fbpx
sliderΙστορικάΤελευταία Νέα

13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1859 – ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ Κ.ΠΑΛΑΜΑ. Τα παιδικά του χρόνια

Του Θανάση Μουσόπουλου

  Διαβάζοντας κατά το απελθόν έτος – με την ευκαιρία των 160 χρόνων από τη γέννηση του Κωστή Παλαμά – το έργο του και πολλές εργασίες που αναφέρονται  σ’ αυτό, πολλές φορές στάθηκα σκεπτικός στο γεγονός ότι όταν ήταν έξη ετών έχασε τη μητέρα και τον πατέρα του σε διάστημα σαράντα ημερών, το Δεκέμβρη του 1864 τη μάνα του και το Φεβρουάριο 1865 τον μπαμπά του. Πολύ λίγα θυμάται από τους γονείς του.

  Σήμερα, 13 Ιανουαρίου είναι ημέρα γενεθλίων του. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859, μετά το θάνατο των γονέων του πηγαίνει στο Μεσολόγγι μαζί με τον μεγαλύτερο κατά δέκα χρόνια αδελφό του Χρήστο (Πάτρα 1849 – Μεσολόγγι 1925)  στην οικογένεια θείου, αδελφού του πατέρα τους. Το Μεσολόγγι γίνεται η δεύτερη πατρίδα τους. Η οικογένεια των Παλαμάδων ήδη από τον 18ο αιώνα  έβγαλε πολλούς λόγιους και σημαντικούς εκπαιδευτικούς. Στο Μεσολόγγι ο Κωστής έζησε την παιδική και εφηβική του ηλικία, 1867 – 1875. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη νομική σχολή, την οποία όμως παράτησε για να ασχοληθεί με ποίηση και φιλολογία.

  Στο κείμενό μου τούτο, γραμμένο για τα γενέθλια του Παλαμά, θέλω να επικεντρώσω το ενδιαφέρον στα παιδικά του χρόνια, που ήταν δύσκολα. Καθόρισαν όπως είναι φυσικό την όλη ψυχολογία του. Σε άλλο κείμενό μας, θα μιλήσουμε για την ψυχοσύνθεση του Κωστή Παλαμά παρουσιάζοντας την εργασία του Κ. Θ. Δημαρά «Δοκίμιο ψυχογραφίας του Κωστή Παλαμά» (δημοσιευμένο στον τόμο της  «Νέας Εστίας» Χριστούγεννα 1943, σελ.113 – 125). Θα περιοριστούμε τώρα στην παιδική ηλικία, για την οποία ο Κωστής Παλαμάς γράφει:

Στη νησόσπαρτη λίμνη που το μαϊστράλι, / από θαλασσινή δυναμωμένο αρμύρα, / ταράζει πέρα το φυκόστρωτο ακρογιάλι, / μ’ έριξ’ εκεί πεντάρφανο παιδάκι η Μοίρα.

    Στον 4ο τόμο των Απάντων του Κωστή Παλαμά (εκδ.Μπίρη), εκτός από τα λίγα διηγήματά του και το μοναδικό του θεατρικό, υπάρχει και η ενότητα «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου» (που ξεκίνησε να  γράφει το 1913, το διέκοψε και το συνέχισε στα 1927 – 32). Τελικά το δημοσίευσε ο γιός του το 1940. Στον 4ο τόμο  περιέχονται και άλλα αυτοβιογραφικά κείμενα του Παλαμά, σελ. 293 – 452. Επίσης και η ενότητα «Περασμένα Χρόνια» (σελ. 453 – 567).

  Στα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα, κυρίως από τα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου, έχουμε πολλά στοιχεία για την παιδική ηλικία του μικρού Κωστή. Ψάχνοντας για επιπλέον στοιχεία βρήκα ότι στα 1993 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κώστα Σαρδελή, Ο ασάλευτος ταξιδιώτης / Τα παιδικά χρόνια του Κωστή Παλαμά – σελ. 269. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωαν. Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε., Αθήνα. Νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον, αλλά δεν το προμηθεύτηκα ακόμη. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αυτού διαβάζουμε: «Στοιχεία πρωτόγνωρα και συγκλονιστικά συνθέτουν το παλαμικό δράμα των πρώτων δεκαέξι χρόνων, της ζωής του στην Πάτρα, που γεννήθηκε και στο Μεσολόγγι την πατρίδα των γονιών του και των προγόνων, των Παλαμάδων».

  Κατά την ηλεκτρονική αναζήτηση βρήκα την πολύ ενδιαφέρουσα εργασία του Πρωτοπρεσβυτέρου Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη,  Δρος Θ. – Καθηγητού του Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών «Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΠΑΤΡΑ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ- Τα πρώτα παιδικά χρόνια του ποιητή στην πρωτεύουσα της Αχαΐας».

  Συνδυάζοντας τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του Κωστή Παλαμά και το κείμενο του π. Ευαγγέλου, θα μιλήσουμε για τα παιδικά χρόνια του Κωστή.

 Ξεκινούν «Τα πρώτα χρόνια». Λέγει ο Κωστής:

«Γεννήθηκα στην Πάτρα στα 1859. Πέμπτη, απομεσήμερο στις δυο η ώρα, δεκατρείς του Γενάρη. Τα νούμερα κρατώ από τον αδελφό μου. Αν καλά θυμούμαι, τα γνώριζε από κάποιο καταστιχάκι της μητέρας μου ή του πατέρα».

  Πώς θυμάται ο ποιητής την οικία τους, «Το σπίτι μας πατρικό δίπατο. Στο δρόμο η πρόσοψή του από καμαρωτές κολώνες, καθώς το συνήθιζαν τότε τα πατρινά τα σπίτια. Σύμφωνα με κάποιο αρχιτεκτονικό τύπο του συρμού, παραδομένο, ανίσως δε λαθεύω, από την Ιταλία».

  Η οικία των Παλαμάδων στην οδό Κορίνθου, την οποία αποκαλεί ο ποιητής «πατρικό άγιο σπίτι» και την αισθάνεται ως τη «φωλιά του» και ως τη «γάστρα του», ξεχώριζε από όλες τις υπόλοιπες εκείνης της εποχής, αφού όπως τονίζει ο αδελφός του Χρήστος, «το σπίτι … κατ’ εκείνην την εποχήν είχεν ασημότερα κοντά του και 7 ολόγυρά του γειτονικά σπίτια και ήτο … εσφηνωμένον μεταξύ δύο άλλων πολύ παλαιοτέρων και ασημοτέρων από αυτό». Γι’ αυτό και ο μικρός Κωστής θυμάται και αναφέρει πως υπήρχε, «κολλητά με το σπίτι μας έν’ άλλο σπιτάκι μ’ ένα μπαλκόνι ξύλινο και μ’ ένα φούρνο κάτου. Ο φούρναρης κράζονταν Τριαντάφυλλος. Θυμούμαι κ’ ένα μαραγκό. Εδώ θολώνει η μνήμη όσο δεν παίρνει άλλο. Και ο μαραγκός χωρίς όνομα, και τίποτε από μαγαζί δεν ξεχωρίζει. Θυμούμαι – συνεχίζει – και κάποιον άλλον αντικρύ. Δεν ξέρω τι και ποιος να ήταν».

  Στην ιδιόκτητη οικία της οδού Κορίνθου η οικογένεια του Μιχαήλ Παλαμά εγκαταστάθηκε το φθινόπωρο του 1857, όπου έπειτα από δεκαπέντε μήνες γεννήθηκε ο δευτερότοκος Κωστής, στις 13 Ιανουαρίου 1859, ημέρα Τετάρτη στις 2 μμ και το 1861 το τρίτο παιδί της οικογένειας, ο Νικόλαος. Ο δευτερότοκος Κωστής, έλαβε το όνομα του πατέρα της μητέρας του Κωνσταντίνου Πεταλά, όμως φαίνεται ότι από πολύ νωρίς αντιμετώπισε προβλήματα στην ανάπτυξη της ομιλίας του, παρουσιάζοντας «βραδυτάτην λειτουργίαν της γλώσσης και της ομιλίας», γι’ αυτό και, όπως σημειώνει ο ίδιος, «Μου λένε πως άργησα να μιλήσω. Άναρθρα και με νοήματα συγκοινωνούσα για καιρό με τους δικούς μου». Ωστόσο, η φροντίδα και η θαλπωρή που του πρόσφερε η μητέρα του, η «ζέστα της μητέρας» του όπως την αποκαλεί, τον βοήθησαν αποφασιστικά να ξεπεράσει εντελώς το πρόβλημα, καθώς «πέταξε – όπως αναφέρει – με μιας η γλώσσα μου και με όλη της τη ζωηράδα», και μάλιστα παρουσίασε, σύμφωνα με τον αδελφό του, «ταχυτάτην … ανάπτυξιν και εκδήλωσιν εκτάκτου νοημοσύνης». Η μητέρα του με την επιμονή και την αφοσίωση της, διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην υπέρβαση του προβλήματος της ομιλίας του μικρού Κωστή, καθώς φαίνεται πως ήταν προκομμένη, έξυπνη και εγγράμματη, γι’ αυτό και υπήρξε η πρώτη του παιδαγωγός, αλλά και εκείνη που προετοίμαζε στη συνέχεια και τα δύο παιδιά της για το σχολείο. Μάλιστα όπως σημειώνει ο αδελφός του Χρήστος, ο ιδανικότερος τόπος μελέτης και προετοιμασίας τους για το σχολείο ήταν εκτός από το δωμάτιό τους και ο κήπος τους, το μικρό περιβολάκι πίσω από την οικία τους, που επέτρεπε «εις την μητέρα να διδάσκη τα πρώτα γράμματα αποκάτω από την λεμονιά του εις τα μέλλοντα ορφανά παιδιά της».

  Ο ποιητής αναφέρεται στη σύντομη σχολική του ζωή στην Πάτρα στο ιδιωτικό σχολείο του Δημητρίου Πορφυρόπουλου, γράφοντας πως «ο δάσκαλός του ήταν ένας ψηλός καλοθρεμμένος άνθρωπος και σάμπως και με καλή καρδιά και μ’ ευγενικά φερσίματα. Ο Πορφυρόπουλος». Από τη σύντομη σχολική του ζωή στην Πάτρα θυμάται την οδυνηρή εμπειρία που δοκίμασε από την αγενή συμπεριφορά ενός συμμαθητή του, αλλά και την «παιδαγωγική» του δασκάλου του, που τον στενοχώρησε πολύ. Πληροφορούμαστε για τη σχέση της οικογένειάς του με την τοπική εκκλησία, καθώς και τα παιδικά του παιχνίδια στο λεγόμενο «περιβόλι της βασίλισσας» (προς τιμήν της Αμαλίας). Πολύ έπαιζαν τα παιδιά στον μικρό κήπο του σπιτιού τους, που φρόντιζε μεγαλύτερος αδελφός του Κωστή Χρήστος. Στα χρόνια αυτά ο ποιητής συγκινήθηκε με ένα κοριτσάκι, τη Φωτεινή – η πρώτη του αγάπη.

  Διαβάζουμε μια σκηνή πολύ τρυφερή με τη μητέρα του που κάθεται στο περιβολάκι τους με το μικρότερο αδελφάκι που ήταν βρέφος, θυμάται τη μητέρα του «σκυμμένη απάνω στην κούνια του βρέφους  να  αποκοιμίζει το παιδί της. Από τα τρία το μικρότερο. Μα – όπως συνεχίζει – ο χτύπος ο παραμικρός είναι κίνδυνος να το ξυπνήσει. ‘Αγάλια αγάλια. κρατάτε και το ανάσασμά σας’», έλεγε στα δύο μεγαλύτερα, το Χρήστο και τον Κωστή. Κάνω να φύγω – συνεχίζει ο ποιητής -. Η μητέρα σκυμμένη στην κούνια του μικρού, μου κάνει νόημα να σωπάσω. Σα να την είχανε ταράξει και τα βήματά μου ακόμη, αρκετά να το ξυπνήσουν το μωρό της». Γι’ αυτό και όπως σημειώνει, «την κρατά η μνήμη μου την εικόνα της, και αλλού πουθενά και άλλην εικόνα της, όχι. Ένα σηκωμένο χέρι, στα χείλη της ορθός ο δείκτης του, τ’ άλλο χέρι στου παιδιού την κούνια».

  Απ’ ό,τι διαβάζουμε στα γραπτά του ποιητή, τη μητέρα του βοηθούσαν στο σπίτι  «η αρχοντική γιαγιά του, η κυρ Αλτάνη, μητέρα της μητέρας του», και «η δούλα τους η Κωνσταντίνα η ψυχοκόρη», η οποία ζούσε μαζί τους.

  Ο μικρός Κωστής, θυμάται πώς γνώρισε ένα καλοκαίρι το φεγγάρι και μέσω αυτού την ποίηση: «Βαστώ το αγνάντεμα, μεσ’ από τ’ ανοιχτό παράθυρο, του φεγγαριού. Τον ερχομό του φεγγαριού, το ξάπλωμά μου που πλημμύριζε στο στρώμα απάνου, στο κορμί μου απάνου. Κάτι ολόλαμπρο μαζί κι ερωτικό και παθητικό και καθάριο και λαγαρό και ολόχυτο. Κάτι σαν προμήνυμα ζωής που θα την περνούσα έτσι, σαν από κάτου από φεγγάρι, γιομίζοντας την ψυχή μου στάλα στάλα από τ’ ανάβρυσμά του με την ανέκφραστη μελαγχολία της ολόαχνης γλύκας του. … Η ποίηση μου έκαμε από τότε την πρώτη της επίσκεψη, αφανέρωτη ακόμα και χωρίς όνομα. Ίσα ίσα για να με προετοιμάσει να τη δεχτώ, ύστερ’ από λιγάκι, στην ώρα την επαγγελμένη, με τ’ όνομά της και με τη δόξα της».

  Επιπλέον, ήρθε σε επαφή με την ιδέα της «τρέλας», απέκτησε την εμπειρία «χτυπημένων» ανθρώπων: του γείτονά τους Μπελαγγάμπα που ήταν πράγματι «τρελός» και της θειας Βγενούλας, αδελφής της γιαγιάς του Αλτάνης, που ήταν «μουρλή». Κάνουν πράγματα που προκαλούν τον μικρό Κωστή. Σημειώνει, όσον αφορά το Μπελαγγάμπα, πως «μια μέρα, δε θα ήμουν έξη χρονών ακόμη, θυμούμαι, στο σπίτι μας μεγάλη συγκίνηση δείχνονταν και λόγος γίνοταν πολύς για ένα Μπελλαγάμπα. Ο Μπελλαγάμπας γυμνός ανέβηκε στα κεραμίδια! …. Ένας άνθρωπος, αντί να περπατεί στο πάτωμα μαζί μας, τρέχει στα κεραμίδια με τις γάτες». Για τη θεια τη Βγενούλα παρατηρεί πως πάθαιναν συχνά από τα νεύρα της, φώναζε και μιλούσε ασταμάτητα.

  Ο Κωστής θυμάται ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές, αλλά και ένα τραγικό γεγονός: το 1864 απολύεται από δικαστής ο πενηντάχρονος πατέρας του, που αναγκάστηκε για λίγο  να δικηγορήσει. Για το γεγονός τη απόλυσης για τη μητέρα του γράφει: «θυμούμαι και μια λύπη της. Κουλουριαστά γερμένη κάποτε στον καναπέ, θλιμμένη δείχνοταν. Όλο το σπίτι γύρω της έπαιρνε τη μερίδα του από τη θλίψη της. Σκοτεινιασμένο το φως, και μια μελαγχολία ώρας φθινοπωρινής, όταν πέφτουν ανεμοσκόρπιστα τα δεντρόφυλλα». Η υγεία των γονέων του κλονίζεται. Στα τέλη του 1864, την επομένη των Χριστουγέννων στις 26 Δεκεμβρίου, πέθανε η μητέρα του και ακολούθησε ο πατέρας του, σαράντα ημέρες περίπου αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου του 1865. Διαλύεται η οικογένεια. Τα δύο πρώτα αγόρια, ο Χρήστος με τον Κωστή πήγαν στο Μεσολόγγι στον αδελφό του πατέρα, ενώ ο Νικόλαος στην Τεργέστη στην αδελφή της μητέρας. Σύμφωνα με τον ποιητή μετά και από τη δεύτερη κηδεία, «σα γύρισα στο σπίτι, ούτε πατέρας, ούτε μητέρα. Μόνο η μεγαλόκορμη και μεγαλόπρεπη γιαγιά, η Αλτάνη. Μόνο η Κωνσταντίνα. Μόνο η συνηθισμένη και απ’ όλους προσπάθεια να μου κρύψουν το δυστύχημα. ‘Η μητέρα και ο πατέρας πάνε σε ταξίδι’ μου λέγανε. ‘Θα γυρίσουν και θα μας φέρουν χίλια καλά’. Μάντευα εγώ, σκέτα νέτα, μ’ όλη μου τη μικροσύνη, πως ο πατέρας και η μητέρα είχαν κάμει για καλά και για πάντα το ταξίδι το αγύριστο. Μα έδειχνα πως πίστευα τα λόγια τους. Και δεν έλεγα τίποτε. … Πόσο καιρό βάσταξε η ζωή μου στ’ ορφανεμένο σπίτι; Σωστά δεν ξέρω. Ξέρω πως το σπίτι κ’ ύστερα από την καταστροφή ζούσε από τη φροντίδα της γιαγιάς μου, από τα τρεξίματα και τα παιχνίδια των παιδιών».

  Με το καράβι από την Πάτρα τα δύο παιδιά πηγαίνουν στο Μεσολόγγι.  Αποχαιρετά την προηγούμενη ζωή: 

Έχετε γεια, σπιτάκι με την πρόσοψη την κολονάτη την καμαρωτή, /  από των γονέων μου τους ίσκιους πια στοιχειωμένο για πάντα σπίτι! / Έχετε γεια περιβολάκι, που προς εσένα από την πίσω του όψη κοίταζε το σπίτι μας, / κ’ εσύ, φεγγάρι, κάθε φορά που σε καλέση η μνήμη μου, / μπροστά μου φέγγεις, ίδιο πάντα μάγεμα!

  Μεγάλη η αγάπη του Κωστή Παλαμά για τη θάλασσα, και στην Πάτρα και στο Μεσολόγγι.

«Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ’ζησα / κοντά στ’ ακρογιάλι, / στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη, / στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη. […] Μια μένα είν’ η μοίρα μου, μια μένα είν’ η χάρη μου, / δε γνώρισα κι άλλη: / Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη / και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη. […] Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη, / μια πίκρα μεγάλη, / η πίκρα που είν’ άσβυστη και μέσ’ στον παράδεισο / των πρώτω μας χρόνω κοντά στ’ ακρογιάλι».

  Το σπίτι που γεννήθηκε έρχεται και επανέρχεται στη σκέψη και στη μνήμη του βασανισμένου Κωστή Παλαμά:

«Πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη,

Στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι»

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, 13  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020

3 συνημμένα

Σχετικά Άρθρα