Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (και από εδώ και πέρα χάριν απλούστευσης απλώς «διαβήτης») έχει λάβει χαρακτήρα παγκόσμιας πανδημίας. Η πανδημία αυτή, ενώ ξεκίνησε από τις χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, σταδιακά εξαπλώθηκε στην Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Μάλιστα, η ταχύτητα με την οποία προστίθενται νέα περιστατικά διαβήτη στην Ινδία είναι πολλαπλάσια από τις ΗΠΑ: Είναι χαρακτηριστικό να αναφερθεί ότι το 2030 περιμένουμε αύξηση των περιστατικών διαβήτη από 30 σε 80 εκατομμύρια στην Ινδία, ενώ στην Αμερική, το αντίστοιχο διάστημα, η αναμενόμενη αύξηση είναι σαφώς μικρότερη (από 18 σε 30 εκατομμύρια). Όπως και να έχει, επειδή οι απόλυτοι αριθμοί των ασθενών με διαβήτη ολοένα και αυξάνουν παγκοσμίως σε τρομακτικά επίπεδα, το όλο θέμα αποκτά μείζων προτεραιότητα από άποψη δημόσιας υγείας.
Τα μέχρι τώρα διαθέσιμα παγκόσμια στοιχεία δείχνουν ότι από τους 100 διαβητικούς, λιγότερο από τα δύο τρίτα (63%) θα φτάσουν να ελεγχθούν και λιγότεροι από τους μισούς (46%) θα τύχουν διάγνωσης. Μόνο το ένα τρίτο περίπου των ασθενών (38%) θα λάβει θεραπεία και, ως αποτέλεσμα, λιγότεροι από το ένα τέταρτο (23%) θα καταφέρουν να ρυθμιστούν. Αυτά και μόνο τα δεδομένα δείχνουν ότι τουλάχιστον οι μισοί ασθενείς θα μπορούσαν να βοηθηθούν και από προγράμματα παρέμβασης σε επίπεδο πληθυσμού.
Στην εμφάνιση διαβήτη παίζουν ρόλο παράγοντες που κληρονομούνται και άλλοι που αφορούν το περιβάλλον. Στους τελευταίους περιλαμβάνονται η ηλικία, το φύλο, η φυλή, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, το σωματικό και ψυχικό στρες, η αρρύθμιστη αρτηριακή υπέρταση, το αυξημένο σωματικό βάρος, η ανθυγιεινή δίαιτα, η έλλειψη φυσικής άσκησης, το κάπνισμα, το αλκοόλ, το ενδομήτριο περιβάλλον και η κακή θρέψη της μητέρας στη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής. Κάποιοι από τους παράγοντες αυτούς είναι μη τροποποιήσιμοι, αλλά οι περισσότεροι επιδέχονται παρέμβασης.
Έχει εκτιμηθεί ότι το 80% των νέων περιστατικών διαβήτη οφείλεται στην παχυσαρκία. Δυστυχώς, τα νέα είναι τραγικά σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά την παιδική και εφηβική παχυσαρκία, η οποία έχει αυξηθεί 10 (!) φορές τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Ειδικότερα, η κατανάλωση τροφών με υψηλό γλυκαιμικό φορτίο (π.χ. αναψυκτικά με ζάχαρη) όπως και πλούσιων σε trans-λιπαρά (π.χ. μαργαρίνη) ενισχύει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη (κατά μέγιστο 40%). Το αντίθετο συμβαίνει με την κατανάλωση τροφών υψηλής περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες δημητριακών ή υψηλού λόγου πολυακόρεστων προς κορεσμένα λιπαρά, οι οποίες ελαττώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη (κατά μέγιστο 40% και 20% αντίστοιχα).
Ο αμέσως σημαντικότερος παράγοντας προδιάθεσης για διαβήτη, μετά την ανθυγιεινή διατροφή, είναι η έλλειψη άσκησης (καθιστική ζωή). Μία ώρα γρήγορο βάδισμα καθημερινά ελαττώνει κατά 34% τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, τη στιγμή που δίωρη και μόνο καθημερινή τηλεθέαση τον αυξάνει κατά 14% (στην πατρίδα μας η μέση τηλεθέαση για το 2018 ήταν 250 λεπτά, δηλαδή πάνω από 4 ώρες – πηγή: https://www.statista.com/statistics/621104/average-daily-television-consumption-in-greece/). Μία μελέτη στην Κίνα έδειξε ότι μεταξύ 1989 και 1997 το 14% των Κινέζων απέκτησε αυτοκίνητο – σε σύγκριση με τους υπόλοιπους έγιναν κατά 1,8kgβαρύτεροι και, το εντυπωσιακότερο, διπλασίασαν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
Για να καταστεί εμφανές πόσο σημαντική είναι η παρέμβαση στους δύο πιο πάνω παράγοντες, αξίζει να αναφερθεί ότι η συνδυασμένη ανάσχεση της ανθυγιεινής δίαιτας και της καθιστικής ζωής οδηγεί σε διπλάσια ελάττωση εξέλιξης προδιαβητικών καταστάσεων (διαταραχή γλυκόζης νηστείας) σε νέα περιστατικά διαβήτη σε σχέση με την προσπάθεια ελέγχου των τιμών γλυκόζης αποκλειστικά με φαρμακευτικά μέσα. Οι παρεμβάσεις αυτού του είδους μάλιστα διατηρούν τα ευεργετικά τους αποτελέσματα πολύ καιρό μετά την ενδεχόμενη διακοπή τους – μία μελέτη που περιλάμβανε 6ετή ανάλογη παρέμβαση με ακόλουθη 14ετή περίοδο παρακολούθησης, τεκμηρίωσε 50% ελάττωση των νέων περιστατικών διαβήτη ακόμη και μετά από 20 έτη.
Όσον αφορά το κάπνισμα, υπάρχουν και εκεί εντυπωσιακά στοιχεία: κάθε βαρύς καπνιστής του επιπέδου των 2 πακέτων την ημέρα εμφανίζει κατά μέσο όρο 45% αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσει διαβήτη απλά και μόνο επειδή καπνίζει. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνει με την αύξηση της χρήσης καπνού και δεν είναι αμελητέος ακόμη και σε καπνιστές της τάξης των 10 τσιγάρων/ημερησίως (αύξηση κινδύνου εμφάνισης διαβήτη περίπου 20%). Αύξηση του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη παρατηρείται και σε πρώην καπνιστές (κατά μέσο όρο 19%) και πρέπει να περάσει τουλάχιστον μία δεκαετία μέχρι να εξαληφθεί αυτή η ανισορροπία κινδύνου.
Μία μικρή έως μέτρια κατανάλωση αλκοόλ συνδέεται με μικρή ελάττωση του κινδύνου για εμφάνιση διαβήτη (με κορύφωση του φαινομένου σε επίπεδα κατανάλωσης 1-2 ποτών ημερησίως και εξάλειψη αυτού μετά τα 3 ποτά στους άνδρες και τα 5 ποτά στις γυναίκες). Ωστόσο η κατανάλωση αλκοόλ δεν έχει αποδειχθεί ασφαλής για την υγεία ούτε στις ελάχιστες ποσότητες, καθώς συνδέεται με άλλα, σοβαρά νοσήματα όπως λοιμώξεις και βίαιους θανάτους, ενώ έχει αποδειχθεί ότι κατανάλωση άνω των 0,8 ποτών ημερησίως είναι σίγουρα επιβλαβής για τη συνολική υγεία. Για να μην παρεξηγηθούμε λοιπόν:Δεν πίνουμε για να προλάβουμε το διαβήτη, υπάρχουν αποτελεσματικότεροι και ασφαλέστεροι τρόποι.
Σημαντική είναι και η επίδραση του ενδομήτριου περιβάλλοντος στην εμφάνιση διαβήτη στην ενήλικο ζωή του κυοφορούμενου εμβρύου. Μητέρες που διήλθαν περίοδο λιμού γέννησαν βρέφη που εμφάνισαν διαβήτη σε μεγαλύτερο ποσοστό. Αυτό το φαινόμενο οφείλεται σε μεταβολές που καλούνται επιγενετικές και αφορούν τη λειτουργία των γονιδίων. Παρόλο που στην περίπτωση αυτή δεν εμπλέκεται δομική μεταβολή του DNA, οι εν λόγω μεταβολές μεταβιβάζονται και αυτές στις επόμενες γενιές.
Η συνολική επίδραση των γενετικής βάσης αλλαγών έχει βρεθεί ότι επιδρά σε σημαντικό ποσοστό στην προδιάθεση για εμφάνιση διαβήτη σε επόμενες γενιές. Παιδιά με ένα γονέα διαβητικό έχουν περίπου 40% αυξημένες πιθανότητες να εμφανίζουν διαβήτη, ενώ παιδιά με δύο γονείς διαβητικούς έως 70%. Το εντυπωσιακό είναι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της κληρονομούμενης προδιάθεσης αφορά αυτό που αναφέραμε πιο πάνω, τις επιγενετικές μεταβολές, ενώ πολύ περιορισμένη είναι η άμεση επίδραση της κληρονομικότητας συγκεκριμένων γενετικών παραλλαγών του DNAπου συνδέονται με εμφάνιση διαβήτη (μεταλλάξεων).
Ανακεφαλαιώνοντας τα πιο πάνω και ανάγοντας τα συμπεράσματα σε επίπεδο κοινότητας, μπορούμε να υποστηρίξουμε δύο απλά μέτρα:
- Καθολική πρόσβαση σε υπηρεσίες πρόληψης στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με σκοπό την ενημέρωση και τον έλεγχο για διαβήτη σε επίπεδο κοινότητας έτσι ώστε να μην καθυστερεί η διάγνωση του διαβήτη(εδώ είναι προφανής ο ρόλος του εξειδικευμένου μη ιατρικού προσωπικού και όχι μόνο των ιατρών) και κυρίως,
- Προγράμματα πρόληψης διαβήτη με εστίαση στην υγιεινοδιαιτητική αγωγή και άσκηση σε επίπεδο κοινότητας (εδώ είναι προφανής ο ρόλος των διαιτολόγων/διατροφολόγων και των γυμναστών).
Δρ. Παπαδόπουλος Βασίλειος
Ιατρός Παθολόγος, Μοριακός Βιολόγος-Γενετιστής
Επιστημονικός Διευθυντής «ΕΝΑΡΓΕΙΑ» Ιατρική Μ.Ε.Π.Ε.
Καλδαρίδου Κυριακή
Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, MscΑθλητικής Διατροφής
Επιστημονικός Υπεύθυνος Διαιτολογικού/Διατροφολογικού Γραφείου «ΕΝΑΡΓΕΙΑ» Ιατρική Μ.Ε.Π.Ε.