Την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019 πραγματοποιήθηκε στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη στον Πειραιά η τελετή απονομής βραβείων του 7ου Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Πρωτόλειου Διηγήματος Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη, για την περίοδο 2018-2019 ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου.
Το 2ο Βραβείο Γυμνασίου απέσπασε ο Σταμάτης Θεοφιλόπουλος, μαθητής της Γ΄ τάξης του Γυμνασίου Ξάνθης ΑΞΙΟΝ κατά την περίοδο 2018-2019 και νυν μαθητής Α’ Λυκείου του 3ου ΓΕΛ Ξάνθης για το διήγημα «Θέλω να ζήσω!», ανάμεσα σε 126 συμμετοχές μαθητών Γυμνασίου από όλη την Ελλάδα. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο διήγημα που αναδεικνύει το πρόβλημα της εγκατάλειψης ζώων. Το αξιόλογο αυτό βραβείο είναι το 5ο πανελλήνιο λογοτεχνικό βραβείο που κατακτά ο Σταμάτης σε ισάριθμους πανελλήνιους διαγωνισμούς τα τελευταία τρία χρόνια.
Το σκεπτικό των βραβεύσεων παρουσίασε κατά τη διάρκεια της τελετής η Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής κα Ελένη Παναρέτου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Γλωσσολογίας Τμ. Φιλολογίας ΕΚΠΑ, η οποία και προλόγισε τα βραβευμένα έργα. Χαιρετισμό απηύθυνε η Αντιπρόεδρος του Ιδρύματος κα Αικατερίνη Λασκαρίδη. Ακολούθησε η ανάγνωση των διακριθέντων έργων από ηθοποιούς.
Κατά την πολυετή διαδρομή του (από το 1993), το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη αποτελεί εξέχουσα παρουσία στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της χώρας μας με ευρωπαϊκές και διεθνείς προεκτάσεις.
Συγχαρητήρια Σταμάτη! Μας κάνεις περήφανους.
Θέλω να ζήσω!
Χθες νωρίς το απόγευμα μ’ έφερε εδώ δίπλα στο ποτάμι κι έφυγε βιαστικός. Δεν έχουμε ξανάρθει εδώ. Τι ωραίο μέρος. Το ψυχρό φθινοπωρινό αεράκι κουνάει τις καλαμιές της όχθης. Τα βατράχια χωμένα ανάμεσά στις φυλλωσιές συνομιλούν φλύαρα. Μερικές σουσουράδες πιο κει χοροπηδούν και κουνούν καμαρωτές πάνω κάτω την σουβλερή ουρά τους. Από πάνω λογιών-λογιών δένδρα μπλέκουν τα κλαδιά τους και σχηματίζουν ένα πυκνό πολύχρωμο δίχτυ που κρύβει τον ήλιο και τον ουρανό. Οι ήχοι του δάσους μπερδεύονται με τον ασταμάτητο ήχο του νερού και δημιουργούν ένα πρωτόγνωρο βουητό. Πότε – πότε ξεχωρίζει η παράξενη φωνή ενός άγνωστου πουλιού.
Χθες το απόγευμα ήρθαμε μαζί. Μετά εκείνος έφυγε βιαστικός. Το βράδυ δεν ήρθε να με πάρει. Χαζολόγησα, ήπια λίγο νερό απ’ το ποτάμι και τον περίμενα. Έκανα μια βόλτα, δυο βόλτες… Ανακάλυψα και μια μικρή χωματερή. Δυο λάστιχα αυτοκινήτου, μια παλιά ηλεκτρική κουζίνα, κάτι σπασμένοι τσιμεντόλιθοι, παλιά κουφώματα, τίποτα ενδιαφέρον. Φαίνεται κάποιος έκανε ανακαίνιση στο σπίτι του και τα ξεφορτώθηκε. Ξαναγύριζα στο ίδιο σημείο. Δεν έπρεπε ν’ απομακρυνθώ μην έρθει και δε με βρει.
Όμως δεν ήρθε. Μήπως του έτυχε καμιά ξαφνική δουλειά, ή έπαθε κάτι ή μήπως δε βρίσκει το δρόμο; Λες να έφυγε για τη Γερμανία να βρει τον ξάδελφο του; Χρόνια τώρα δουλεύει εκεί σε εργοστάσιο που φτιάχνει μπύρες. Τον άκουσα μια μέρα που το έλεγε σ’ ένα φίλο του έξω από το καφενείο του μπάρμπα-Φάνη στην πλατεία: «Εδώ χαΐρι δεν έχει αδερφέ. Τουλάχιστον εκεί ήλιο δεν βλέπεις αλλά βγαίνει το μεροκάματο. Να γελάσει λίγο κι η κυρά. Μπας κι έχει κι ο Θανασάκης μου καμιά καλύτερη τύχη. Γιατί είδες τι προκοπή έκαμαν και οι μεγάλοι μου γιοι».
Οι παράξενοι ήχοι του δάσους με τρόμαζαν, με τρόμαζαν πολύ. Τα απόμακρα ουρλιαχτά των αγριμιών ακούγονταν απειλητικά από το βουνό. Αν είχα μια παρέα τουλάχιστον. Κρύωνα, κρύωνα πολύ. Αχ, πόσο θα ’θελα να είχα την βρώμικη «κουβερτούλα» μου. Πόσο θα ’θελα να ήμουν στην μίζερη ασφάλεια του στάβλου μου κι ας ήταν έτοιμος να με πλακώσει σε κάθε φύσημα του αγέρα. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Και πώς να κλείσω δηλαδή; Η αναστάτωση δε με άφηνε. Όλο σκεφτόμουν, σκεφτόμουν και φοβόμουν το άγνωστο. Ένα απροσδιόριστο συναίσθημα ανησυχίας με είχε κυριεύσει.
Σκέφτηκα τον προπάππο μου για να πάρω κουράγιο. Δεν τον γνώρισα είν’ η αλήθεια. Η γιαγιά μου όμως μίλαγε συχνά- πυκνά γι’ αυτόν. Φοίβο τον έλεγαν. Ήταν από σπουδαία γενιά, θεσσαλική ράτσα, απόγονος του Βουκεφάλα. Ο Φοίβος, ήταν λέει ήρωας. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος το αφεντικό του, κοινοτάρχης στον τόπο του, τον πρόσφερε στο στράτευμα για να δώσει το καλό παράδειγμα στο χωριό του. Όλοι προσέφεραν τότε για την πατρίδα. Φαγώσιμα, ρούχα, ζωντανά, γιους ότι είχε ο καθένας. Πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας ο Φοίβος. Είχαν πάρει στο κατόπι τους Ιταλούς οι δικοί μας. Ταξιαρχία «Τζούλια», έτσι τους έλεγαν τους εχθρούς. Ένας κι ένας, επίλεκτοι αλπινιστές ήταν όλοι. Παιδιά του βουνού και του χιονιού. Τους κυνηγούσαν οι στρατιώτες μας στα κατσάβραχα, μέσα στα χιόνια. Άνθρωποι και ζώα βρεγμένοι ως το κόκκαλο, ξεπαγιασμένοι αλλά με φλόγα στην ψυχή. Ήξεραν γιατί πολεμούσαν. Οι οβίδες έσκαγαν γύρω τους, οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Αλλά ο Φοίβος ατρόμητος, πιστός στην σπουδαία αποστολή του, σύντροφος και βοηθός του αναβάτη του, φορτωμένος με τα λιγοστά εφόδια του πολέμου σκαρφάλωνε ακούραστος στις αφιλόξενες πλαγιές. Μέχρι που ένα ύπουλο θραύσμα οβίδας τον βρήκε στο λαιμό. Έγειρε στο λασπωμένο χαντάκι δίπλα από το τραχύ μονοπάτι κι έμεινε εκεί. Ήταν δέκα χρονών, πάνω στο άνθος της ηλικίας του.
Αλλά και ο παππούς μου ο Αίολος ήταν μεγάλος αγωνιστής, γεννημένος μαχητής. Έτρεχε στον Ιππόδρομο στο Φάληρο. Έκανε σπουδαία καριέρα. Μαζεύονταν εκεί οι φίλιπποι και έπαιζαν στοιχήματα ποιο άλογο θα νικήσει στην κούρσα. Όταν ερχόταν η ώρα του αγώνα, ο Αίολος στέκονταν δίπλα στους αραβικούς και τους εγγλέζικους καθαρόαιμους κέλητες και τις υπεροπτικές φοράδες που τον κοιτούσαν λοξά με μισό μάτι, περήφανος και σίγουρος για τον εαυτό του. Κουνούσε προκλητικά την κατάμαυρη ουρά του, ρουθούνιζε γεμάτος αυτοπεποίθηση, κτυπούσε απειλητικά το γεροδεμένο μπροστινό του πόδι σκάβοντας με την οπλή το χώμα και ορμούσε σα σαΐτα. Μέχρι που ένα φθινοπωρινό πρωινό που ψιλόβρεχε, πάνω στη δύσκολη στροφή για την τελική ευθεία, κυνηγώντας την πολυπόθητη νίκη γλίστρησε στη λάσπη κι έσπασε το πόδι του. Από τότε αγνοείται η τύχη του.
Η γιαγιά μου έγινε κι αυτή πρωτευουσιάνα, θέλοντας και μη. Την αγόρασε μια μεγαλοπιασμένη οικογένεια από την Κηφισιά. Την διάλεξαν γιατί ήταν πανέμορφη, μετρίου αναστήματος με στρογγυλεμένα καπούλια και πλούσια γυαλιστερή χαίτη. Αλλά είχε και χαρακτήρα. Ήταν ήρεμη, συγκαταβατική, φιλική με τα παιδιά και τους ανθρώπους γενικά. Εκεί γνώρισε τον παππού μου⸱ αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η οικογένεια είχε ένα κοριτσάκι με κινητικά προβλήματα, την Αγάπη. Οι σπουδαίοι γιατροί της Ευρώπης τους είχαν πει ότι θα της κάνει καλό η ιππασία. Η Αγάπη δεν πήγαινε σχολείο. Δεν ήθελε να την κοιτούν με λύπηση οι συμμαθητές της. Ερχόταν όμως δάσκαλοι πολλοί στο σπίτι. Έκανε Ελληνικά και Γαλλικά, Μαθηματικά και Γεωγραφία πιάνο και ζωγραφική. Ζωγράφιζε πολύ ωραία. Το δωμάτιό της ήταν γεμάτο σκίτσα με άλογα. Όνομα και πράμα η Αγάπη. Την αγάπησε πολύ την γιαγιά μου. Το γλυκό κορίτσι την χόρτασε χάδια και σανό. Κάθε πρωί το κοριτσάκι με τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά και το ευγενικό πρόσωπο, της πήγαινε ένα κατακόκκινο μήλο, όταν ήταν η εποχή τους, στον πολυτελή πεντακάθαρο στάβλο. Την φρόντιζε με περισσή αγάπη μαζί με τον μεσήλικα άντρα που είχαν στην δούλεψή τους ειδικά για τα άλογα. Της είχε κρεμάσει μια χάντρα θαλασσιά στα χάμουρα κι ένα μικρό ασημένιο σταυρουδάκι για να τη φυλάει από το κακό το μάτι. Νωρίς τα απογεύματα, όταν το επέτρεπε ο καιρός, κάνανε τις βόλτες τους ανάμεσα στους καταπράσινους μπαξέδες και στις γύρω εξοχές. Πέρασαν καλά οι δυο τους.
Εγώ πάλι σε όλη μου τη ζωή μόχθησα πολύ για να ικανοποιήσω τον αφέντη μου και ήλπιζα να έχω ήσυχα γεράματα. «Άιντε αγόρι μου … πάμε, βαριοκοιμηθήκαμε πάλι» έλεγε κάθε πρωί. Είχε πιεί βλέπεις τα τσιπουράκια του αποβραδίς. Αξημέρωτα παίρναμε τους δρόμους και μαζεύαμε παλιοσίδερα για το μεροκάματο. Φόρτωνε ο Αρίστος ο αφέντης μου το κάρο, έσερνα εγώ. Κοπιαστική δουλειά. Ειδικά στις ανηφόρες, τράβαγα εγώ μπροστά, χτύπαγε ο Αρίστος με το καμτσίκι, γλίστραγα εγώ στην άσφαλτο, ξαναχτύπαγε ο Αρίστος. Άλλοτε πάλι κουβαλούσαμε ξύλα για τις σόμπες κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο. Αλλά δεν παραπονιέμαι. Το απογευματάκι μόλις φθάναμε στο σπίτι έλυνε το κάρο ο Αρίστος και με περιλάβαινε ο μικρός του γιος ο Θανάσης. Ξέλυνε τα χάμουρα, με ξύστριζε καμιά φορά, μου έριχνε και λίγο νερό στην πλάτη με το λάστιχο όταν είχε κάψα, και μετά στον στάβλο. Όχι και τίποτα σπουδαίο, μια παλιά αποθήκη με τσίγκους ήταν, έμπαζε και λίγα νερά από τη βροχή, αλλά ήταν το σπίτι μου. Στο παχνί μου με περίμενε μια αγκαλιά σανό και στα πολλά τα κρύα, ο Θανασάκης που μ’ αγαπούσε πολύ, με σκέπαζε με μια παλιά λινάτσα που ’χε βρει σε μια παράνομη χωματερή. Κι εγώ τον αγαπούσα όμως. Μου μιλούσε και τον καταλάβαινα. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να του μιλήσω, να του πω ότι τον αγαπώ, ότι είναι ο μοναδικός μου φίλος. Κάθε τόσο με καβαλίκευε χωρίς σαμάρι και κάναμε μια μικρή βόλτα στη γειτονιά. Άλλες φορές πάλι μαζεύονταν και τ’ άλλα παιδιά με τα δικά τους άλογα και μουλάρια και παίζανε όλοι μαζί τους Ινδιάνους στη μεγάλη αλάνα που γινόταν κάθε καλοκαίρι η εμποροπανήγυρη της Αγίας Μαρίνας. Ποτέ δεν του έλεγα όχι, κι ας με βάραινε η κούραση της μέρας.
Που είναι τώρα ο Αρίστος με την στριφτή μουστάκα του και τη βροντερή φωνή; Που είναι ο Θανασάκης με τα σχισμένα παντελόνια και τα ματωμένα γόνατα;
Απ’ όταν ήμουνα μικρό πουλάρι ήξερα για αδέσποτα γατιά και σκυλιά. Τα έβλεπα όλη μέρα να τριγυρνούν ανέμελα στους δρόμους, ν’ αράζουν νωχελικά στις πλατείες, να ψαχουλεύουν τα σκουπίδια και να πίνουν το νερό της βροχής. Πολλές φορές εκεί που δουλεύαμε με τον Αρίστο ερχόταν κανένα μεγαλόσωμο αδέσποτο σκυλί, μού γαύγιζε δήθεν απειλητικά για να πουλήσει μούρη στους αλήτες τους φίλους του και με τρόμαζε. Αλλά δεν είχα δει ποτέ μου αδέσποτο άλογο. Το άλογο είναι φίλος και σύντροφος του ανθρώπου, λένε. Το άλογο είναι χρήσιμο ζώο, άξιο, δουλευτάρικο, λένε. Χιλιάδες χρόνια τώρα υπηρετεί πιστά τον αφέντη του στους πολέμους, στ’ αλώνια, στο χωράφι, στα ορυχεία, στις μεταφορές, στο τσίρκο, και που αλλού ούτε που θυμάμαι.
Μια μέρα μόνο άκουσα τη μάνα μου να κουβεντιάζει με την μικρότερη αδελφή της που έμενε παραδίπλα μας για ένα συγγενή τους, τον περίφημο Προμηθέα. Ήταν έλεγαν αμολημένος. Αλήτευε όλη μέρα. Έτρωγε και έπινε ότι έβρισκε. Μέχρι που μια μέρα εκεί που τσιμπολογούσε ανέμελος κάτι καχεκτικά χορταράκια στις γραμμές του τρένου, συνέβη το μοιραίο. Πέρασε η αμαξοστοιχία των εννιά.
Και τώρα να! Είμαι και εγώ ένα αδέσποτο άλογο από γενιά τρανή. Ένα άλογο ήμερο, περήφανο κι εργατικό. Αγαπώ τους ανθρώπους από τότε που γεννήθηκα και τους υπηρετώ με αφοσίωση κι αγάπη. Δεν ξέρω τι με περιμένει εδώ έξω. Εγώ είχα μάθει να έχω σπίτι κι αφεντικό. Να δουλεύω σκληρά και να αμείβομαι με φαγητό προστασία και αγάπη. Δεν ξέρω από τι και πως να φυλαχτώ, ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός. Δεν ξέρω γιατί βρέθηκα εδώ. Ένα μόνο ξέρω. Θέλω να ζήσω! Θέλω να ζήσω ανάμεσα στους ανθρώπους και να είμαι χρήσιμος ξανά.