Ένας εκ γενετής τυφλός αποκτά, με προσωπική επέμβαση του Χριστού, την όρασή του. Σ’ αυτό όμως το αντικειμενικά αναμφισβήτητο θαύμα δεν αντιδρούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Την στάση τους χρωματίζει η διάθεσή τους.
Παρά την θρησκευτική μόρφωση και την κοινωνική τους θέση, οι Φαρισαίοι δείχνουν μια φοβερή ανικανότητα να δουν και να παραδεχθούν την αλήθεια. Η εμπάθεια αχρηστεύει την κριτική τους δύναμη και οδηγεί σε μια σειρά εξωφρενικών συλλογισμών και επιχειρημάτων. Στην αρχή προσπαθούν να αρνηθούν το θαύμα. Επειδή όμως αυτό δεν είναι δυνατό, επιχειρούν να διαστρεβλώσουν τα πράγματα. Αμέσως «διαπιστώνουν»πράβαση. Μια κίνηση αγάπης του Χριστού, την χαρακτηρίζουν «εργασία», παράβαση του Νόμου.
Λίγο πριν από το θαύμα είχαν σηκώσει πέτρες να λιθοβολήσουν το Χριστό∙ και τώρα τον κατηγορούν ότι παραβίασε την αργία του Σαββάτου, γιατί, τάχα, έφτιαξε λίγο πηλό και θεράπευσε έναν τυφλό. Κατόπιν, καλούν τους γονείς του τυφλού, τους ρωτούν και τους ξαναρωτούν, ελπίζοντας να θηρεύσουν κάτι για να στηρίξουν την άρνησή τους.
Μπροστά σ’ αυτή την εχθρότητα των ισχυρών και την επιμονή τους να λένε το άσπρο μαύρο και τη μέρα νύχτα, οι γονείς του τυφλού δειλιάζουν.
Δεν έχουν διάθεση να μπλέξουν με τους άρχοντες. Βλέποντας ότι βρίσκονται σε περιβάλλον εχθρικό, προσπαθούν να ξεφύγουν. Και για να παρακάμψουν τη δυσκολία, αρνούνται να πάρουν θέση στο θέμα που έχει τεθεί σχετικά με την αντιμετώπιση του θαύματος. Κατόπιν καταφεύγουν σε μια υπεκφυγή για να μετατοπίσουν τη ευθύνη. «Ηλικία έχει, ρωτήστε τον».
Οι γονείς του πρώην τυφλού θέλουν την ησυχία τους. Ούτε καν αναλογίζονται ότι οι ίδιοι είχαν φέρει στον κόσμο ένα δυστυχισμένο παιδί, που μόλις τώρα, με την επέμβαση του Ιησού, πρωτογνώριζε την ομορφιά της ζωής. Και αφήνουν το παιδί τους μόνο του στη σύγκρουσή του με τους ισχυρούς της ημέρας.
Η στάση αυτή των γονέων δεν έπαψε έκτοτε να βρίσκει μιμητές.
Είναι αξιοπρόσεκτα τα σκαλοπάτια, τα οποία ανεβαίνει ο τυφλός άνθρωπος καθώς εξελίσσεται η σύγκρουσή του με τους φαρισαίους. Την πρώτη φορά είπε: «Άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς …». Αργότερα τονίζει την βεβαιότητά του «ότι προφήτης εστίν», αυτός που με θεράπευσε.
Τέλος, τον βρίσκει πάλι ο Χριστός, για να του κάνει το αποκαλυπτικό ερώτημα, «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού;». Και ο πρώην τυφλός τότε κατορθώνει να δει όχι μόνο το επίγειο, αλλά κάι το πνευματικό φως: «Πιστεύω, Κύριε∙ και προσεκύνησεν αυτώ».