Η εποχή μας αν και διεκδικεί την κατοχύρωση όρων ελευθερίας και δυνατότητας επιλογών, χαρακτηρίζεται από στυγνό πειθαναγκασμό και χειραγώγηση. Παρ ὅλους δε τους σχετικούς αγώνες πολλών, μάλλον αποτυγχάνει το όραμα της ελευθερίας και κυριαρχεί η πραγματικότητα του εξαναγκασμού. Κι όμως, στο σημερινό Ευαγγέλιο υπάρχει η προτροπή «ανάγκασον», την οποία διαβάζουμε στην παραβολή του μεγάλου Δείπνου.
Στην αρχή της παραβολής περιγράφεται η προσβλητική για τον οικοδεσπότη απόρριψη της πρόσκλησής του από όσους κατ’ αρχήν θεώρησε ως επιφανέστερους, άξιους να κληθούν. Η ενασχόλησή τους όμως, με βιοτικές μέριμνες δεν τους επέτρεψε ν’ αξιολογήσουν σωστά την πρόσκληση και φθάνουν να γυρίσουν την πλάτη σ’ Εκείνον που τους προσφέρει όχι απλώς μία χάρη, αλλά τη μόνη σωστική και αγιαστική ευεργεσία.
Πως αντιδρά ο οικοδεσπότης στην απόρριψη της πρόσκλησής του; Δίνει νέα εντολή στους υπηρέτες του να ξεχυθούν στις πλατείες και τις οδούς και να μαζέψουν όσους υπάρχουν εκεί, τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους άρρωστους και τυφλούς για να προσέλθουν στο δείπνο και να απολαύσουν ότι οι άλλοι δεν μπόρεσαν να αξιολογήσουν ως ανώτερο και σωτήριο. Και όταν ολοκληρώνεται και αυτή η διαδικασία και διαπιστώνεται ότι ακόμη υπάρχει χώρος στο στρωμένο τραπέζι, πάλι ο οικοδεσπότης δίνει εντολή σ’ έναν από τους υπηρέτες να βγει στα πλέον απόμερα σοκάκια, στους πιο ξεχασμένους και περιθωριοποιημένους ανθρώπους και αυτούς ν’ αναγκάσει να εισέλθουν στο σπίτι του κυρίου του και να απολαύσουν το πλούσιο δείπνο.
Τι νόημα έχει στη συνάφεια του κειμένου αυτό το «ανάγκασον»; Η καλύτερα, ένας άνθρωπος μόνος του πως θα μπορούσε ν’ «αναγκάσει» όλους αυτούς που προσκαλεί ο κύριός του; Και πως συνδέεται το «αναγκασον» με το «μέγα δείπνο»; Είναι προφανές ότι το «ανάγκασον» εδώ σημαίνει το να πείσει ο ένας και μόνος υπηρέτης όλους εκείνους τους προσκεκλημένους που είτε από αυτοσυνειδησία για την κατάστασή τους, είτε από φυσική συστολή, θα δίσταζαν ν’ ανταποκριθούν στην πρόσκληση. Πως ένας φτωχός, ένας περιθωριοποιημένος, ένας ανάπηρος η ένας φοβισμένος άνθρωπος να πιστέψει ότι υπάρχει μια πρόσκληση γι’ αυτόν, εκεί που ούτε έχει ονειρευθεί ποτέ ότι θα μπορούσε να βρεθεί.
Η αγάπη του Θεού ξέρει να μας αναζητά και να μας αιχμαλωτίζει, όχι σε δίκτυα βίας και ψυχαναγκασμού, αλλά σε περιβάλλον ελευθερίας κεντρίζοντας μας στο φιλότιμο, ενισχύοντας τη φωνή της συνείδησής μας, χαρίζοντας βιώματα άγια και μοναδικά. Το πόσο δεχόμαστε ν’ ανταποκριθούμε σε όλα αυτά, αναδεικνύει και τι είδους άνθρωποι τελικά είμαστε.