκοσι χρόνια στην τηλεόραση κάτω από σκληρές συνθήκες ανταγωνισμού, διαπίστωσα ότι είχα πολλές επιλογές. Και διασκεδαστικές και ενημερωτικές και ερευνητικές και πολλές, καλές ταινίες…….
Η τηλεόραση «τσάκισε» τον Ελληνικό κινηματογράφο, έβλαψε το θέατρο και το ραδιόφωνο, έκανε κακό στις εφημερίδες και με την «εισβολή» του internet, έγινε μια μοναδική αυτοκρατορία που περιθωριοποίησε τα πάντα. Αλλά και «κάλυπτε» τα πάντα. Με πληρότητα και αρκετή ποιότητα. Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, μουσική, ταξίδια ΚΑΙ άμεση ενημέρωση. Η Coca Cola δεν μου έλλειπε καθόλου. Την είχα αντικαταστήσει με κρασάκι, μπυρίτσα, ουισκάκι…..
Αλλά πολλά χρόνια αργότερα, από το 2010 και μετά, όλα πήραν μια φθίνουσα πορεία. Μπήκαν σε «pause». Ο Παπαδάκης και οι άλλοι μεγάλωσαν, αντικαταστάθηκαν «εκ του προχείρου» και η πρωινή ενημέρωση δεν ήταν πια ίδια. Τα κανάλια έγιναν επιχειρήσεις με μεγάλα έξοδα και για να δεις μια εκπομπή της προκοπής, έπρεπε να υποστείς διαφημιστική καταιγίδα. Τα Δελτία Ειδήσεων προτιμούσαν νεαρά , όμορφα κοριτσάκια και αγόρια που τα έπαιρναν με μικρούς μισθούς, οι Ελληνικές ταινίες παίζονταν και ξαναπαίζονταν και ματα-ξαναπαίζονταν πάντα οι ίδιες, τα πολιτικά κόμματα απέκτησαν άμεσες «προσβάσεις» στην ενημέρωση και η μπυρίτσα και το ουισκάκι ήταν πια αρκετά επικίνδυνα και … παχυντικά. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος είχε καλέσει από τριάντα φορές και πάνω τους ίδιους αγαπημένους μας τραγουδιστές, η Μαλβίνα είχε φύγει από τα εγκόσμια όπως κι ο Χάρυ Κλυν, η Ακρίτα δεν έγραφε πια, ο Λαζόπουλος είχε «πολιτικοποιηθεί», ο ΑΝΤ1 «γύρισε» κι αυτός πίσω στους «Μεν και τους Δεν» και στο «Καφέ της χαράς», το MEGA έκλεισε και ξανάνοιξε παίζοντας τις ίδιες σειρές που έπαιζε το 1996-97, νέες αξιόλογες σειρές δεν υπήρχαν ( με κάποιες, λίγες εξαιρέσεις) , «φαγώθηκαν» οι Ράδιο-Αρβύλα και πέσαμε όλοι πια «θύματα» μιάς νέας παραγωγικής αντίληψης που ήθελε φτηνές παραγωγές, επαναλήψεις, εκπομπές ξεκατινιάσματος, μόδας και μαγειρικής, πρόχειρες «σπονσοραρισμένες» ταξιδιωτικές εκπομπές και θλιβερά ριάλιτι….
Τους μήνες του εγκλεισμού μας βρεθήκαμε στο απόλυτο κενό. Έπρεπε κάτι να κάνουμε. Εγώ βρήκα το δρόμο. Επέστρεψα στην Coca Cola ( ZERO πλέον) και πήρα NETFLIX. Κάτι γίνεται, περιμένοντας το αύριο. Που όπως πάντοτε, το θεωρούμε «πολλά υποσχόμενο». Δηλαδή; Έρχεται η Αντελίνα και το Big Brother, ετοιμάζει εκπομπή η Αργυρώ Μπαρμπαρήγου, θα ξανάχει κοινό ο Μουτσινάς και περιμένουμε με αγωνία αν θα κάνει κάτι η Ελένη Μενεγάκη.