Πήγαμε Είδαμε Τελευταία Νέα Τοπικά νέα

Το Αρχοντικό Παμουκτσόγλου στα Άβδηρα | Η ιστορία της οικογένειας

Επιμέλεια Μαίρη Δαληκριάδου

Το Αρχοντικό Παμουκτσόγλου στα Άβδηρα

Από τις αρχές του 19ου αιώνα η οθωμανοκρατούμενη Ξάνθη και η περιοχή της γνωρίζουν ιδιαίτερη ανάπτυξη χάρη στην παραγωγή και το εμπόριο του καπνού. Εκλεκτές αρωματικές ποικιλίες καλλιεργούνταν στους επικλινείς γιακάδες της Ροδόπης και στους χαμηλούς λόφους της πεδιάδας. Τα φημισμένα καπνά έφταναν ως την Κωνσταντινούπολη και άλλα μεταφέρονταν μέσω των εμπορικών δρόμων στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Στα μέσα του 19ου αι. ο καπνέμπορος Παναγιώτης Παμουκτσόγλου έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στη Μπουλούστρα, όπως ονομάζονταν τότε τα Άβδηρα.

Έχτισε ένα εξαιρετικό αρχοντικό στο βόρειο τμήμα του οικισμού, στον αρχικό πυρήνα του, σε μικρή απόσταση από την εκκλησία και την πλατεία Δικιάνι. Το Αρχοντικό ανήκει στον τύπο του καστρόσπιτου ή πυργόσπιτου. Οι πετρόχτιστοι εξωτερικοί τοίχοι με τα μικρά σιδηρόφρακτα ανοίγματα σε μεγάλο ύψος από το έδαφος και ο ισχυρός μαντρότοιχος δημιουργούν μία ασφαλή κατοικία. Αντίθετα, στον πάνω όροφο παρατηρούνται ανοίγματα και σαχνισιά, τοίχοι ανάλαφροι, ξυλόπηχτοι, τσατμάδες και μπαγδατιά.

Δύο διακριτές λειτουργίες εξυπηρετούνταν: η χειμερινή διαβίωση και πολλαπλές εργασίες στο ισόγειο ενώ ο πάνω όροφος προσφερόταν για πιο ζεστές εποχές και την κοινωνική και ιδιωτική ζωή της οικογένειας.

Η ιστορία της οικογένειας

Ο Παναγιώτης Παμουκτσόγλου είχε υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό και ως αντάλλαγμα τού παραχωρήθηκαν κτήματα στην περιοχή των Αβδήρων. Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι επέλεξε για εγκατάσταση τον μικρό οικισμό της Μπουλούστρας απορρίπτοντας τη φημισμένη Ξάνθη με την ακμάζουσα τάξη των εμπόρων καπνού. Εξάλλου, στη γύρω περιοχή καλλιεργούνταν εξαιρετικές αρωματικές ποικιλίες και υπήρχε άμεση πρόσβαση στο λιμάνι του Πόρτο Λάγος. Την εποχή εκείνη δεν είχε κατασκευαστεί ακόμη η σιδηροδρομική γραμμή και οι μεταφορές γίνονταν με καραβάνια μέσω χερσαίων δρόμων και λιμανιών. Ο πλούσιος καπνέμπορος ήρθε στη Μπουλούστρα σχετικά μεγάλος, με ένα παιδί, τον Λεονταρή, από την πρώτη του γυναίκα, που είχε πεθάνει. Γρήγορα όμως έχασε και τον γιο του. Ασχολήθηκε με το εμπόριο του καπνού και με την αγροτική παραγωγή. Έγινε μεγαλοτσιφλικάς.

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Αβδηρίτες διηγούνται ότι οι πρόγονοί τους του εμπιστεύθηκαν χρήματα για την αγορά κτημάτων στην περιοχή από το οθωμανικό κράτος. Η αγορά ολοκληρώθηκε, με τη βοήθεια του γιου του Κώστα που σπούδαζε στην Πόλη, αλλά οι τίτλοι ιδιοκτησίας μεταβιβάστηκαν μόνο στην οικογένεια Παμουκτσόγλου. Λέγεται ότι, όταν το αντιλήφθηκαν οι Αβδηρίτες, διαβάστηκε αφορισμός στην Εκκλησία της Αγ. Παρασκευής. Στο τσιφλίκι του Παμουκτσόγλου δούλευαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι, εργάτες και βοσκοί, εκτρέφονταν πολλά ζώα και καλλιεργούνταν σιτηρά και καπνά. Ο Παναγιώτης έχτισε το αρχοντικό γύρω στο 1860. Παντρεύτηκε τη Χρυσή από τα Σχοινιά και απέκτησε μαζί της έξη παιδιά, τον Γιώργο, τον Λάζαρο, την Αναστασία, τη Μαγδαληνή, τη Χαρίκλεια και τον Κώστα.

Η εύπορη οικογένεια διήγε ζωή αστικού χαρακτήρα, με ιδιαίτερες ανέσεις για την εποχή. Πλούσιοι καπνέμποροι, ξένοι επίσημοι, αγάδες και μπέηδες φιλοξενούνταν στο σπίτι. Ο Παναγιώτης απεβίωσε στις 20 Οκτώβρη 1899, αφήνοντας μεγάλη περιουσία και κτήματα. Ο πρωτότοκος Γιώργος, κοινωνικός και έξυπνος, κατάφερε να διατηρήσει το υψηλό επίπεδο διαβίωσης της οικογένειας. Ο μικρότερος γιος, Κώστας, σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στο Γυμνάσιο του Τσοτιλίου. Διετέλεσε Δήμαρχος Αβδήρων από το 1922 έως το 1934. Όλα τα αδέρφια, εκτός από τον Γιώργο, παντρεύτηκαν σε μεγάλη ηλικία. Αργότερα επέστρεψαν σταδιακά στο πατρικό. Μετά τις εργασίες αποκατάστασης το αρχοντικό λειτούργησε ως Αρχαιολογική Συλλογή και εργαστήριο στο ισόγειο και ως ξενώνας με γραφεία στον όροφο. Από το 1995, οπότε ολοκληρώθηκε το κτήριο του Μουσείου, λειτουργεί μόνο ως ξενώνας και φιλοξενεί ομάδες φοιτητών, αρχαιολόγων, ανθρωπολόγων και ερευνητών που εργάζονται στα Άβδηρα, ενώ τα τελευταία χρόνια αποτελεί ιδανικό σκηνικό για εκδηλώσεις.

Από το Υπουργείο Πολιτισμού έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 538/ Β/21-6-1995), καθώς θεωρήθηκε αξιόλογο δείγμα θρακιώτικης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Η ανθεκτικότητα του αρχοντικού στο πέρασμα των χρόνων και η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του μας επιτρέπουν να ταξιδέψουμε στο παρελθόν του. Από δύο εισόδους, μία κεντρική από τη νότια πλευρά και μία μικρή από ανατολικά εισερχόμαστε στη λιθόστρωτη αυλή όπου συναντάμε νεώτερο δίχωρο κτίσμα. Τρίτη βοηθητική είσοδος για τα ζώα και τα προϊόντα ανοίγεται στη βόρεια πλευρά της υπερυψωμένης αυλής ενώ υπόστεγο υπήρχε κατά μήκος του δυτικού τοίχου. Η απαλλοτρίωση του τσιφλικιού Παμουκτσόγλου για τους ακτήμονες πρόσφυγες το 1929 ήταν το πρώτο πλήγμα για την οικογένεια. Επιπλέον, ο θάνατος των δύο αδερφών, Γιώργου και Κώστα, το 1936, επιδείνωσε την οικονομική κάμψη. Τρίτο πλήγμα, κανένα από τα έξη παιδιά του Παναγιώτη Παμουκτσόγλου δεν απέκτησε απογόνους.

Το ηθικό ατόπημα του πατέρα απέναντι στους φτωχούς Αβδηρίτες φαίνεται να συναντά την «κάθαρση.» Καθώς τα αδέρφια έφυγαν άκληρα από τη ζωή, η περιουσία που είχε απομείνει, μοιράστηκε σε μακρινούς συγγενείς και προσφιλή πρόσωπα. Το 1979, ζούσε ακόμη μέσα στο αρχοντικό, μόνη της, υπέργηρη, η τελευταία απόγονος του Παναγιώτη Παμουκτσόγλου, Μαγδαληνή. Την ίδια χρονιά, με τη σύμφωνη γνώμη των συγκληρονόμων, της χήρας του Λάζαρου, Αναστασίας, του Θόδωρο Κοντογιάννη και του Ιωάννη Τσοντάκη, προέδρου της κοινότητας τότε, το αρχοντικό παραχωρήθηκε στην ΙΘ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Κομοτηνής.

Το αρχοντικό

Οι έντονες φθορές που είχε υποστεί το αρχοντικό λόγω της χρόνιας εγκατάλειψης και της αδυναμίας συντήρησης, επέβαλλαν την άμεση επέμβαση και αποκατάστασή του. Αντιμετωπίστηκαν προβλήματα στατικότητας, αλλοιώσεις στα ξύλινα δομικά στοιχεία, στη στέγη, στα επιχρίσματα κ.ά. Το αρχοντικό αναπαλαιώθηκε με την επίβλεψη των αρχαιολόγων της εφορείας Ε. Πεντάζου, Δ. Τριαντάφυλλου και Ε. Σκαρλατίδου και του αρχιτέκτονα Μ. Αναγνωστίδη. Στις εργασίες συμμετείχε και ο αρχιτεχνίτης Ν. Γλες. Η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε τον Απρίλη του 1982. Τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζονται από την υπηρεσία μας, κατόπιν μελετών και εγκρίσεων, οι σταδιακές φθορές που παρατηρούνται στο αρχοντικό.

Μετά τις εργασίες αποκατάστασης το αρχοντικό λειτούργησε ως Αρχαιολογική Συλλογή και εργαστήριο στο ισόγειο και ως ξενώνας με γραφεία στον όροφο. Από το 1995, οπότε ολοκληρώθηκε το κτήριο του Μουσείου, λειτουργεί μόνο ως ξενώνας και φιλοξενεί ομάδες φοιτητών, αρχαιολόγων, ανθρωπολόγων και ερευνητών που εργάζονται στα Άβδηρα, ενώ τα τελευταία χρόνια αποτελεί ιδανικό σκηνικό για εκδηλώσεις. Από το Υπουργείο Πολιτισμού έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 538/ Β/21-6-1995), καθώς θεωρήθηκε αξιόλογο δείγμα θρακιώτικης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.

Η ανθεκτικότητα του αρχοντικού στο πέρασμα των χρόνων και η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του μας επιτρέπουν να ταξιδέψουμε στο παρελθόν του. Από δύο εισόδους, μία κεντρική από τη νότια πλευρά και μία μικρή από ανατολικά εισερχόμαστε στη λιθόστρωτη αυλή όπου συναντάμε νεώτερο δίχωρο κτίσμα. Τρίτη βοηθητική είσοδος για τα ζώα και τα προϊόντα ανοίγεται στη βόρεια πλευρά της υπερυψωμένης αυλής ενώ υπόστεγο υπήρχε κατά μήκος του δυτικού τοίχου.

Η υψομετρική διαφορά του οικοπέδου αξιοποιήθηκε για τη διάκριση δύο λειτουργιών: η κάτω αυλή εξυπηρετούσε την κίνηση των μελών της οικογένειας, του προσωπικού και των επισκεπτών και η πάνω χρησίμευε για την στάθμευση των αμαξών, τον προσωρινό σταβλισμό των αλόγων και των υποζυγίων, το κατέβασμα των προϊόντων αλλά και για εργασίες ανοιχτού χώρου, όπως το πλύσιμο των ρούχων, των σκευών κ.ά.

Στο ισόγειο, γύρω από την πλακόστρωτη κεντρική είσοδο, ανοίγονται τρία δωμάτια (οντάδες) και μία κουζίνα με βοηθητικό χώρο. Η είσοδος σε μία αρχική φάση του σπιτιού ήταν χαγιάτι ανοιχτό προς τα νότια. Η υπόθεση αυτή βασίζεται σε στοιχεία όπως η ύπαρξη κάγκελων στα εσωτερικά παράθυρα, η αμελής δόμηση και η διάταξη των ξύλινων στύλων του νότιου τοίχου κ.ά. Από την κουζίνα μία πόρτα οδηγεί δυτικά σε υπόγειο χώρο ενώ από την άλλη πλευρά υπάρχει πρόσβαση σε ισόγεια από τον δρόμο αποθήκη. Οι χώροι αυτοί ήταν απαραίτητοι για τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειας, για τη φύλαξη προϊόντων και εργαλείων. Τέσσερα μεγάλα πιθάρια, που κατασκευάστηκαν στην Αίνο της ανατολικής Θράκης, τοποθετήθηκαν στη θέση τους στο υπόγειο του σπιτιού λίγο πριν ή κατά το χτίσιμο.

Στο μεσοπάτωμα ανοίγονται δύο χαμηλοτάβανοι αποθηκευτικοί χώροι και μία τουαλέτα τούρκικου τύπου, καινοτομία για τα δεδομένα της εποχής. Ο ενδιάμεσος όροφος πρόσφερε δυνατότητα διαφυγής μέσω καταπακτής και της ισόγειας αποθήκης. Φτάνοντας στον πάνω όροφο αντικρίζει κανείς την έξοχη ευρύχωρη σάλα με τα πολλά παράθυρα και το μιντέρι. Γύρω διαρθρώνονται τρία δωμάτια, το ένα υαλόφρακτο. Μικροί μακρόστενοι χώροι χρησίμευαν ως ιματιοθήκη και εικονοστάσι της οικογένειας. Από τον όροφο δεν λείπει η κουζίνα με την πέτρινη υδρορροή και την εστία. Καθώς την εποχή εκείνη ήταν ελάχιστα τα έπιπλα, συναντάμε μεσάντρες (εντοιχισμένες ντουλάπες), εταζέρες, εσοχές, διακοσμητικούς ρόδακες και ρόμβους στις πόρτες και στα ξύλινα ταβάνια, ίχνη του κοσμοπολιτισμού του ιδιοκτήτη, του μερακιού και της καλαισθησίας των μαστόρων. Το αρχοντικό Παμουκτσόγλου πατώντας στο κατώφλι του 21ου αιώνα μετουσιώνει συνεχώς την προσφορά του στον τόπο, σαν να ξοφλά εκείνο το παλιό χρέος του κωνσταντινουπολίτη Παμουκτσόγλου στους Αβδηρίτες, με μικρές δόσεις πολιτισμού και δημιουργίας αφήνοντας παρακαταθήκη για το μέλλον.

Με πληροφορίες από την εφορία Αρχαιοτήτων Ξάνθης

Βιβλιογραφία:

Μαυρίδης Δ. Α., Σπίτια της Ξάνθης,

Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης & Περιθεωρίου ,

Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης Ξάνθη

Παπαδόπουλος Στρ. – Πεντότη Α., Μεταβυζαντινή Αινίτικη πιθοπλαστική στη Θάσο, (υπό έκδοση)

Σκαρλατίδου Ε. – Αναγνωστόπουλος Μ., «Η οικογένεια και το αρχοντικό Παμουκτσόγλου στα Άβδηρα», Θρακικά Χρονικά 1983, τ. 38, σ. 205-219

Σχετικά Άρθρα