Το 2012 και το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ ψηφίσθηκε μαζικά από μεσαία στρώματα. Η πολιτική του αυτά τα χρόνια, κυρίως η κάθε είδους υπερφορολόγηση, έχει απωθήσει ένα σημαντικό ποσοστό από τους τότε ψηφοφόρους του.
Του Σταύρου Λυγερού
Το γεγονός ότι το εκλογικό ποσοστό του δεν έχει καταρρεύσει οφείλεται και στο ότι έχουν στοιχηθεί πίσω του ψηφοφόροι από τα κοινωνικά στρώματα που κυριολεκτικά αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης.
Πρόκειται για πολίτες που έχουν πέσει στον γκρεμό ή βρίσκονται στο χείλος του, για άλλοτε μικρομεσαία στρώματα που έχουν ήδη ή τείνουν να μετατραπούν σε «πληβείους». Αυτοί θεωρούν ότι η “επιδοματική” πολιτική και η φιλική προς αυτούς ρητορική της κυβέρνησης είναι μία κάποια σανίδα σωτηρίας. Είναι όλοι αυτοί που περιμένουν με ανυπομονησία τον «μποναμά» στο τέλος του χρόνου.
Η στρατηγική οικονομικής ενίσχυσης του κατώτερου εισοδηματικά στρώματος της ελληνικής κοινωνίας, που αριθμητικά έχει διογκωθεί πολύ τα χρόνια των Μνημονίων, ταιριάζει με το ιδεολογικό στερεότυπο του ΣΥΡΙΖΑ περί ταξικότητας. Πρωτοστάτης ήταν ο υπουργός Οικονομικών. Αυτός υλοποίησε την υπερφορολόγηση των μεσαίων στρωμάτων, προκειμένου να προκύψει μεγαλύτερο από τον μνημονιακό στόχο πρωτογενές πλεόνασμα, ένα μέρος του οποίου να δοθεί στους φτωχούς.
Πρόκειται για επιλογή, η οποία έχει ομολογηθεί και δημοσίως. Το νομιμοποιητικό επιχείρημα είναι ότι με αυτή την πολιτική απετράπη η ανθρωπιστική κρίση. Πολλές αντιρρήσεις μπορούν να προβληθούν, αλλά το ζήτημα είναι πως η στρατηγική αυτή του Τσακαλώτου έχει εξαρχής υιοθετηθεί πλήρως από το Μαξίμου και βεβαίως έχει γίνει δεκτή ευμενώς από την Κουμουνδούρου.
Ειδικό καθεστώς για τον Τσακαλώτο
Όπως προαναφέραμε, η επιλογή αυτή ανταποκρίνεται στα κουμπώνει απολύτως με τα ιδεολογικά στερεότυπα της Αριστεράς. Ταυτοχρόνως, σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία εξασφαλίζει στον ΣΥΡΙΖΑ μία πρόσθετη βάση εκλογικής στήριξης. Έτσι, επέτυχαν και την ικανοποίηση των δανειστών και παραλλήλως πρόσφεραν ένα ιδεολογικό άλλοθι στους βουλευτές της συμπολίτευσης για να ψηφίζουν χωρίς διαρροές τα κάθε φορά επώδυνα μέτρα του 3ου Μνημονίου. Με άλλα λόγια, το αφήγημα ότι “διαφωνούμε με το Μνημόνιο, αλλά το εφαρμόζουμε για να σώσουμε τη χώρα”, εμπλουτίσθηκε με το ότι “παρά τις δύσκολες συνθήκες εμείς φροντίζουμε τους φτωχότερους”.
Με το ταξικού χαρακτήρα αυτό επιχείρημα, ο Τσακαλώτος έχει ρυμουλκήσει πίσω του και την “ομάδα των 53” και άλλα αριστερά στοιχεία στο κόμμα. Έτσι, ο υπουργός Οικονομικών κατάφερε το πρωτοφανές: για μεγάλο διάστημα παρέμενε ο άτυπος ηγέτης της “αριστερής πτέρυγας” του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτοχρόνως ο Έλληνας συνομιλητής που προτιμούσε και προτιμάει το ευρωιερατείο.
Με αυτή την ιδιότητα, ο Τσακαλώτος διαπραγματεύθηκε και εγγυήθηκε την πολιτική συμφωνία της “ομάδας των 53” με τον Τσίπρα. Το γεγονός αυτό του εξασφάλισε πολιτική αυτονομία και ένα προνομιακό καθεστώς όχι μόνο στο κόμμα, αλλά και στην κυβέρνηση. Σε αντίθεση με άλλους υπουργούς, ο πρωθυπουργός ουσιαστικά δεν μπορούσε να τον αντικαταστήσει. Όχι μόνο, επειδή τον ήθελαν συνομιλητή τους οι δανειστές, αλλά και επειδή μία τέτοια κίνησή του ίσως θα προκαλούσε ρήγμα και στο κόμμα και στην Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Στην πραγματικότητα, ο Τσίπρας ήταν υποχρεωμένος να διαβουλεύεται και αν χρειαζόταν να διαπραγματεύεται με τον υπουργό Οικονομικών όλα τα θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις με το ευρωιερατείο, ή τουλάχιστον αυτά που αφορούσαν την οικονομία. Μπορεί και ο Χουλιαράκης να είναι αποδεκτός συνομιλητής από τους δανειστές, αλλά δεν είχε πολιτική υπόσταση. Αντιθέτως, ο Τσακαλώτος είχε με την «ταξική» ρητορική του καταφέρει να αποκτήσει κύρος και επιρροή στον κομματικό μηχανισμό. Με άλλα λόγια, διαθέτει προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο.
Η μείωση συντάξεων και αφορολόγητου
Οι ανωτέρω εσωκομματικές πτυχές δεν έχουν, βεβαίως, ιδιαίτερη πολιτική σημασία στη μεγάλη εικόνα. Αυτό που έχει σημασία εκεί είναι το γεγονός ότι με τη φιλική ρητορική και με τα διάφορα βοηθήματα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει οικοδομήσει εκλογικούς δεσμούς με τους «πληβείους» της ελληνικής κοινωνίας. Η έκταση και η αντοχή τους θα αποδειχθούν όταν θα στηθούν οι κάλπες.
Η υπογεγραμμένη και ψηφισμένη από τον ΣΥΡΙΖΑ μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου συνιστούν εκ των πραγμάτων ένα πλήγμα σ’ αυτούς δεσμούς, επειδή ακριβώς πλήττουν καίρια αυτά τα στρώματα. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η κυβέρνηση Τσίπρα κάνει τα πάντα, προκειμένου να επιτύχει την αναβολή κατά ένα χρόνο της μείωσης των συντάξεων, ώστε να μην εισπράξει το αναπόφευκτο εκλογικό κόστος.