ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ-Η σύγκρουση μεταξύ των δύο σημαντικότερων Ορθοδόξων Πατριαρχείων, Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας, για την εκκλησιαστική δικαιοδοσία στην Ουκρανία ήλθε ως λογικό αποτέλεσμα των πολιτικών εξελίξεων σε αυτή τη χώρα μετά την ανεξαρτητοποίησή της το 1991.
Είναι κοινά ομολογούμενο ότι καθ’ όλη την ιστορία της Ορθοδοξίας η πολιτική έπαιξε σπουδαιότατο ρόλο στις εκκλησιαστικές εξελίξεις. Ο Μέγας Φώτιος, μάλιστα, αναγνώρισε αυτήν την αλήθεια γράφοντας στον τότε Πάπα Νικόλαο: ««τά ἐκκλησιαστικά, καί μάλιστά γε τά τῶν ἐνοριῶν δίκαια, ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις τε καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν». Αλλά ας ξεκινήσουμε την ιστορία από την αρχή.
Ίδρυση της Μητροπόλεως Κιέβου
Στην περιοχή της Ουκρανίας και συγκεκριμένα γύρω από την πρωτεύουσά της, το Κίεβο, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ρωσικό κράτος στο τέλος του 9ου αιώνα μ.Χ., ως αποτέλεσμα της επικράτησης των Σκανδιναβών Ρως επί των υφισταμένων σλαβικών λαών. Ήδη η περιοχή είχε εκχριστιανιστεί από αιώνες, αλλά η πολιτική εξάρτηση κατά καιρούς από αλλόθρησκου λαού (Αβάρους, Χαζάρους και Ρως), δεν είχε επιτρέψει το σχηματισμό εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Πρώτη αναφορά για ιεραρχία στο Κίεβο έχουμε από την εποχή του Μεγάλου Φωτίου, όταν στάλθηκε επίσκοπος από την Κωνσταντινούπολη για να ποιμάνει τους πολυπληθείς χριστιανικούς πληθυσμούς, που προέρχονταν είτε από ντόπιους γηγενείς κατοίκους είτε από αρπαγέντες κατά τις επιδρομές των Ρως χριστιανούς νοτιότερων περιοχών.
Η τελική επικράτηση του Χριστιανισμού στο κράτος των Ρως επήλθε στο τέλος του 10ου αιώνα, σε δύο στάδια. Πρώτα, το 955 μ.Χ., ασπάστηκε τη νέα πίστη η βασίλισσα Όλγα ως προσωπική επιλογή, όπως είχαν κάνει πριν από αυτήν χιλιάδες έμποροι που συναλλάσσονταν με την Κωνσταντινούπολη. Έπειτα από τριάντα πέντε χρόνια, το 989, ο υιός της Βλαδίμηρος επέβαλε το γενικό βάπτισμα όλων των αξιωματούχων και μέσω αυτών όλων των υπηκόων του. Οι λόγοι ήταν καθαρά πολιτικοί και οικονομικοί. Ο Βλαδίμηρος επιθυμούσε να αναγνωριστεί από τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων-Βυζαντινών ως ανεξάρτητος ηγεμόνας και να ενταχθεί με αυτόν τον τρόπο στην χριστιανική κοινοπολιτεία των πολιτισμένων λαών. Πράγματι, η επιλογή του ευνόησε το νέο κράτος και συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση ενός νέου, ενιαίου λαού, του ρωσικού, με την ανάμιξη των Σλάβων και των Σκανδιναβών Ρως μέσω της κοινής πίστης. Η μετάδοση, μάλιστα, της σλαβικής λειτουργική και φιλολογικής παράδοσης που είχε αρχή της το έργο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, επέδρασε στην τελεσίδικη επικράτηση της σλαβικής γλώσσας.
Το Κίεβο παρέμεινε πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο των Ρώσων για περισσότερο από δύο αιώνες και η ιεραρχία του, που εξαρτιόταν από την Κωνσταντινούπολη, εργάστηκε για την ιεραποστολή εντός και εκτός της ρωσικής ηγεμονίας. Η επικράτηση των Μογγόλων στη ρωσική πεδιάδα μετά το 1240 σηματοδότησε τη μετάβαση του κέντρου σε βορειότερες περιοχές, αρχικά στο Βλαδιμήρ, με τη Μόσχα να αναλαμβάνει τελικά τα ηνία της πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας των Ρώσων, μετά την αναγνώριση του Ιβάν Α΄ ως μεγάλου ηγεμόνα και την εγκατάσταση εκεί του Μητροπολίτη Κιέβου ως επικεφαλής της ρωσικής ιεραρχίας. Στη μετάβαση αυτή συνέβαλε και η επικράτηση στη Μικρή Ρωσία (Ουκρανία) των ρωμαιοκαθολικών Λιθουανών μετά το 1280.
Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ήδη κατά το 1300 είχε αναγνωρίσει ως νέα έδρα της Εκκλησίας της Ρωσίας το Βλαδιμήρ «ἐπεί δέ τῆς ὑπό τοῦ καιροῦ συγχύσεως καί ἀνωμαλίας καί τῆς τῶν γειτονούντων Ἀλαμανῶν δεινῆς ἐπιθέσεως». Στη σύγχυση συνέβαλε και η διαμάχη ανάμεσα στις δύο ισχυρότερες ρωσικές ηγεμονίες, του «Τυφερίου» (Τβερ) και της «Μοσχοβίας» (Μόσχας), των οποίων οι κυρίαρχοι έριζαν για την πρωτοκαθεδρία επί των Ρώσων που βρίσκοντας υπό την επικυριαρχία των Μογγόλων. Νικητής της διαμάχης αναδείχθηκε ο ηγεμόνας της Μοσχοβίας Ιωάννης Καλιτά, εξαιτίας κυρίως της εγκατάστασης στη Μόσχα του Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας Πέτρου, κατόπιν σχετικής πατριαρχικής εκλογής. Με πατριαρχική πάλι πράξη του 1347, οι ορθόδοξοι που κατοικούσαν στη λιθουανική επικράτεια υπήχθησαν στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Κιέβου (εγκατεστημένου στη Μόσχα).
Αυτή η εξέλιξη δεν σήμανε την παύση των διαμαχών ανάμεσα στις δύο επικράτειες. Συνεχώς υποκινούνταν από τους Λιθουανούς κυριάρχους ζητήματα για επιστροφή της έδρας στο Κίεβο και τη Μικρή Ρωσία. Τελικά, το 1459, εξαιτίας της αντίδρασης των Ρώσων να δεχθούν τον αποσταλέντα από την Κωνσταντινούπολη φιλολατίνο Ισίδωρο (ο οποίος δέχθηκε τις αποφάσεις της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας) και τον μαθητή του Γρηγόριο, συγκλήθηκε σύνοδος στη Μόσχα που αποφάσισε η εκλογή των προκαθημένων να γίνεται ανεξάρτητα από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τότε για πρώτη φορά μνημονεύθηκε ο Μητροπολίτης ως Μόσχας και όχι Κιέβου. Η Ρωσία πλέον είχε αποκτήσει εκκλησιαστική ανεξαρτησία μαζί με την πολιτική της χειραφέτηση από τους Μογγόλους, που είχε συμβεί μία δεκαετία πριν και, μετά την Άλωση της Πόλης το 1453, επιδίωκε να αναγνωριστεί ως η νέα ηγετική δύναμη στην Ορθοδοξία.
Αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν η αποκοπή των επαρχιών που παρέμεναν υπό Λιθουανικό έλεγχο στα δυτικά τμήματα της σημερινής Ουκρανίας, με τον σχηματισμό εκ νέου της Μητρόπολης Κιέβου με επικεφαλής τον φιλολατίνο Γρηγόριο. Με τη διάσπαση αυτή εισήλθε στις ορθόδοξες αυτές περιοχές το σχίσμα της Ουνίας. Οι Λιθουανοί και Πολωνοί κυρίαρχοι επιδίωξαν να ενώσουν τους Ορθοδόξους με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο. Αναγνώρισαν ως μητροπολίτες μόνο όσους δέχονταν την Ένωση της Φλωρεντίας και με πολλές πιέσεις και διωγμούς έσπρωχναν τους πιστούς προς τον Ρωμαιοκαθολικισμό, μέσω της Ουνίας που επιβλήθηκε το 1596 με την Πράξη της Βρέστης (Μπρεστ). Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως προσπάθησε να ενισχύσει τους αμυνόμενους Ορθόδοξους με την αποστολή εκπροσώπων (όπως ο μετέπειτα πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις) αλλά η ισχύς των ρωμαιοκαθολικών βασιλέων ήταν ανυπέρβλητη. Το γνωστό μυθιστόρημα «Τάρας Μπούλμπα» του Γκογκόλ περιγράφει γλαφυρά τις συγκρούσεις των ντόπιων με τους Πολωνούς κατακτητές, με συνεχείς αναφορές στην εκκλησιαστική καταπίεση.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, η κατάσταση που επικράτησε στην τοπική Εκκλησία ήταν χαοτική. Διάφορες παρατάξεις μάχονταν μεταξύ τους για την επικράτηση στον μητροπολιτικό θρόνο, προκαλώντας νέες αθρόες προσχωρήσεις στην Ουνία από τους ηττημένους. Κάποιες εποχές υπήρχαν και δύο και τρεις ταυτόχρονα μητροπολίτες, κάποιο επίσκοποι ήταν δίγαμοι, κάποιοι είχαν προσχωρήσει στον Καλβινισμό ενώ άλλοι χρησιμοποιούσαν αλλότριους προκαθημένους (π.χ. Αχρίδας) προκειμένου να επικρατήσουν. Έτσι το ορθόδοξο ποίμνιο (Ρώσοι και Κοζάκοι) γινόταν έρμαιο προσωπικών και φατριαστικών ερίδων και δεν μπορούσε να περιμένει λύση από την τοπική ιεραρχία, εναποθέτοντας τις ελπίδες για απαλλαγή από τα δεινά της Εκκλησίας του στην μελλοντική επικράτηση των Ρώσων της Μοσχοβίας στην Ουκρανία.
Η λύση δόθηκε το 1686 μετά τη νίκη των Ρώσων και την αποχώρηση των Πολωνών από την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, οι οποίες ενώθηκαν πλέον με το ρωσικό κράτος. Το επόμενο έτος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος αναγνώρισε στον προκαθήμενο της Μόσχας (πατριάρχη από το 1589) το δικαίωμα να χειροτονεί τους επισκόπους στις νεοπροσαρτημένες επαρχίες. Για διακόσια πενήντα έτη η εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία παρέμενε τεταμένη, εξαιτίας της δράσης της Ουνίας και των Ρωμαιοκαθολικών και της αναπόφευκτης αντίδρασης των Ρώσων Τσάρων, που υποστήριζαν το Πατριαρχείο Μόσχας ως ενοποιητικό στοιχείο για όλους τους χριστιανούς της επικράτειάς της αυτοκρατορίας τους.
Εξελίξεις τον 20ο αιώνα
Το 1917 τα πράγματα άλλαξαν εκ νέου. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ ένα μέρος της Ουκρανίας αποσπάστηκε από τον ρωσικό έλεγχο. Τότε θεωρήθηκε ευκαιρία για την ανανέωση της μητροπόλεως Κιέβου, ως ανεξάρτητης από τη Μόσχα. Η εκκλησιαστική δομή που σχηματίστηκε είχε βραχύβια διάρκεια επειδή η επικράτηση των Σοβιετικών μετά το 1922 έδωσε λύση στο ζήτημα. Ελάχιστοι πυρήνες εκκλησιαστικής αντίδρασης διατηρήθηκαν μέχρι το 1930.
Οι αλλαγές, όμως, των καιρών δεν έλεγαν να τελειώσουν. Το 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ουκρανία και το επόμενο έτος σχηματίστηκε εκ νέου ανεξάρτητη Ουκρανική ορθόδοξη Εκκλησία, σε μια προσπάθεια αποκοπής του ντόπιου πληθυσμού από την καθοδήγηση της Μόσχας. Με το τέλος της γερμανικής κατοχής επήλθε εκ νέου καταστολή αυτής της προσπάθειας και ο έλεγχος της περιοχής επανήλθε στη Μόσχα σε πολιτικό και εκκλησιαστικό επίπεδο.
Τη μεγάλη αλλαγή προξένησε η ανεξαρτητοποίηση της χώρας το 1991. Τότε αναδύθηκε εκ νέου το αίτημα για σχηματισμό ανεξάρτητης ουκρανικής ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν σχηματίστηκε, όμως, μία Εκκλησία αλλά τρεις (κατά καιρούς και τέσσερεις!) Εκκλησίες. Η μία δέχεται ως κέντρο το Πατριαρχείο Μόσχας και έχει αναγνωριστεί ως Αυτόνομη από αυτό. Η δεύτερη έχει αυτοαναγορευτεί ως «Πατριαρχείο Κιέβου» και αγωνίζεται να αναγνωριστεί ως αυτοκέφαλη από την Κωνσταντινούπολη. Η τρίτη δεν έχει την εμβέλεια και το κύρος των άλλων δύο και τείνει να ενωθεί με το λεγόμενο «Πατριαρχείο Κιέβου». Ο κατάλογος μπορεί να συμπληρωθεί με την Ουκρανική Εκκλησία της Διασποράς, ήδη ενωμένη με την Κωνσταντινούπολη.
Ερωτήματα και προκλήσεις
Όπως αναφέρθηκε στον πρόλογο του παρόντος άρθρου, τα νήματα για τις εκκλησιαστικές εξελίξεις κρατούν οι πολιτικοί παράγοντες. Ο φιλοδυτικός πρόεδρος της Ουκρανίας ενισχύει την ανεξάρτητη Εκκλησία («Πατριαρχείο Κιέβου») σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την ρωσική επιρροή στη χώρα. Οι Ρώσοι, από την άλλη, που έχουν άμεσες βλέψεις στα ανατολικά της χώρας, δεν επιθυμούν με τίποτε να χάσουν τον έλεγχο της τοπικής Εκκλησίας.
Η πρόσφατη διακοπή της μνημόνευσης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από τη Μόσχα, δείχνει μέχρι πού είναι διατεθειμένοι να φτάσουν, προκειμένου να μην χάσουν την Ουκρανία. Η Κωνσταντινούπολη, από την άλλη, δεν κάνει βήμα πίσω για να μη φανεί ότι χάνει την πρωτοκαθεδρία της Ορθοδοξίας.
Η διαμάχη ανάμεσα στη Μόσχα και την Κωνσταντινουπολη, ασφαλώς, δεν έχει ως αιτία την Ουκρανία. Αυτή είναι μια ακόμη αφορμή, μετά τη διαμάχη για την Εσθονία και τη Σύνοδο της Κρήτης, που έρχεται να προστεθεί στην κόντρα των δύο Εκκλησιών που καλά κρατεί για πολλές δεκαετίες. Η κόντρα αυτή είναι συνδεδεμένη με την πολιτική κατάσταση που επικρατεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Πριν το 1991 συνδεόταν με τη σύγκρουση Δύσης-Σοβιετικών και τώρα εξαρτάται από τη διαμάχη της Ευρώπης με τον Πούτιν. Η Ουκρανία βρίσκεται στο μεθόριο της δυτικής διείσδυσης και σε πολιτικό και σε εκκλησιαστικό επίπεδο. Οι Ορθόδοξοι εκεί εδώ και αιώνες υφίστανται τον διχασμό ως θύματα γεωπολιτικών παιγνίων που σχεδιάζονται στην πλάτη τους.
Κλείνοντας την ιστορική αναδρομή του ουκρανικού σχίσματος, αξίζει να προβάλουμε κάποια καίρια ερωτήματα, που από την απάντησή τους θα εξαρτηθεί η πορεία των πραγμάτων:
Γιατί μέχρι πριν λίγο καιρό η Κωνσταντινούπολη δεν είχε προβάλει ενστάσεις για την υπαγωγή της ιεραρχίας της Ουκρανίας στο Πατριαρχείο Μόσχας, αν, όπως υποστηρίζουν σήμερα πατριαρχικοί κύκλοι ποτέ δεν είχε αναγνωρίσει επίσημα την πράξη του 1686; Γιατί σε κανένα εκκλησιαστικό διάλογο ή σε καμιά Πανορθόδοξο Σύνοδο δεν είχε θέσει τέτοιο θέμα, παρά έθεσε μόνο όταν αναμείχθηκε ο φιλοδυτικός Πρόεδρος της Ουκρανίας; Τα χρόνια από το 1686 είναι πάρα πολλά για να μην έχει εμφανιστεί καμιά αντίδραση.
Αλλά τα ερωτήματα στρέφονται και προς την άλλη πλευρά: Γιατί το Πατριαρχείο Μόσχας δεν προέβη στην παραχώρηση αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία, όπως του είχε ζητηθεί ήδη από το 1991 μετά την ανεξαρτησία της χώρας; Ισχύουν άλλες συνθήκες στην Ουκρανία από αυτές που ίσχυαν στην Τσεχοσλοβακία ή την Πολωνία, όταν δόθηκε αυτοκέφαλο εκεί;
Μήπως η Μόσχα βλέπει την Ουκρανία ως έδαφος που θα έπρεπε να κατέχει η Ρωσική Ομοσπονδία (π.χ. όπως η Κριμαία) και όχι ως ανεξάρτητο κράτος, που θα μπορούσε να έχει ανεξάρτητη Εκκλησία κατά το πρότυπο των υπολοίπων; Μήπως τελικά η συγκόλληση της Εκκλησίας με τα «εθνικά συμφέροντα» και τις κοσμικές πολιτικές μόνο σκάνδαλα και σχίσματα δημιουργεί;
Γεώργιος Β. Τσούπρας
Δρ Θεολογίας-Σλαβολόγος