Στο φαινόμενο των «ελληνοποιήσεων» αγροτικών προϊόντων και, ειδικότερα, της ντομάτας και τις δυσμενείς επιπτώσεις σε παραγωγούς και καταναλωτές αναφέρεται ο Γραμματέας ΠΕ ΝΔ-Βουλευτής Ηρακλείου κ. Λευτέρης Αυγενάκης, με κοινοβουλευτική του παρέμβαση προς τους Υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κο Σταύρο Αραχωβίτη και Οικονομίας και Ανάπτυξης κο Ιωάννη Δραγασάκη.
Στην Ερώτηση επισημαίνεται ότι: «Οι παραγωγοί της Κρήτης και ιδιαίτερα της ευρύτερης περιοχής του Τυμπακίου Ηρακλείου εμφανίζονται ιδιαίτερα προβληματισμένοι από το γεγονός ότι ντομάτες εισαγωγής παρουσιάζονται ως κρητικής προέλευσης. Ο πρωτογενής τομέας παραγωγής αποτελεί την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα των κατοίκων της περιοχής και η παραγωγή και διάθεση ντομάτας αποτελεί μια από τις κυριότερες αγροτικές δραστηριότητες.
Οι ντομάτες που καλλιεργούνται στην ελληνική ύπαιθρο περιέχουν λιγότερες δραστικές ουσίες από τις εισαγόμενες εκτός χωρών της Ε.Ε. Σύμφωνα με το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις χώρες της Ένωσης, αλλά και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) πολλές ουσίες έχουν καταργηθεί από τα φυτοφάρμακα. Το γεγονός, όμως, αυτό, συνεπάγεται αύξηση του κόστους παραγωγής, καθώς απαιτούνται συχνότεροι ψεκασμοί στις καλλιέργειες για την αντιμετώπιση ασθενειών. Παράλληλα, οι ντομάτες που προέρχονται από τρίτες χώρες, ακριβώς επειδή περιέχουν περισσότερες δραστικές ουσίες, έχουν και χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Συνήθως, η τιμή παραγωγού ορίζεται στα 80 λεπτά του ευρώ ανά κιλό, ενώ ο καταναλωτής τις περισσότερες φορές καταβάλλει από 1,10 ευρώ έως 1,20 για την αγορά ενός κιλού ντομάτας. Από την άλλη, το κόστος αγοράς ντομάτας προέλευσης τρίτων χωρών ανέρχεται γύρω στο 1,00 ευρώ ανά κιλό στην εγχώρια αγορά.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα προϊόντα αυτά, που προέρχονται από τρίτες χώρες, πολλές φορές κρίνονται ως αμφιβόλου ποιότητας, με τις όποιες συνέπειες μπορεί αυτό να επιφέρει στην υγεία των καταναλωτών. Το χειρότερο στη διαμορφωθείσα κατάσταση είναι το γεγονός ότι οι ντομάτες αυτές παρουσιάζονται ως ντόπιες, με αποτέλεσμα και την εξαπάτηση των καταναλωτών.
Το συγκεκριμένο θέμα, αναφορικά με τις αθρόες ελληνοποιήσεις αγροτικών προϊόντων, το είχα αναδείξει με παλαιότερη κοινοβουλευτική μου παρέμβαση, η οποία έλαβε τον αριθ. πρωτ. 4308/12-03-2018. Με το υπ΄ αριθ. 33714/23-03-2018 έγγραφό του, το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης αναφέρεται στα μέτρα που έχουν ληφθεί για τις αθέμιτες πρακτικές του εμπορίου και, κυρίως, για το επιχειρησιακό πρόγραμμα ελέγχων που διενεργούν κλιμάκια της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή. Παρόλα αυτά τα ειλημμένα μέτρα όμως, οι ελληνοποιήσεις αγροτικών προϊόντων εξακολουθούν να υφίστανται στην εσωτερική αγορά.
Οι μαζικές ελληνοποιήσεις προϊόντων της ελληνικής υπαίθρου αποτελούν ένα ακανθώδες ζήτημα με πολλαπλούς αποδέκτες. Πέρα από τους παραγωγούς, οι οποίοι βλέπουν τις σοδειές τους να μένουν απούλητες, εξαιτίας των εισαγόμενων που παρανόμως βαφτίζονται ως ελληνικές, πλήττεται το σύνολο σχεδόν των καταναλωτών της χώρας. Οι πολίτες δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν πραγματικά την ποιότητα των προϊόντων και οι παραγωγοί έρχονται αντιμέτωποι πλέον με βιοποριστικά προβλήματα. Η σημερινή εικόνα που αντιμετωπίζουμε, αποτελεί άλλο ένα δείγμα της αδιαφορίας της σημερινής Κυβέρνησης. Η αγροτική παραγωγή παραμένει εντελώς ανοχύρωτη απέναντι σε αμφιβόλου προέλευσης εισαγόμενα προϊόντα. Οι Έλληνες παραγωγοί βρίσκονται στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης, αφού τα προϊόντα τους αποκλείονται ως ακριβότερα από τους αγοραστές και το σύνολο των καταναλωτών εκτίθεται ανεπανόρθωτα σε αγροτικά και γεωργικά προϊόντα άγνωστης προέλευσης».
Με την κοινοβουλευτική παρέμβαση τίθενται τα ακόλουθα ερωτήματα:
«1. Σε ποιες ενέργειες προτίθεστε να προβείτε για την πάταξη του φαινομένου των «ελληνοποιήσεων» αγροτικών προϊόντων και την προστασία παραγωγών, καταναλωτών και εμπόρων;
- Με ποιο τρόπο το Υπουργείο διασφαλίζει την προστασία της δημόσιας υγείας από τους κινδύνους που εγκυμονεί η διακίνηση εδώδιμων προϊόντων τα οποία έχουν καλλιεργηθεί με τη χρήση μη εγκεκριμένων φυτοφαρμάκων;
- Ποιος ο σχεδιασμός του Υπουργείου σας για την άμεση θωράκιση της αγροτικής παραγωγής και την προστασία και στήριξη των Ελλήνων παραγωγών και εμπόρων;».