Σήμερα, το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, τελείται η «Ακολουθία των Παθών», κατά την οποία θυμόμαστε και βιώνουμε τα Σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού μας.Δηλαδή: Τους εμπτυσμούς, τα μαστιγώματα, τους εμπαιγμούς, τους εξευτελισμούς, τα χτυπήματα, το ακάνθινο στεφάνι και κυρίως τη Σταύρωση και τον θάνατο του Κυρίου.
Ας δούμε, όμως, την ακριβή πορεία των γεγονότων, όπως την καταγράφουν τα Ευαγγέλια.
Μετά το Μυστικό Δείπνο, ο Χριστός και οι μαθητές, έρχονται στο όρος των Ελαιών, σε αγρόκτημα που λεγόταν Γεθσημανή, πέρα απ’ τον ξεροπόταμο των Κέδρων (ο Χριστός συνήθιζε να προσεύχεται τις νύχτες εκεί και ο Ιούδας το γνώριζε). Στον κήπο της Γεθσημανή ο Κύριος προσεύχεται στον Πατέρα για τον εαυτό Του αλλά και για τους μαθητές και για όσους πιστεύουν σε Αυτόν, να τους προφυλάξει ο Θεός Πατέρας και να είναι ενωμένοι με αγάπη.
Μετά την προσευχή, βρίσκει τους μαθητές να κοιμούνται και τους παραγγέλλει να αγρυπνούν και να προσεύχονται για να μην πέσουν σε πειρασμό. Στο μεταξύ φθάνει και ο Ιούδας συνοδευόμενος από μεγάλο πλήθος, που το αποτελούσαν ο λόχος των Ρωμαίων στρατιωτών και οι υπηρέτες των Αρχιερέων και των Φαρισαίων, κρατώντας φανάρια και λαμπάδες, οπλισμένοι με μαχαίρια και ξύλα. Ο Ιούδας πλησιάζει τον Κύριο και Τον φιλά με ψεύτικη αγάπη. Το φίλημα ήταν το σύνθημα, που είχε προσυνεννοηθεί, προκειμένου να αναγνωρίσουν τον Χριστό για να Τον συλλάβουν. Ο ένθερμος Πέτρος χτυπά με μαχαίρι το δούλο του αρχιερέα, που λεγόταν Μάλχος, και του αποκόπτει το δεξιό αυτί. Ο Χριστός αντιτείνει στον Πέτρο και θεραπεύει τον Μάλχο.
Οι μαθητές εγκαταλείπουν τον Κύριο και ο λόχος των Ρωμαίων, ο χιλίαρχος και οι υπηρέτες των Ιουδαίων Τον συλλαμβάνουν, Τον δένουν και Τον προσάγουν στον Άννα (ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή στον αρχιερέα, γιατί υπήρξε και αυτός αρχιερέας στο παρελθόν, αλλά και ήταν πεθερός του Καϊάφα, ο οποίος ήταν ο αρχιερέας εκείνης της χρονιάς). Από μακριά ακολουθούν ο Ιωάννης και ο Πέτρος. Ο Ιωάννης κατορθώνει να μπει στην αυλή του αρχιερέα ενώ η υπηρέτρια του σπιτιού ρωτά τον Πέτρο μήπως είναι μαθητής του Χριστού και εκείνος απαντά αρνητικά. Στην αυλή ο αρχιερέας ανακρίνει τον Χριστό και οι υπηρέτες Τον χτυπούν. Αφού τελειώνει την ανάκριση, ο Άννας στέλνει δεμένο το Χριστό στον αρχιερέα Καϊάφα, το γαμπρό του (έμεναν στο ίδιο σπίτι). Ο Πέτρος πλησιάζει τη φωτιά, όπου κάθονται οι Ιουδαίοι, λόγω του κρύου, και εκεί για δεύτερη φορά αρνείται ότι είναι μαθητής του Κυρίου.
Οι αρχιερείς και όλο το εβραϊκό συνέδριο ζητούν ψεύτικη μαρτυρία για να θανατώσουν το Χριστό και, παρόλο που παρουσιάσθηκαν πολλοί ψευτομάρτυρες, δεν κατάφεραν να βρουν αίτιο για να Τον καταδικάσουν. Ο Ιησούς σιωπά και ο Καϊάφας Τον ορκίζει να πει αν είναι ο Υιός του Θεού και, όταν ο Χριστός ανταποκρίνεται θετικά, εκείνοι βγάζουν καταδικαστική απόφαση εναντίον Του, με την αιτία της βλασφημίας. Αρχίζουν τότε να Τον χτυπούν, να Τον βλασφημούν, να Τον φτύνουν και να Τον κοροϊδεύουν.
Για τρίτη φορά ο Πέτρος καταριέται τον εαυτό του και ορκίζεται λέγοντας ότι δεν γνωρίζει τον Ιησού και, ενώ ακόμα μιλά, λαλεί ο πετεινός και ο Πέτρος θυμάται τον λόγο του Κυρίου: «πριν λαλήσει ο πετεινός θα με αρνηθείς τρεις φορές». Βγαίνει τότε έξω και κλαίει πικρά.
Κατά το ξημέρωμα, αφού έκαναν συμβούλιο οι αρχιερείς και οι γραμματείς με τους προεστούς και όλο το συνέδριο, έφεραν το Χριστό δεμένο στον ηγεμόνα Πόντιο Πιλάτο. Ο Ιούδας, απελπισμένος για την προδοσία του, επιστρέφει τα 30 αργύρια στους αρχιερείς και αυτοκτονεί.
Στο μεταξύ οι Ιουδαίοι, προς τον Πιλάτο, προσάπτουν αβάσιμες κατηγορίες εναντίον του Χριστού. Ο Πιλάτος, καταλαβαίνοντας το αβάσιμο της κατηγορίας, προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες στον Ηρώδη (πρόκειται για τον Ηρώδη Αντίπα, γιο του Ηρώδη που έσφαξε τα νήπια. Ο Ηρώδης Αντίπας σκότωσε τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο) που βρισκόταν αυτές τις μέρες (λόγω του εβραϊκού Πάσχα) στα Ιεροσόλυμα. Ο Ηρώδης, αφού μαζί με τους στρατιώτες του εξευτελίζουν τον Χριστό, Τον αποστέλλει πίσω στον Πιλάτο. (Μάλιστα, ο Πιλάτος και ο Ηρώδης, που ήταν σε έχθρα, συμφιλιώθηκαν εμπαίζοντας το Χριστό).
Τότε ο Πιλάτος, αφού προσκαλεί τους αρχιερείς, τους άρχοντες και το λαό των Ιουδαίων, προτείνει απλώς να μαστιγώσει τον Χριστό και να Τον ελευθερώσει, αφού δεν βρίσκει ενοχή σε Αυτόν, οι Ιουδαίοι όμως επιμένουν να Τον σταυρώσει.
Σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια, ο Πιλάτος έπρεπε να ελευθερώσει ένα φυλακισμένο κατά τη γιορτή του εβραϊκού Πάσχα. Εκείνη την περίοδο ήταν φυλακισμένος ένας φονιάς, ονόματι Βαραββάς. Το πλήθος απαιτεί να ελευθερωθεί ο Βαραββάς και να σταυρωθεί ο Χριστός. Ο Πιλάτος Τον παρουσιάζει στους Εβραίους, σε τόπο λεγόμενο Λιθόστρωτο (στα εβραϊκά Γαββαθά), ματωμένο απ’ τους ραβδισμούς τα χτυπήματα και τις μαστιγώσεις, με ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι Του και τους λέει: «ίδε ο άνθρωπος». Αλλά αυτοί κραυγάζουν «σταύρωσέ Τον». Τότε πλένει τα χέρια του μπροστά στο πλήθος λέγοντας: «είμαι αθώος από το αίμα αυτού του δίκαιου, εσείς να έχετε την ευθύνη» και όλος ο λαός του είπε: «η ευθύνη για το αίμα Του, ας έρθει πάνω μας και στα παιδιά μας». Τότε ελευθέρωσε τον Βαραββά και διατάσσει να φραγγελώσουν το Χριστό και να Τον σταυρώσουν.
Οι Ρωμαίοι στρατιώτες, αφού φραγγελώνουν τον Χριστό, Τον εμπτύουν, Τον χτυπούν και Τον κοροϊδεύουν, Τον φορτώνουν τον σταυρό και τον οδηγούν στην σταύρωση. Στο δρόμο βρίσκουν έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Σίμωνα, καταγόμενο απ’ την Κυρήνη, και τον αγγαρεύουν να σηκώσει το σταυρό, γιατί ο Ιησούς δεν άντεχε πια. Αφού φτάνουν σε τόπο που λεγόταν Γολγοθάς (στα ελληνικά σημαίνει «τόπος κρανίου», γιατί σύμφωνα με την παράδοση εκεί βρέθηκε το κρανίο του Αδάμ μετά τον κατακλυσμό), του έδωσαν να πιεί ξύδι αναμεμιγμένο με χολή.
Τον σταυρώνουν και οι σταυρωτές διανέμουν τα ρούχα Του σε τέσσερα μέρη (ένα για τον καθένα) και για το χιτώνα Του βάζουν κλήρο, για να μην τον σχίσουν. Εμπαικτική επιγραφή τοποθετείται επάνω στο σταυρό, γραμμένη στην εβραϊκή, στην ελληνική και στη ρωμαϊκή γλώσσα: «Ιησούς ο Ναζωραίος ο βασιλεύς των Ιουδαίων» και ο Χριστός σταυρώνεται ανάμεσα σε δυο κακούργους. Ο Ιησούς προσεύχεται: «Πατέρα, συγχώρησε τους, δεν ξέρουν τι κάνουν». Ο λαός των Ιουδαίων συνεχίζει να περιπαίζει το Χριστό, ομοίως και ο εξ αριστερών σταυρωμένος κακούργος. Ο άλλος, όμως, μετανοημένος, προφέρει το: «θυμήσου με, Κύριε, στη βασιλεία σου» και ο Χριστός τον διαβεβαιώνει: «σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο».
Ο Χριστός από το σταυρό αναθέτει τη φροντίδα της Παναγίας Μητέρας Του, στον αγαπημένο Του μαθητή Ιωάννη. Από το τις 12 το μεσημέρι ως τις 3 το απόγευμα επικρατεί μεγάλο σκοτάδι σε όλη τη γη και μέγας σεισμός συγκλονίζει τη γη, ώστε σχίζεται το παραπέτασμα του ναού, που χώριζε τα άγια από τα άγια των αγίων, και ανοίγουν τα μνήματα και πολλά σώματα πεθαμένων αγίων ανασταίνονται και μετά την Ανάσταση του Χριστού εισέρχονται στα Ιεροσόλυμα και φανερώνονται σε πολλούς.
Ο Ιησούς φωνάζει δυνατά: «τετέλεσται», αφήνει το κεφάλι Του να γείρει προς τα κάτω και θεληματικά παραδίδει την ψυχή Του. Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος βλέποντας αυτά αναφωνεί «πραγματικά αυτός ήταν Υιος του Θεού».
Επειδή το Σάββατο που θα ξημέρωνε μετά το εσπέρας συνέπιπτε με την 1η μέρα του εβραϊκού Πάσχα, και απαγορευόταν απ’ το μωσαϊκό Νόμο να μείνουν άταφα τα σώματα, ζητούν οι Ιουδαίοι από τον Πιλάτο να διατάξει να σπάσουν τα πόδια των καταδίκων, ώστε να πεθάνουν γρηγορότερα και να τους σηκώσουν από τους σταυρούς. Ο Χριστός, όμως, είχε παραδώσει το πνεύμα Του και απλώς ένας στρατιώτης με λόγχη χτύπησε την πλευρά Του και αμέσως βγήκε αίμα και νερό.
Ύστερα από αυτά ο Ιωσήφ, που καταγόταν απ’ την Αριμαθαία και ήταν κρυφός μαθητής του Χριστού, με άδεια του Πιλάτου, και μαζί με τον Νικόδημο, παίρνουν το σώμα του Ιησού και, αφού το αλείφουν με αρώματα και το τυλίγουν με επιδέσμους, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, το ενταφιάζουν σε καινούριο τάφο σε κήπο, κοντά στο μέρος όπου σταυρώθηκε. Οι Φαρισαίοι ζητούν απ’ τον Πιλάτο φρουρά και ασφαλίζουν τον τάφο.
Όλα αυτά τα γεγονότα, η Εκκλησία μας τα βιώνει το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης, κατά την Ακολουθία των Αγίων Παθών, στην οποία διαβάζονται δώδεκα περικοπές από τα Ευαγγέλια, οι οποίες περιγράφουν τα ως άνω γεγονότα. Στη μέση περίπου της Ακολουθίας, ο Ιερέας βγάζει τον Εσταυρωμένο Κύριο και Τον τοποθετεί στο μέσον του Ναού. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής τελείται η Ακολουθία της πρώτης, της τρίτης, της έκτης και της ενάτης ώρας