Ημέρα μνήμης, τιμής και χρέους για τα 353 000 θύματα μιας απάνθρωπης θηριωδίας. Ημέρα μνήμης του συγκλονιστικού δράματος ενός λαού, ενός τόπου, της γης του Πόντου, που για 3000 περίπου χρόνια υπήρξε το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε και διατηρήθηκε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και η Ορθοδοξία.
Ημέρα πένθους και περισυλλογής για την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που η Βουλή των Ελλήνων με τον υπ’ αριθμ. 2193/8-3-1994 Νόμο την καθιέρωσε ως «ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου».
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την αποφράδα εκείνη μέρα της 19ης Μαΐου 1919, ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ πάτησε το πόδι του στην Σαμψούντα δήθεν για να ειρηνεύσει την περιοχή. Δυστυχώς αποτέλεσε ορόσημο συνέχειας μιας απάνθρωπης θηριωδίας με 353 000 νεκρούς τα κόκκαλα των οποίων, αλειτούργητα- άκλαυτα και άταφα, είναι διασκορπισμένους σε κάθε γωνία της πολύπαθης πατρίδας μας του Πόντου.
Συμβολική χρονιά αυτή του 2019 και μια ακόμα ευκαιρία, με το βλέμμα στην θλιβερή ημερομηνία της 19ης Μαΐου 1919, να στρέψουμε ευλαβικά το νου στα δεινά που επέφερε αυτή. Να ανασύρουμε μνήμες, να αναλογισθούμε την ιστορία και τον πολιτισμό τους, να τιμήσουμε την μνήμη των προγόνων και να υποσχεθούμε ότι όλοι μαζί θα δίνουμε τον αγώνα τον καλό για την διατήρηση της ιστορικής μνήμης και την Διεθνή Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Ανατολής, για την ανάπαυση των ψυχών τους.
Γιατί , όπως επεσήμανε ο Ταμέρ Τσιλιγκίρ, κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση μνήμης της 19ης Μαΐου 2018 στην Θεσσαλονίκη, «353.000 δεν είναι ένας αριθμός, είναι οι άνθρωποι που γενοκτονήθηκαν. Απευθύνω χαιρετισμό στους ήρωες απόγονους των Ελλήνων που έγραψαν ιστορίες της αντίστασης στα βουνά του Πόντου, στην Νεβιάν, στη Σάντα. Δεν ξεχνάμε αυτούς που έκαψαν τους ανθρώπους μας ζωντανούς, στις εκκλησίες, στα σχολειά, στα σπίτια. Δεν ξεχνάμε και αυτούς που έζησαν μέσα στις σπηλιές, χιλιάδες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Δεν ξεχνάμε αυτούς που βίασαν τις γυναίκες, τα μικρά κορίτσια, και τις πήρανε στα χαρέμια τους. Δεν ξεχάσαμε τους 353.000 άταφους νεκρούς Έλληνες του Πόντου. Δεν θα ξεχάσουμε και δεν ξεχνάμε τους 200.000 Έλληνες του Πόντου που εξορίστηκαν από την πατρίδα τους, στην οποία ζούσαν χιλιάδες χρόνια. Δεν ξεχάσαμε και τον Μουσταφά Κεμάλ που έδωσε την εντολή της Γενοκτονίας στις 19 Μαΐου, όταν αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Δεν ξεχάσαμε τις συμμορίες που εφάρμοσαν τη Γενοκτονία, του Τοπάλ Οσμάν τον Ιπσίζ Ρετζέπ. Την εθνική στρατιά και τον στρατηγό Νουρεντίν Πασά. Δεν ξεχάσαμε! Δεν ξεχάσαμε και τις τουρκικές κυβερνήσεις που αρνούνται εδώ και 100 χρόνια τη γενοκτονία και την ύπαρξη των Ποντίων.»
Οι αγριότητες που διέπραξαν οι Οθωμανοί Τούρκοι εναντίον των Ελλήνων στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας αλλά και όλων των Χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας είχαν βάση τις ιδεολογίες των Νεοτούρκων (κόμμα «Ένωση και Πρόοδος»), οι οποίοι ανέλαβαν την εξουσία το 1908, και των μετέπειτα νεοτουρκικών κυβερνήσεων .
Σε συνδιάσκεψη του κόμματος Ένωσης και Προόδου, ο Κεμάλ Μπέη, επονομαζόμενος και Καρά Κεμάλ, έλεγε : «Το οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τα ιδανικά του πρέπει να στηρίζεται σε μια πραγματική δύναμη. Παρότι το κόμμα της Ένωσης και Προόδου στηριζόταν σε ολόκληρο το οθωμανικό έθνος, ήταν σαφές ότι αυτό δεν ήταν ομοιογενές. Στην πλειοψηφία τους οι οικονομικές και οι εμπορικές επιχειρήσεις βρίσκονταν στα χέρια των μη Μουσουλμάνων – Τούρκων. Ένα κόμμα όπως αυτό της Ένωσης και Προόδου δεν θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτήν τη μειονότητα. Έπρεπε ένα μέρος της οικονομικής και της εμπορικής δύναμης να περάσει στα χέρια των Τούρκων». Και είναι περισσότερο από βέβαιο ότι το τουρκικό κράτος εγκαταστάθηκε πάνω στις περιουσίες και τις ψυχές των Χριστιανικών πληθυσμών.
Μετά την κατακραυγή για την βιαιότητα της Γενοκτονία των Αρμενίων εφευρίσκονται νέοι τρόποι εξόντωσης για να μην προκληθεί ο «πολιτισμένος» κόσμος. Φωτιές, λεηλασίες, σκοτωμοί, τα διαβόητα “Αμελέ Ταμπουρού”, τα τάγματα απάνθρωπής αναγκαστικής εργασίας για τους νέους και τους άνδρες. Ατέλειωτες πορείες «λευκού θανάτου» για τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα, στο κρύο και στην παγωνιά, σχεδόν γυμνοί, κάτω από βροχή αλλά και την τρομερή ζέστη του καλοκαιριάτικου ήλιου, χωρίς νερό και τροφή. Δικαστήρια παρωδίες στήνονται για να δικαστούν και να καταλήξουν στην κρεμάλα, με συνοπτικές διαδικασίες, η θρησκευτική, πολιτική και πνευματική ηγεσία της Αμισού, της Πάφρας, αλλά και άλλων περιοχών. Κακουχίες, σκοτωμοί, βιασμοί ήταν το αποκορύφωμα της θηριωδίας που κράτησε χρόνια.
Μαρτυρία των Παρασκευά και Αβραάμ Νερκίζογλου (πατέρας και γιος)
«Ανάμεσα στα παιδιά που έριξαν ζωντανά στο πηγάδι, ήταν και δυο δικά μου»
Οι Τούρκοι έμασαν τον κόσμο στη μέση του χωριού. Τους άντρες τους τουφέκισαν ενώ τους μεγαλύτερους σε ηλικία, άνδρες και γυναίκες, τους έκλεισαν στην εκκλησία, στα σπίτια και τους αχυρώνες και τους έκαψαν. Πελώριες φλόγες υψώθηκαν και έκαψαν τους χωριανούς μου. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και οι δικοί μου, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, η γυναίκα μου και οι συγγενείς μου. Ούτε ένα δάκρυ δεν μπόρεσα να βγάλω. Αισθάνθηκα τον εαυτό μου ανήμπορο να κάνω κάτι.
Έμασαν μετά τα παιδιά, ανάμεσά τους και δυο δικά μου, και τα έριξαν ζωντανά στα πηγάδια. Σαν γέμισαν τα πηγάδια, έριξαν πάνω πέτρες.
Τις κοπέλες και τις νεαρές γυναίκες αφού τις βίασαν, τις οδήγησαν στο ποτάμι. Ήταν ένας γκρεμός και το ποτάμι κάτω σχημάτιζε λίμνη. «Μας έβαλαν στη σειρά σαν αρνιά» μας διηγείται η Ευμορφία. «Μία-μία περνούσαμε μπροστά από έναν Τούρκο, γονατίζαμε, κι εκείνος χτυπούσε με το σπαθί του κάθετα το λαιμό. Ένας άλλος δίπλα του με μια κλοτσιά έσπρωχνε το κουφάρι στο ποτάμι, που έπεφτε με πάταγο στο νερό. Κλαίγαμε, σπαρταρούσαμε και πολλές λιποθυμούσαν. Οι Τούρκοι χαχάνιζαν. Δεν έδειξαν τον παραμικρό οίκτο. Κλείναμε τα μάτια μας και θρηνούσαμε. Οι άλλοι Τούρκοι είχαν στηθεί στο χείλος του γκρεμού και πυροβολούσαν όποια έβλεπαν ζωντανή να κολυμπάει. Όταν ήρθε η σειρά μου, τους παρακάλεσα, τους ικέτεψα! Δεν γονάτισα όπως οι άλλες. Πετάχτηκα όρθια και έκανα προσπάθεια να σωθώ. Αισθάνθηκα τότε κάτι στην κοιλιά μου, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν πόνεσα. Με κλότσησε ο διπλανός Τούρκος και βρέθηκα στο νερό.
Όταν συνήλθα από το πέσιμο, είδα τα έντερά μου έξω. Τα περιμάζεψα και ακολούθησα το ρεύμα του ποταμού κάνοντας την πεθαμένη. Έπεφταν δίπλα μου τα κορμιά των γυναικών. Οι Τούρκοι συνέχισαν να πυροβολούν. Πέφτανε γύρω μου οι σφαίρες. Δεν με πέτυχε καμία. Ευτυχώς κοντά στην ατυχία μου στάθηκα τυχερή. Πλησίασα στην όχθη και με το άλλο χέρι πιάστηκα από έναν θάμνο. Όταν έφυγαν οι Τούρκοι, βγήκα και πήρα το δρόμο για το χωριό Ταζλού. Εκεί με περιποιήθηκαν οι γυναίκες από το Χερίζ Νταγ. Πρόσεξαν το τραύμα μου και από την άλλη μέρα με τάιζαν με χλιαρό χυλό από αλεύρι». Η γυναίκα αυτή ήταν η γυναίκα του Σάββα Τσακουρίδη από το Χατζήμπεη. Με την Ανταλλαγή ήρθε στην Ελλάδα.
«Αισθάνομαι καταισχύνη γιατί ανήκω στο ανθρώπινο γένος» έγραφε ο τότε Πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σμύρνη κ. Χόρτον υποβάλλοντας την παραίτησή του.
Η εγκληματική αυτή μεθόδευση εξολόθρευσης των χριστιανικών πληθυσμών Αρμενίων, Ασσυρίων, των Ελλήνων του Πόντου, Μικράς Ασίας και Ανατολικής Θράκης έχει τα χαρακτηριστικά της Γενοκτονίας.
«Η εξόντωση των Χριστιανών της Τουρκίας ήταν μια οργανωμένη σφαγή, η οποία έγινε σε μεγάλη κλίμακα και διαπράχθηκε πολύ πριν από την αποβίβαση Ελληνικών στρατευμάτων στην Σμύρνη. Την είχαμε δεί να διενεργείται την εποχή του (σουλτάνου) Αβδούλ Χαμίτ, του «σφαγέα», την έχομε παρακολουθήσει καλύτερα οργανωμένη και πλέον ανεπτυγμένη από τους (νεότουρκους) Ταλάατ και Εμβέρ, τους πολιτικούς του «Συντάγματος» (το οποίο καθιέρωσαν οι νεότουρκοι επαναστάτες, οι οποίοι ανέτρεψαν τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ).
Θα την ξανασυναντήσουμε συντελούμενη μέχρι την φρικτή της ολοκλήρωση από τον Μουσταφά Κεμάλ». Γεώργιος Χόρτον, Κεφάλαιο ΙΧ, «Η Μάστιγα της Ασίας», 1926
Και είναι λυπηρό να υπάρχουν σήμερα αρνητές αυτών των φρικαλεοτήτων, της Γενοκτονίας που βίωσαν οι πρόγονοι μας. Ο ιστορικός Σαράντης Καργάκος στο άρθρο του με θέμα “Καταστροφή η Γενοκτονία” γράφει: «Δεν είμαι Μικρασιάτης …αλλά πρέπει να το πω, όσο κι αν ενοχλώ ή γίνομαι δυσάρεστος. Χωρίς τους Πόντιους σήμερα δεν θα μιλούσαμε για γενοκτονία…»
Ο Γκλεμπ Κουζνετσόφ, πολιτικός επιστήμων, επικεφαλής του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων του Επιστημονικού Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών (Ρωσία), σε πρόσφατο άρθρο του γράφει: « Η γενοκτονία των Αρμενίων και των άλλων εθνικών μειονοτήτων στη Τουρκία προηγήθηκε της πολιτικής του Χίτλερ, η οποία δανείστηκε πάρα πολλά στοιχεία από την τουρκική εμπειρία και ως προς την συστηματικότητα, και ως προς τις ιδεολογική αιτιολόγηση της ανάγκης για την «τελική λύση» και ως προς τις συγκεκριμένες πρακτικές που ακολούθησε…
Ο Κεμάλ αφού πήρε την εξουσία έλεγξε τα πορίσματα όλων των δικών εναντίον των δημίων, που έλαβαν χώρα στη Τουρκία έπειτα από την πτώση της κυβέρνησης της «Ένωσης και Προόδου», και διέταξε να καταστραφούν όλα τα υλικά αυτών των δικών και τα αποδεικτικά στοιχεία της Γενοκτονίας. Η σημερινή Τουρκία θεμελιωμένη στον κεμαλισμό, αν και κάπως αναθεωρημένο από τον Ερντογάν που τον έστρεψε από το νεωτεριστικό ύφος της δεκαετίας του 1920 προς τη «δύναμη και κυριαρχία» που είναι της μόδας στις αρχές του 21ού αιώνα, στηρίζεται πάντοτε επάνω στα αποτελέσματα της Γενοκτονίας. Η ευημερία των παλαιών ελίτ σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με την λεηλασία των εθνικών μειονοτήτων κατά την διάρκεια της «οικοδόμησης της Νέας Τουρκίας».
Ακριβώς αυτή η σαφής κατανόηση του ρόλου που έπαιξε η Γενοκτονία στην σύσταση της σύγχρονης, «μονοεθνικής, μονοθρησκευτικής Τουρκίας» είναι που την καθιστά τόσο επιθετική και αρνητική σε οποιαδήποτε συζήτηση για την καταδίκη της Γενοκτονίας. Η καταδίκη αυτή πρόκειται ουσιαστικά – και δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει- επίθεση στην ίδια την ουσία του κεμαλικού κράτους. Στο «λαμπρό αστέρι στο σκότος των ετών της δεκαετίας του 1920», κατά την έκφραση του Χίτλερ.
Ντροπή δεν είναι ότι οι Τούρκοι προσπαθούν να υπερασπιστούν αυτό που θεωρούν ως ταυτότητά τους, με αυθαίρετα επεξεργασμένα επιχειρήματα. Ντροπή είναι ότι πολλές χώρες, ακόμη και σήμερα, δεν αναγνωρίζουν την Γενοκτονία των Αρμενίων και των άλλων εθνικών μειονοτήτων στο έδαφος της σημερινής Τουρκίας. Ντροπή είναι ότι η πληροφόρηση γι’ αυτό το έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας, χωρίς το οποίο ήταν πολύ πιθανό να μην συνέβαιναν και πολλά άλλα εθνικιστικά εγκλήματα του 20ού αιώνα σε πολλές χώρες, δεν διαδίδεται τόσο ευρέως, όπως η πληροφόρηση για το Ολοκαύτωμα.»
Η Γενοκτονία των Χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας δεν είχε μόνο την φυσική εξόντωση αλλά και την πολιτιστική εξαφάνιση. Μια πολιτιστική Γενοκτονία που συνεχίζεται μέχρι και στις μέρες μας. Από μια χώρα που δεν έχει ιστορία αλλά ποινικό μητρώο, όπως έγραφε και ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής.
Εμείς, οι Έλληνες ποντιακής καταγωγής, περήφανοι για την καταγωγή μας, αντιλαμβανόμαστε το ιστορικό καθήκον που αναλάβαμε. Τον αγώνα της διεθνοποίησης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός έχει δικαίωμα να απαιτεί από την Διεθνή Κοινότητα και από την Τουρκία την αναγνώριση της Γενοκτονίας. Η ελληνική πολιτεία δυστυχώς μέχρι σήμερα είναι αδιάφορη έως και απούσα σ αυτήν την προσπάθεια.
Ο ανά τον κόσμο διάσπαρτος Ποντιακός Ελληνισμός αμάχητο τεκμήριο και ζωντανό κομμάτι του ελληνισμού αγωνίζεται με κάθε θεμιτό μέσο για την Διεθνή Αναγνώριση. Έχει πετύχει διεθνώς πολλές νίκες. Έχουμε όμως πολύ δρόμο ακόμα. Δρόμο ανηφορικό που απαιτεί ενότητα, δυναμικό αγώνα και θυσίες .
Το να μιλάμε εκατό χρόνια μετά για την Γενοκτονία δεν είναι απλά μια επιλογή. Το να μιλάμε για την Γενοκτονία είναι ευθύνη και μάλιστα πανανθρώπινη ευθύνη. Μαζί με εμάς θα βγει κερδισμένη και η ανθρωπότητα.
Χρέος μας να μείνουν ανεξίτηλα στην μνήμη μας τα ιστορικά γεγονότα και να τα μεταδίδουμε από γενιά σε γενιά, ως χρέος απέναντι τους Η υποχρέωση της μνήμης συνεπάγεται και την ολομέτωπη σύγκρουση με όλες τις εκφάνσεις της άρνησης.
Χρέος όλων μας είναι να μην παραδώσουμε στη λήθη του χρόνου τον αφανισμό του Ποντιακού Ελληνισμού. Γιατί η λήθη θα αποτελούσε καταισχύνη για μας, και θα αποτελούσε μια δεύτερη γενοκτονία για τους προγόνους μας, για την πατρίδα μας τον Πόντο. Για τον Πόντο που τραγουδάμε. Τον Πόντο που αγαπάμε.
«Τ, εμόν ο τόπον εν εκές
κι ας λέγ’νε ΄ηντιαν θέλ’νε
ατοίν ριζα μ’ που λεγ’ν ατό,
δακρυα ντο είν’ κι εξέρν’νε»
Την νοσταλγία για τις αλησμόνητες πατρίδες . Γι αυτές που ένας μεγάλος Πόντιος, ο Θεόφύλακτος Θεοφυλάκτου, είχε πεί: « Ώρες, ώρες, η ψυχή που δεν υπακούει στον φυσικό νόμο της ύλης πετά με ταχύτητα πυραύλου στα κάστρα του Πόντου.. Σιγομιλά με τον αετό των Κομνηνών.. Προσεύχεται στους τάφους εκείνων που πέθαναν ή σφαγιάστηκαν με τον καημό ανεκπλήρωτων Εθνικών πόθων..Κάθουμαι σε μυστικό ακρογιάλι και με ματιά νοσταλγική ρεμβάζω, ονειρεύομαι την θρυλική Αργώ της Επιστροφής στα ένδοξα αλλά και πολυστέναχτα εκείνα μέρη..”
Τα βουνά, οι δρόμοι, οι πόλεις και τα χωριά της Τουρκίας είναι κατάσπαρτα από ελληνικά κόκαλα τα οποία δημιούργησαν δικαιώματα και περιμένουν την ηθική δικαίωση τους.
Τα θύματα αυτής της τραγωδίας πρέπει να πάρουν την θέση που τους πρέπει στην Ιστορία.
Ρωμανίδης Ν. Θεόδωρος
Σύλλογος Ποντίων Ν. Ξάνθης