Το μήνυμα της Κυριακής «ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΑ» από τον Μητροπολίτη κ.κ. Παντελεήμων
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Κύριος διηγείται την παραβολή του άφρονος πλουσίου. Τι παράξενο αληθεια, «Άφρων» στην Αγία Γραφή χαρακτηρίζεται αφ’ ενός εκείνος που στρέφει τα νώτα του στον θεό και αφ’ ετέρου εκείνος που προσκολλάται στον πλούτο, ίσως γιατί το ένα δεν είναι άσχετο με το άλλο. Είναι κοινή διαπίστωση των Πατέρων της Εκκλησίας, των Οικουμενικών διδασκάλων του ανθρωπίνου γένους, ότι ο άνθρωπος αρνείται τη σχέση με τον θεό, πιστεύοντας ότι δε τον συμφέρει, γιατί συνήθως η καρδιά του είναι κολλημένη αλλού, στο κυνήγι των υλικών αγαθών, στο εδώ και τώρα.
Τι κάνει ο άφρων πλούσιος; Ταλαιπωρείται. Η καλύτερα, αυτοταλαιπωρείται, μιας που είναι υπεύθυνος για τη δυστυχία του. Το πρώτο που μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε στην ευαγγελική διήγηση είναι η αγωνία του πλουσίου να εξασφαλίσει τον πλούτο του. Κοινό πίστευμα της πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι ότι ο πλούτος εξασφαλίζει, γι’ αυτό και έχουν αγωνία να τον αποκτήσουν και να τον κατοχυρώσουν.
Κι εδώ έρχεται η Εκκλησία για να τονίσει την αλήθεια ότι ο πλούτος είναι κακός αφέντης, που υποδουλώνει τον άνθρωπο και τον ταλαιπωρεί όσο περισσότερο προσκολλάται σε αυτόν. Η αγωνία του πλουσίου να μη χάσει ούτε το ελάχιστο από τα αποκτήματά του, τον υποβάλλει σε σωρεία φροντίδων, περιττών ενεργειών, έμπονων προσπαθειών για να εξασφαλίσει υπέρ του εαυτού του, απολαμβάνοντας μόνο ανασφάλεια και φοβία για την απώλειά τους.
Ακριβώς στη στιγμή που πιστεύει ότι επιτέλους κατοχύρωσε τον πλούτο και μπορεί ν’ αρχίσει ν’ απολαμβάνει τη σχέση μαζί του, ακούει κάποιον άλλον που ως εκείνη τη στιγμή συνειδητά παραθεωρούσε, σκόπιμα αγνοούσε και ξεχνούσε, να του κάνει μία ερώτηση: Ανόητε, εσύ που ζήτησες την εξασφάλιση στον πλούτο και του αφιερώθηκες, αυτή τη νύκτα που νόμιζες ότι θα ξεκινούσε η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, αυτή την ίδια νύκτα έρχονται και ζητούν να πάρουν την ψυχή σου. Πεθαίνεις και αυτά που ετοίμασες, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να σε συνοδεύσουν, ποιοί θα τα χαρούν;
Αυτός που ρωτά είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Η ερώτηση δεν επιδέχεται απάντηση, παρά μόνο είναι εκφραστική του αδιεξόδου μιας ζωής προσκολλημένης στον πλούτο. Επισημαίνεται επιπλέον η ανικανότητα του πλούτου όχι να δώσει απάντηση στο μυστήριο του θανάτου, αλλά να δικαιολογήσει την ανάλωση υπέρ του για μία ολόκληρη ζωή. Αποτυπώνεται η ματαιότητα στο κυνήγι μιας χίμαιρας, που λέγεται πλούτος.