Του Θανάση Μουσόπουλου
Ο μεγάλος θρακιώτης και οικουμενικός δημιουργός Κώστας Βάρναλης πολλές φορές μας συντρόφευσε στον περίπατό μας στην αρχαιοελληνική γραμματεία, και μάλιστα στη δραματική ποίηση. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής διασαλπίζει την πίστη του στην αξία και διαχρονική χρησιμότητα των αρχαίων προγόνων μας.
“Η διδασκαλία των κλασικών κειμένων στα σχολεία ένα έχει κυριότατο σκοπό : τη γνώση του αρχαίου πολιτισμού από τις πηγές. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Κ΄ οι πηγές αυτές είναι οι θαυμασιότερες πνευματικές κ΄ αισθητικές πηγές της ανθρωπότητας (…) Δεν μπορεί κανείς να καταλάβει καλά το νεότερο πολιτισμό, αν δεν ξέρει από πού αυτός ξεκίνησε για να φτάσει εδώ που βρίσκεται. Γιατί του νεότερου πολιτισμού τ΄ αξιολογότερα φανερώματα έχουνε την καταγωγή τους στον αρχαίο πολιτισμό. Είναι λοιπόν ανάγκη να τον ξέρουν αυτόν τον πολιτισμό όσοι θέλουνε να λέγονται άρτια μορφωμένοι άνθρωποι και πολύ περισσότερο όσοι πρόκειται αργότερα να παίξουν έναν δημιουργικό ρόλο στην Επιστήμη και στην Τέχνη. Αλλ΄ εμείς οι νεότεροι Έλληνες έχουμε κ’ ένα λόγο παραπάνω να ξέρουμε τον πολιτισμό και την ιστορία των προγόνων (…) Μονάχα με τη ζωντανή γλώσσα μπορούμε να νιώσουμε καλύτερα κι αμεσότερα τους αρχαίους συγγραφείς (…) Αν τα ελληνικά μας φαίνονται δύσκολα, σ’ αυτό δε φταίνε τα κείμενα. Φταίει η τυπολογική διδασκαλία, που έχει για σκοπό την εκμάθηση της αρχαίας γλώσσας κι όχι τη γνώση του αρχαίου πολιτισμού”.
Ο Βάρναλης και μετέφρασε και ανέλυσε έργα του πιο μεγάλου κωμικού, του Αριστοφάνη, για τον οποίο λέγει ότι «είναι δημόσιος κατήγορος. Λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Δε θέλει να κινήσει το γέλιο με τις δικές του αισχρότητες παρά να προκαλέσει την αποδοκιμασία του κοινού με τις αισχρότητες των δημοσίων ανδρών του […] Η κωμωδία έκαμνε κριτική κι έλεγχο των πολιτικών προσώπων και των κοινωνικών θεσμών».
Λίγα λόγια για τον Αριστοφάνη.
Γεννήθηκε το 445 π.Χ. στην Αθήνα, οι γονείς του είχαν κτήματα στην Αίγινα. Κωμωδίες άρχισε να γράφει πολύ νέος, από το 427. Τότε όμως τα παρουσίαζε με ξένο όνομα λόγω της μικρής του ηλικίας. Αυτή τη συνήθεια την κράτησε και αργότερα όταν μεγάλωσε, πολλά έργα του τα παρουσίαζε με το όνομα ηθοποιών του. Στα Λήναια του 425 κέρδισε το πρώτο βραβείο με τους ‘Αχαρνής’. Φαίνεται ότι πέθανε γύρω στα 385 π.Χ. Ένα ωραίο επίγραμμα που αποδίδεται στον Πλάτωνα γράφει : ‘ Οι Χάριτες τέμενος να βρούνε που δε θα πέσει / ζητώντας, βρήκανε την ψυχή του Αριστοφάνη ’.
Οι Αλεξανδρινοί ήξεραν 44 κωμωδίες του Αριστοφάνη, από τις οποίες σώθηκαν 11. Πρώτη σωζόμενη είναι οι Αχαρνής, 425, συνηγορία υπέρ της ειρήνης, στο 424 παραστάθηκαν οι Ιππής, το πρώτο έργο που ο ποιητής ανέβασε με τ’ όνομά του, καταπέλτης κατά του δημαγωγού Κλέωνα. Οι Νεφέλες του 423 είναι επίθεση κατά του Σωκράτη, ενώ οι Σφήκες του 422 αποτελεί καταδίκη των αθηναϊκών δικαστηρίων. Η Ειρήνη του 421 επανέρχεται στο φιλειρηνικό πνεύμα των Αχαρνέων. Δε σώζεται καμιά κωμωδία από το διάστημα 421 – 414 π.Χ. Η κωμωδία του 414 οι Όρνιθες, είναι ένα έργο φυγής και ονείρου, όπως παρατηρεί η J. de Romilly. Τρία χρόνια αργότερα, με την καταστροφή στη Σικελία, το 411 ξαναβρίσκουμε το φιλειρηνικό οίστρο με τη Λυσιστράτη. Την ίδια χρονιά ανέβασε τις Θεσμοφοριάζουσες που αναφέρονται στις γυναίκες που εκδικούνται τον Ευριπίδη. Το 405 παραστάθηκαν οι Βάτραχοι, που επίσης έχει θέση ο Ευριπίδης, νεωτεριστής και φίλος των σοφιστών. Οι Βάτραχοι είναι η τελευταία σωζόμενη κωμωδία που συμπίπτει με τη διεξαγωγή του Πελοποννησιακού πολέμου. Οι δύο τελευταίες είναι οι Εκκλησιάζουσες του 392 – φεμινιστικό κήρυγμα κοινοκτημοσύνης – και ο Πλούτος του 388 που αναφέρεται σε οράματα κοινωνικής μεταρρύθμισης.
Η διατύπωση του Α. Γεωργοπαπαδάκου καλύπτει τον πλούτο του αριστοφανικού έργου: «καρπός της πολιτικής και πνευματικής ζωής των Αθηνών του 5ου π.Χ. αιώνα (…) είναι ένα μεθύσι χαράς και ένα ξέσπασμα ιερού ενθουσιασμού».
Οι περισσότεροι φιλόλογοι θεωρούνε τον «Πλούτο» για την τελειότερή του κωμωδία. Σχολιάζοντάς την ο Κώστας Βάρναλης τη συσχετίζει με την εποχή του και, βέβαια, συσχετίζεται και με τη δική μας εποχή «κρίσης». Παραθέτω κάποια αποσπάσματα.
«Ο Πλούτος τυφλός, η Τύχη τυφλή, η Θέμις τυφλή, ο Τειρεσίας και ο Όμηρος τυφλός. Η Αλήθεια γυμνή. Ο Θάνατος κουφός! Ό,τι καλό κι ωραίο το τυφλώσανε, το κουφάνανε, το ξεγύμνωσαν αρχαίοι και νέοι Έλληνες. Κι ο λόγος αυτονόητος.
Σήμερα έρχεται πολύ στην
επικαιρότητα η τύφλα του Πλούτου. Δυστυχώς, αν αυτός ο χρυσός θεός δεν έχει μάτια να βλέπει και μοιράζει το πουγγί του σ’ όποιονε λάχει, όμως αυτοί που τον κερδίζουν έχουνε τα μάτια δεκατέσσερα. Είναι συνήθως οι άνθρωποι, που μπορούνε να εκμεταλλεύονται τις περιστάσεις και να βγάζουν από τη μύγα ξύγκι. Όσο πιο ανώμαλες οι περιστάσεις, τόσο πιο ανελέητοι οι λύκοι, που στην ανεμοζάλη χαίρονται.
Στην Αθήνα οι επιτήδειοι βρήκανε την ευκαιρία να πλουτίζουν εις βάρος της κοινής δυστυχίας με τη συκοφαντία, με την αδικία και με την αισχροκέρδεια. Έτσι, φυσικά πλούτιζαν οι κακοί κι ανήθικοι και δυστυχούσαν οι καλοί και τίμιοι πολίτες.
Ο Αριστοφάνης, για να διορθώσει αυτό το κακό, γιατρεύει στην κωμωδία του τον τυφλό θεό και του ξαναδίνει το φως του. Και τότες ο Πλούτος παίρνει τα πλούτη από τους κατεργαρέους και τα δίνει στους χρηστούς πολίτες – κι αυτό, κατά την αντίληψή του, είναι η σωστή λύση του μεγάλου αυτού κοινωνικού προβλήματος της δίκαιης κατανομής των υλικών αγαθών».
Ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη μιλάει σε μας σήμερα, γιατί έχει διαχρονικές ιδέες. Επιπλέον, έχει στόχους και πρότυπα συμπεριφοράς. Προτάσεις για τα σημερινά και οράματα για τα αυριανά.
Πολυεπίπεδο το παιχνίδι δημιουργικής φαντασίας του μεγάλου μας δημιουργού.
Εύγε στους «Έντιμους απατεώνες» που επέλεξαν να καταπιαστούν με το διαχρονικό τούτο καυτό κάρβουνο !
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2018