Την Παρασκευή, 17 Μαϊού 2019 και ώρα 19:00 στην Κεντρική Πλατεία, η υποδοχή της Ιερής Εικόνας Αγίου Γεωργίου “Περιστερεώτα”. Η Εικόνα θα φιλοξενηθεί στον Καθεδρικό Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας μέχρι και την Κυριακή το μεσημέρι της 19 Μαΐου 2019.
Άγιος Γεώργιος «Περιστερεώτα». Το ξακουστό Μοναστήρι στον Πόντο
Η Ιερά μονή Αγίου Γεωργίου Περιστερά ή Περιστερεώτα, ένα από τα σπουδαιότερα μοναστήρια του Πόντου, βρίσκεται σε απόσταση 28 χλμ. από την Τραπεζούντα και είναι χτισμένη στην κορυφή απότομου βράχου, στην πλαγιά του όρους Πυργί Γαλίαινας Ματσούκας, σε υψόμετρο 1.210 μέτρων.
Ιδρύθηκε το 752 μ.Χ. και είχε πλούσια βιβλιοθήκη, όπως εκείνη της Παναγίας Σουμελά. Για την ονομασία «Περιστερεώτας» υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία λέει ότι προέρχεται από τα πολλά περιστέρια που υπήρχαν στον βράχο της Μονής, έναν βράχο ζωσμένο από πυκνό δάσος με έλατα και άλλα φυτά. Η άλλη αναφέρει ότι τρία περιστέρια οδήγησαν ισάριθμους ασκητές μοναχούς, από τα δάση των Σουρμένων σε απόσταση 50 χλμ από την τοποθεσία της Μονής, κατά προσταγή του Αγίου Γεωργίου τον οποίο οραματίστηκαν και οι τρεις ταυτόχρονα,
Το 1203, ένα χρόνο πριν από την ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας η Μονή ερημώνεται από Περσικές επιδρομές. Μόλις το 1388 ανασυσταίνεται από το Θεοφάνη, προήγουμενο της Μονής Σουμελά, ο οποίος αφού ανακαίνισε τα κελιά και το ναό, κάλεσε μοναχούς και ιερομόναχους και ο ίδιος έγινε Ηγούμενος.
Με την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1461) η Μονή του Περιστερεώτα υπέστη νέες ζημιές από επιθέσεις και αρπαγές ληστών, για να την αποτεφρώσει τελείως πυρκαγιά το 1483, από απροσεξία του εκκλησιάρχου Ιωαννίκιου. Τότε χάθηκαν και καταστράφηκαν χρυσόβουλα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου και της Τραπεζούντας, τα σιγγίλια των οικουμενικών πατριαρχών καθώς και άλλα πολύτιμα κειμήλια, σκεύη και χειρόγραφα βιβλία. («Σιγγίλια», έγγραφα που περιείχαν αποφάσεις επί σπουδαίων διοικητικών ζητημάτων καθώς και σε λίαν προνομιακές τακτοποιήσεις ζητημάτων).
Το 1493 ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, γιος του Πορθητή, βοήθησε τη Μονή με νέο φιρμάνι που εξέδωσε και της χορήγησε πολλά προνόμια, όπως και στην Παναγία Σουμελά αλλά και στη Μονή Βαζελώνος. Ο Βαγιαζήτ Β΄ ήταν σύζυγος της Ελληνίδας Μαρίας, κόρης του εκ Τραπεζούντος ιερέα Χριστοφόρου, και εξ αυτού του λόγου έδωσε πολλά προνόμια στις μονές. Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Γεννάδιος για να ενισχύσει την Μονή, με «εκδοτήριο γράμμα» του το 1501 αύξησε την κτηματική περιουσία της με την προσθήκη της «τοποθεσίας της εξαρχίας Γαλίαινας.
Το 1701 η Μονή Περιστερεώτα με σιγγίλιο του πατριάρχη Καλλινίκου έγινε σταυροπηγιακή, όπως και οι άλλες δύο (Σουμελά και Βαζελώνος). Στη Μονή υπήρχαν χειρόγραφα του 10ου αιώνα, με εκπληκτική καλλιγραφία και καλαισθησία θρησκευτικών και εκκλησιαστικών θεμάτων, καθώς επίσης σουλτανικά φιρμάνια και πατριαρχικά σιγγίλια υπέρ της Μονής.
Κατά τον 19ο αιώνα η Μονή, στην οποία υπάγονταν 953 οικογένειες ή στέφανα, συντηρούσε σε κάθε χωριό ένα μικρό σχολείο στο οποίο φοιτούσαν αγόρια και κορίτσια μαζί, δίπλα στις εκκλησιές, με δάσκαλο που τον πλήρωνε η Μονή από τις εισφορές των κατοίκων (πέντε οκάδες καλαμπόκι ετησίως στη Μονή) και προσφορές σε άλλα είδη (στάρι ή ζωντανά) σε ένδειξη υποταγής
Στην ακμή του το μοναστήρι έφτασε να έχει 187 κελιά, και πλουσιότατη βιβλιοθήκη, με περίπου 7.000 τόμους, γραμμένους σε μεμβράνη, χαρτί και πάπυρο.
Χιλιάδες ήταν κατ’ έτος οι οικονομικές ενισχύσεις πτωχών και αναξιοπαθούντων, οι οποίοι προσέτρεχαν στην Μονή μη έχοντας άλλη ελπίδα για βοήθεια.
Το 1909 σύστησε την Κεντρική Σχολή Γαλίαινας, ένα πλήρες τετρατάξιο ημιγυμνάσιο στην τοποθεσία Γέφυρα, όπου φοιτούσαν οι απόφοιτοι των δημοτικών σχολείων των γύρω περιοχών. Σ’ ένα από τα δυο μετόχια του Μοναστηριού στην Τραπεζούντα στεγαζόταν στις αρχές του 19ου αιώνα το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, πριν στεγαστεί σε δικό του διδακτήριο (1845) από όπου μεταστεγάστηκε οριστικά στο μεγαλεπήβολο, ακόμα και σήμερα, κτήριο που εγκαινιάστηκε το 1902 και δεσπόζει στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Το μοναστήρι είχε πολλά κειμήλια αμύθητης αξίας, εκ των οποίων τα περισσότερα χάθηκαν στην Ανταλλαγή. Το 1903 η Μονή είχε 15 μοναχούς. Τα παλαιότερα κτίσματα του Μοναστηριού κάηκαν τον Ιανουάριο του 1904 από πυρκαγιά. Ξαναχτίστηκαν έπειτα από τον Ηγουμενεύοντα αρχιμανδρίτη Γρηγόριο, με βοηθούς τους μοναχούς Ιλαρίωνα και Θεοδόσιο. Τα τελευταία χρόνια λειτουργίας της ήταν κατά την περίοδο της Ρωσικής κατοχής της Τραπεζούντας (1916-1918) οπότε και βρισκόταν από την πλευρά που κατείχαν οι Ρώσοι και έτσι γλίτωσε τις βιαιότητες και την εκκένωση που υπέστησαν οι Μονές Σουμελά Και Βαζελώνα.
Το 1922 όμως ερημώθηκε. Μέχρι τότε, η Μονή Περιστερεώτα όπως και η Σουμελά και η Βαζελώνος υπήρξαν κατά τις περιόδους των διωγμών καταφύγια για τους χριστιανούς , ακόμη δε και εστίες των γραμμάτων αφού από αυτές βγήκαν προσωπικότητες του Γένους, πολλοί λόγιοι και ευπαίδευτοι ιερείς, ακόμα και Πατριάρχες.
Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα λειτούργησε για 11 και πλέον αιώνες, διαδραματίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και διατήρηση της Ελληνοχριστιανικής συνείδησης. Ερημώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1923 και οι εναπομείναντες μοναχοί, ακολουθώντας τη μοίρα του υπολοίπου Ελληνισμού, πέρασαν στην Ελλάδα.
Η εικόνα που θα τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα είναι του 1631 και είναι αυτή που βρισκόταν στο καθολικό του ναού στον Πόντο. Υπάρχει και μια δεύτερη του 9ου αιώνα, μαρμάρινη, η οποία βρισκόταν στην είσοδο της μονής στον Πόντο και τώρα είναι εντοιχισμένη στη νέα της μονή, στο Ροδοχώρι Νάουσας.
Σύλλογος Ποντίων Ν. Ξάνθης
Ρωμανίδης Νεοφ. Θεόδωρος
Άγιος Γεώργιος «Περιστερεώτα» στην Νάουσα.
Χαράλαμπος Κιαγχίδης, ο ακούραστος εργάτης της ποντιακής ιδέας
Στις 23 Απριλίου του 1965, ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου, συντάχθηκε στη Θεσσαλονίκη το Πρακτικό ίδρυσης του σωματείου. Ο άνθρωπος που πρώτος οραματίσθηκε την ίδρυση του σωματείου και την ανιστόρηση της Μονής ήταν ο δικηγόρος Χαράλαμπος Κιαγχίδης και στις 23 Απριλίου 1968 έγινε η θεμελίωση της Μονής στο Ροδοχώρι της Νάουσας.
Ο άοκνος εργάτης της ποντιακής ιδέας είχε ήδη από το 1950 μεριμνήσει για τη διάσωση των σπουδαίων κειμηλίων της ιστορικής αντρικής μονής: Το σημαντικότερο από αυτά:
α) η μαρμάρινη εικόνα του Αγίου Γεωργίου από την εξώθυρα της παλαιάς μονής με χρυσό στεφάνι και χρυσοποίκιλτα εξαρτήματα του αλόγου, την οποία διαφύλαξε ο Τραπεζούντιος Τζεμάλ Εγιούπογλου και την παρέδωσε στον Νικ. Καστανίδη, ο οποίος με τη σειρά του τη μετέφερε στην Ελλάδα το 1954,
β) δύο σταυροί μεγάλης αρχαιολογικής αξίας και τα λείψανα 5 αγίων φυλαγμένα από τον Ιλαρίωνα Περιστερεώτη (1960),
γ) μία εικόνα ιστορικής αξίας φερμένη κι αυτή από τον αρχιμανδρίτη Ιλαρίωνα Περιστερεώτη, την οποία φύλασσε στην οικία του ο Κιαγχίδης από το 1961.
Οι προσπάθειες του τότε προέδρου εντάθηκαν ακόμη περισσότερο μετά τη θεμελίωση του ναού: με ενέργειές του ήρθαν στην Ελλάδα: α) κολυμβήθρα που επίσης διασώθηκε από τον ίδιο Τραπεζούντιο Εγιούπογλου και παραδόθηκε στον Κωνσταντίνο Κηρυτόπουλο το 1969, και β) δύο περιστύλια από το ιερό της Μονής το 1969».
Ο Χαράλαμπος Κιαγχίδης γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου του 1912 στην Τραπεζούντα. Ορφάνεψε πολύ νωρίς αφού το Σεπτέμβριο του 1922 ο πατέρας του Παναγιώτης δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια του Αγώνα για την ανεξαρτησία του Πόντου.
Με τον ξεριζωμό και τον ερχομό στην Ελλάδα και πολύ νωρίς, μόλις σε ηλικία 18 χρονών τέθηκε επικεφαλής των 50 περίπου οικογενειών του χωριού Πρασινάδας Δράμας, στο οποίο ίδρυσε μαζί με άλλους το πρώτο διδακτήριο στο οποίο αργότερα παρεχώρησε δωρεάν το το σπίτι του και μέρος του αγροκτήματός του. Την ίδια περίοδο, ο ίδιος μέλος της εκκλησιαστικής επιτροπής, μετατρέπουν το τζαμί του χωριού σε εκκλησία.
Το 1941, λόγω των συνεπειών του πολέμου, φεύγει από την Πρασινάδα Δράμας και εγκαθίσταται στη Βέροια μέχρι τον Απρίλιο του 1944. Εκεί ορίζεται μέλος επιτροπής απογραφής των προσφύγων από Ανατ. Μακεδονία και Θράκη του Δήμου Βέροιας και ως πρόεδρος εξασφάλισε σε 28.000 άτομα στέγη, τροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου (1946-1949) περιόδευε στις ακριτικές περιοχές της Δράμας και ενίσχυε τους ακριτικούς πληθυσμούς με είδη διατροφής, ρουχισμού και ζωοτροφών.
Το 1953 αποσπά από τη Βασίλισσα Φρειδερίκη ποσό 45.000 δραχμών για την ανέγερση του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου στο χωριό του, Πρασινάδα Δράμας και με έρανο στη Θεσσαλονίκη συγκεντρώνει το απαιτούμενο ποσό για την αποπεράτωση του ναού που έφτασε τις 300.000 δραχμές.
Από τη δεκαετία του ’60 ξεκινάει και η δράση του στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης. Χρημάτισε συνολικά 16 χρόνια (1961-1976) πρόεδρός της. Η παρουσία του στην προεδρία συνδέθηκε με χρυσές εποχές δημιουργίας και απόκτησης σημαντικών περιουσιακών στοιχείων όπως η αγορά του ιδιόκτητου εντευκτηρίου της Λέσχης στη Λεωφόρο Νίκης, τα εγκαίνια του οποίου έγιναν το καλοκαίρι του 1965. Έλεγε ο Κιαγχίδης για το Εντευκτήριο: «…κτίσθηκε με μεγάλους κόπους και θυσίες. Κατόρθωσα να αποσπάσω μερικά χρηματικά ποσά από διαφόρους συμπατριώτας μέλη και μη της Λέσχης, συμποσούμενα εις δραχμάς 700.000 (συνολικά στοίχισε 2.000.000 δρχ) περίπου, διότι κατόρθωσα να τους πείσω ότι πρέπει ν’ αποκτήσουν οι Πόντιοι ένα ευπρεπές κτίριον αντάξιον του ονόματος των…».
Το άλλο μεγάλο επίτευγμα του Κιαγχίδη, για το οποίο ανάλωσε πάνω από δέκα χρόνια είναι το κόσμημα των ποντίων που στέγασε τα όνειρα και τις ελπίδες εκατοντάδων άπορων φοιτητών κυρίως της επαρχίας. Ο οίκος Ακρίτα Φοιτήτου αποτέλεσε για την σπουδάζουσα νεολαία της εποχής το λιμάνι και το στήριγμα. Ο Κιαγχίδης έγινε ο «πατέρας» των απόρων φοιτητών σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για τον ελληνισμό. Το 1961 φιλοξενούσε 28 φοιτητές, το επόμενο έτος έφτασαν τους 65, ενώ μετά από 5 χρόνια, το 1966, φιλοξενούσε 153 φοιτητές.
Παράλληλα με την παραπάνω δράση του στην Εύξεινο Λέσχη ο Κιαγχίδης ως ιδρυτής και πρόεδρος του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα ανιστόρησε την ομώνυμη Μονή στο Ροδοχώρι της Νάουσας. Υπήρξε επίσης εμπνευστής και ευεργέτης της ανιστόρησης της Μονής του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνα στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης.
Ο Κιαγχίδης μεσολάβησε σε πλείστες υποθέσεις ποντίων προσφύγων ενώ διαδραμάτισε ευεργετικό ρόλο σε υποθέσεις ποντιακών οικογενειών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Υπήρξε τρεις φορές υποψήφιος βουλευτής με το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη. Ήταν δεινός ρήτορας κια έγραψε ένα τρίπρακτο θεατρικό έργο με τίτλο «Το Κάστρο» ενώ το σπουδαιότερο πόνημά του αποτελεί η μελέτη του για την Ιστορία της Μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα την οποία εξέδωσε το 1981.
Αν θέλαμε με δυο λόγια να μιλήσουμε για τον άνθρωπο Χαράλαμπο Κιαγχίδη θα λέγαμε πως όλη του η ζωή υπήρξε μια κατάφαση του εθελοντισμού και της αυθυπέρβασης. Ανάλωσε σχεδόν όλη του τη ζωή για την Ποντιακή Ιδέα με ακαταδάμαστη ορμή και αξιόλογα επιτεύγματα.
Συνήθως δεν έχουμε την μεγαλοψυχία να δούμε και να επικροτήσουμε την προσφορά του συνανθρώπου μας όσο εκείνος βρίσκεται εν ζωή. Ο Χαραλ. Κιαγχίδης γνώρισε κάποιες τιμές όσο ζούσε. Ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος και μέγας ευεργέτης της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα. Βραβεύτηκε το 1974 για την προσφορά του στον Ελληνισμό και στην Ορθοδοξία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σε μια συγκινητική εκδήλωση (31.3.2002) που οργάνωσε η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης και ο Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτα για να τιμήσουν τη μνήμη του, μίλησαν για τη δράση του παλιοί ευεργετηθέντες και οικότροφοι του Οίκου Ακρίτα Φοιτητού. Μεταξύ αυτών και ο Θεόφιλος Παρτσαλίδης, αντινομάρχης Ξάνθης, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων: «… να δώσουμε τη σωστή διάσταση και την πλήρη εικόνα του ανθρώπου εκείνου που ανάλωσε στην κυριολεξία τη ζωή του για να μπορέσει τόσο αυτός που σας ομιλεί όσο και οι άλλοι συμφοιτητές του να διεκδικήσουν πανεπιστημιακή μόρφωση και να κατακτήσουν τη ζωή μέχρις εκεί που έφτασαν…. Θα μπορούσα να πω πάρα πολλά εγκωμιαστικά λόγια για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του αείμνηστου Χαράλαμπου Κιαγχίδη, για το τι μας πρόσφερε και τι του οφείλουμε εμείς οι 20χρονοι τότε φοιτητές… μας γνώριζε όλους με τα μικρά μας ονόματα, ήξερε την καταγωγή όλων μας, μας επισκεπτόταν τακτικά για να δει από κοντά πως τα περνάμε, αν έχουμε κάποια ιδιαίτερα προβλήματα, αν το φαγητό μας είναι αρκετό και αν πρέπει να το βελτιώσουμε. Περνούσε πολλές φορές αργά τη νύχτα και η χαρά του ήταν πολύ μεγάλη όταν έβλεπε ότι όλοι ήμασταν στο αναγνωστήριο και μελετούσαμε μέχρις αργά τα μεσάνυχτα. Μας προέτρεπε να μην ξεχνούμε να γράφουμε γράμμα στους γονείς μας για να έχουν νέα μας… Βοήθησε να σπουδάσει ένας πολύ μεγάλος αριθμός νέων οι οποίοι δεν είχαν τις οικονομικές δυνάμεις μεταξύ των οποίων και αρκετοί μη πόντιοι και αυτό επετεύχθη χάρη στις πολλές και μεγάλες δωρεές που του έδιναν εκείνοι που τον τιμούσαν και τον σέβονταν… Μας προέτρεπε να αισθανόμαστε περήφανοι για την καταγωγή μας…».
Σύλλογος Ποντίων Ν. Ξάνθης
Ρωμανίδης Νεοφ. Θεόδωρος