fbpx
sliderΜουσικήΤελευταία Νέα

Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου: Χρόνια Πολλά TOP FM 96,9

Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου η 13η Φεβρουαρίου και ένας έρωτας που κρατάει χρόνια και συντροφεύει κάθε μας βήμα, είτε για ενημέρωση, είτε για διασκέδαση, έχει σήμερα την τιμητική του. Για τους φανατικούς των ερτζιανών, είτε πίσω από τα μικρόφωνα, είτε μπροστά στα μεγάφωνα είναι ημέρα γιορτής!  Εξάλλου, το 2018, ο TOP FM 96,9 συμπληρώνει 22 χρόνια λειτουργίας.

Το ραδιόφωνο, ένα μέσο, που δέχτηκε πολλές πιέσεις από τα πρώτα του δειλά βήματα, βρέθηκε στο στόχαστρο κυβερνήσεων ανά την υφήλιο, χρησιμοποιήθηκε από καθεστώτα για την χειραγώγηση των πολιτών, γνώρισε την περιθωριοποίηση μετά την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης ωστόσο παρέμεινε στυλοβάτης της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας των απανταχού εραστών του.

Η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου καθιερώθηκε με απόφαση της UNESCO στις 29 Σεπτεμβρίου 2011, έπειτα από πρόταση της Ισπανικής Ακαδημίας Ραδιοφώνου.

Αρχικά, η πρόταση των Ισπανών ήταν να τιμάται η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου στις 30 Οκτωβρίου, σε ανάμνηση της περίφημης εκπομπής του Όρσον Γουέλς το 1938, που έμεινε στην ιστορία ως ο «Πόλεμος των Κόσμων». Η UNESCO, όμως, αποφάσισε διαφορετικά και πρόκρινε τη 13η Φεβρουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία το 1946 πρωτολειτούργησε το ραδιόφωνο του ΟΗΕ.

Σκοπός της Παγκόσμιας Ημέρας Ραδιοφώνου είναι ο εορτασμός του ραδιοφώνου ως Μέσου Μαζικής Επικοινωνίας, η βελτίωση της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των ραδιοφωνικών οργανισμών και η ενθάρρυνση των μεγάλων διεθνών δικτύων, όσο και των τοπικών ραδιοφώνων, να προωθήσουν την πρόσβαση στην πληροφόρηση και την ελευθερία της έκφρασης στα ερτζιανά.

Ποιος είναι τελικά ο «πατέρας» του ραδιοφώνου;

Ένας από τους πρωτοπόρους των ραδιοκυμάτων, είναι ο Γερμανός φυσικός Χάινριχ Ρ. Χερτζ, ο οποίος επιβεβαίωσε την ηλεκτρομαγνητική θεωρία του Μάξγουελ και κατά τη διάρκεια πειραμάτων (από το 1886 έως το 1889) παρήγαγε και μελέτησε ηλεκτρομαγνητικά κύματα (γνωστά επίσης ως ερτζιανά κύματα, ή ραδιοκύματα). Μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1893, ο Νίκολα Τέσλα απέδειξε -μέσα από μια σειρά από διαλέξεις- πως ήταν εφικτή μια ραδιομετάδοση (εκπομπή και λήψη σημάτων μέσω ηλεκτρικών ταλαντώσεων).

Το 1896, ο Ιταλός εφευρέτης Γκουλιέλμο Μαρκόνι ήταν ο πρώτος που πραγματοποίησε στην Αγγλία επίδειξη ραδιοφωνικής επικοινωνίας, καταφέρνοντας να στείλει ασύρματο σήμα σε απόσταση 2km, ενώ το 1901 απέδειξε ότι μπορούσαν να σταλούν ραδιοφωνικά μηνύματα επάνω από τον Ατλαντικό σε μια απόσταση περίπου 3km.

Αν και ο Μαρκόνι θεωρήθηκε ευρέως ως ο εφευρέτης του ραδιοφώνου, το γεγονός αμφισβητήθηκε από πολλούς επιστήμονες, καθώς το σύνολο σχεδόν των πατεντών που είχε χρησιμοποιήσει ήταν του Νίκολα Τέσλα. Τελικά, ο Τέσλα δικαιώθηκε το 1943 (λίγους μήνες μετά το θάνατο του), ενώ αναγνωρίστηκε ως ο εφευρέτης του ραδιοφώνου το 1955. Παρόλα αυτά, είναι πολλοί εκείνοι που ακόμα και σήμερα αναφέρουν ως «πατέρα» του ραδιοφώνου τον Γκουλιέλμο Μαρκόνι.

Η εξάπλωση του ραδιοφώνου

Το πρώτο ραδιοφωνικό πρόγραμμα –με φωνή και μουσική- μεταδόθηκε από τον πειραματικό ραδιοφωνικό σταθμό του Ρέτζιναλτ Φέσσεντεν στο Μπραντ Ροκ της Μασσαχουσέττης, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1906. Από τότε, και μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το ραδιόφωνο είναι ένα μέσο που χρησιμοποιείται σε ερασιτεχνική βάση και δεν είναι καθόλου ανεπτυγμένο ή διαδεδομένο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι ερασιτεχνικοί σταθμοί κλήθηκαν να αναστείλουν τη δραστηριότητα τους, αλλά πολλοί εξ αυτών επέστρεψαν στην ενεργό δράση το 1919.

Η πολυπλοκότητα του ραδιοεξοπλισμού και ο αριθμός των ερασιτεχνικών σταθμών αυξήθηκε γρήγορα. Ένας από αυτούς τους ερασιτέχνες ήταν ο Αμερικανός μηχανικός Φρανκ Κόνραντ, όπου χάρη στο τεχνικό υπόβαθρο του το καλοκαίρι του 1916 καταφέρνει να εγκαταστήσει ραδιοφωνικό σταθμό στον τελευταίο όροφο ενός διώροφου γκαράζ δίπλα στο σπίτι του στη Πενσυλβάνια τον οποίο και χρησιμοποιούσε για μεταδόσεις ραδιοτηλεφωνίας.

Ο Κόνραντ εξελίσσει τον εξοπλισμό του και από τον Οκτώβριο του 1919 μεταδίδει μουσική από δίσκους γραμμοφώνου. Το πρόγραμμα του αποδεικνύεται ιδιαίτερα δημοφιλές και αποκτά φανατικό κοινό. Τότε ήταν που μεταδόθηκε και η πρώτη ραδιοφωνική διαφήμιση. Στη συνέχεια, η κατασκευάστρια εταιρεία ραδιοφωνικών δεκτών Westinghouse, αποφασίζει να στηρίξει και να εξελίξει τεχνολογικά τον ραδιοφωνικό σταθμό του Κόνραντ και κάπως έτσι, στις 20 Νοεμβρίου του 1920 «γεννήθηκε» ο ραδιοφωνικός σταθμός KDKA που λειτουργεί μέχρι και σήμερα.

Το 1926 εμφανίζεται στην αγορά ραδιοφωνικός δέκτης αρκετά πιο εύχρηστος, ποιοτικός και φθηνός και το ραδιόφωνο κατακτά πολύ ευρύ κοινό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη σύσταση σχετικής νομοθεσίας για την οργάνωση τόσο των σταθμών όσο και των συχνοτήτων εκπομπής. Η εδραίωση, όμως, του ραδιοφώνου έρχεται μετά το 1930 και σε αυτή την περίοδο δημιουργείται το καλά οργανωμένο δίκτυο σταθμών (κρατικών και ιδιωτικών) τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.

Κατά τη διάρκεια και μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ραδιόφωνο γίνεται κυρίως ενημερωτικό μέσο, ενώ στα τέλη της δεκαετίες του 1940 με αρχές του 1950 αποκτά έναν σημαντικό ανταγωνιστή -τόσο σε επίπεδο ψυχαγωγίας όσο και σε επίπεδο ενημέρωσης- την τηλεόραση. Έτσι, η ακροαματικότητα του ραδιοφώνου πέφτει κατακόρυφα και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί ψάχνουν λύσεις. Η λύση έρχεται κατά τη δεκαετία του 1950 με την εμφάνιση της δημοφιλέστατης μουσικής Rock “n Roll, όπου εκείνη τη περίοδο γνώρισε μεγάλη άνθιση. Η κρίση ξεπερνιέται και το ραδιόφωνο καθιερώνεται ως αποκλειστικά ψυχαγωγικό – μουσικό μέσο.

Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα

Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1920 με πειραματικές προσπάθειες μικρής κλίμακας από ιδιώτες και δημόσιους φορείς. Ο επίσημος φορέας συστήθηκε το 1938 και χρησιμοποιήθηκε για την προπαγάνδα του μεταξικού καθεστώτος. Γρήγορα έγινε δημοφιλές μέσο, ειδικά κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Ιταλία και της κατοχής. Μεταπολεμικά το ραδιόφωνο επεκτάθηκε και παρήγαγε ποιοτικό και μορφωτικό πρόγραμμα με απήχηση στο ευρύ κοινό, αλλά βρισκόταν υπό στενό κρατικό έλεγχο.

Η εμφάνιση της τηλεόρασης τη δεκαετία του 1960 και η επικράτησή της δεν επηρέασαν σημαντικά τη σχέση του κοινού μαζί του.

Το 1987, αφού νωρίτερα είχε εμφανιστεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός παράνομων («πειρατικών») σταθμών, επιτράπηκε η ίδρυση δημοτικών ή ιδιωτικών, δηλαδή μη κρατικών, σταθμών φέρνοντας πληθώρα ενημερωτικών και ψυχαγωγικών διαύλων σε όλη τη χώρα. Σταδιακά οι ιδιωτικοί επικράτησαν των κρατικών σταθμών, αν και οι τελευταίοι ανέκαμψαν μετά το 2000. Λόγω, τέλος, της οικονομικής κρίσης πολλοί σταθμοί έχουν περιορίσει το πρόγραμμά τους ή έχουν κλείσει.

Το ραδιόφωνο είχε έντονα πολιτικές χρήσεις από τις προπολεμικές και τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, ωστόσο έγινε ένα λαϊκό, ψυχαγωγικό μέσο που προσέλκυσε σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος, οι οποίοι παρήγαγαν ποιοτικό πρόγραμμα.

Τη δεκαετία του 1980, το πρόγραμμα έγινε–και σε μεγάλο βαθμό παραμένει μέχρι και σήμερα–εμπορικό, ενώ άρχισαν να εμφανίζονται και να επικρατούν αυτοματισμοί (playlist) που επικρίνονται για την μονομέρεια του περιεχομένου. Απήχηση, ακόμη, έχουν τα αθλητικά ραδιόφωνα. Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες ρύθμισης, το τοπίο παραμένει σε μεγάλο βαθμό άναρχο· σε όλη τη χώρα υπάρχουν πολλές εκατοντάδες σταθμοί.

Σε σύγκριση με την τηλεόραση και τον γραπτό τύπο, το ραδιόφωνο συγκέντρωνε μικρότερο μερίδιο διαφημιστικής δαπάνης, γεγονός που προκαλεί σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση σημαντικά προβλήματα βιωσιμότητας σε σταθμούς στην Αθήνα και την περιφέρεια.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 καταγράφονται σε δυτικές χώρες οι πρώτοι πειραματισμοί με ραδιοφωνικές εκπομπές, αρκετά χρόνια μετά τη χρήση ασυρμάτου για στρατιωτικούς σκοπούς. Σύντομα άρχισαν να λειτουργούν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη σταθμοί και σε άλλες χώρες με κανονικό πρόγραμμα και περιεχόμενο. Στην Ελλάδα τα πρώτα πειράματα ραδιοφωνίας έγιναν το 1922 από τον καθηγητή Φυσικής του ΕΚΠΑ Κώστα Πετρόπουλο, ο οποίος προσπάθησε να προπαγανδίσει το νέο μέσο στον τύπο, το 1923 από το Πολεμικό ναυτικό και το 1925 από ιδιωτική τεχνική σχολή. Οι ακροατές ήταν ελάχιστοι και όλοι οι δέκτες σφραγισμένοι από το κράτος, το οποίο είχε για χρόνια και την αποκλειστική δυνατότητα ασύρματων (όχι ραδιοφωνικών) εκπομπών.

To 1926 εξέπεμψε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη ο Χρήστος Τσιγγιρίδης, επιχειρηματίας-εισαγωγέας ραδιοφωνικών συσκευών. Tρία χρόνια αργότερα, το 1929, μετά από κάποιες δοκιμές, δημιούργησε δικό του σταθμό που μετέδιδε πρόγραμμα με ελληνική και ξένη σοβαρή μουσική στο πλαίσιο της ΔΕΘ και μόνο κατά τη διάρκειά της. Ο Τσιγγιρίδης ήθελε να αυξήσει τις πωλήσεις ραδιοφώνων για αυτό το λόγο έφτιαξε τον σταθμό, ο οποίος μετέδιδε διαφημίσεις, αναγγελίες και ειδήσεις σε συνεργασία με την εφημερίδα Μακεδονία.

Ο σταθμός του Τσιγγιρίδη, που ήταν ο πρώτος στα Βαλκάνια, λειτουργούσε σε μονιμότερη βάση από το 1936 και ως το 1947 οπότε και απαλλοτριώθηκε υπέρ του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας· λίγο νωρίτερα τους πομπούς του είχε χρησιμοποιήσει και το ΕΑΜ. Στην μεταξική περίοδο αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από το καθεστώς γιατί μετέδιδε μη αρεστές ειδήσεις, ενώ αργότερα, στην Κατοχή, μετέδιδε υποχρεωτικά την γερμανική προπαγάνδα, αν και ο Τσιγγιρίδης επινοούσε βλάβες για να μεταδίδει λιγότερο χρόνο το πρόγραμμα.

Οι κρατικές προσπάθειες για ίδρυση ραδιοφωνικού σταθμού, που άρχισαν εν τω μεταξύ το 1929, δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα, λόγω δικαστικών διενέξεων και άλλων ζητημάτων. Το διάστημα 1932 ή 1935-1938 εξέπεμπε, για παράδειγμα, στην περιοχή του Πειραιά σταθμός από το υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων. Παράλληλα, όμως, από το 1930 είχε αρχίσει να τίθεται το νομικό πλαίσιο για τη λειτουργία της ραδιοφωνίας.

Το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου κινήθηκε ενεργά προς τη δημιουργία κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού με βοήθεια και έμπνευση από την Ναζιστική Γερμανία, η οποία είχε επενδύσει στο ραδιόφωνο σαν μέσο προπαγάνδας. Έτσι το 1936 ιδρύθηκε η Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών.

Ο ραδιοθάλαμος του Ζαππείου όπου ξεκίνησαν οι εκπομπές το 1938

Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών (ΡΣΑ) άρχισε να εκπέμπει από τις 25 Μαρτίου 1938 και σε κανονικό πρόγραμμα από τις 21 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.Η έδρα του ήταν στα υπόγεια του Ζαππείου. Η πρώτη εκφωνήτρια ήταν η Αφροδίτη Λαουτάρη ενώ θρυλικό έγινε το σήμα του σταθμού, η βουκολική μελωδία, οΤσοπανάκος, που έμεινε γνωστό ως τις ημέρες μας.

Αριθμός ραδιοφωνικών δεκτών στην Ελλάδα, μέσα της δεκαετίας του 20 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950

Το μεταξικό καθεστώς έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην προπαγάνδιση της ιδεολογίας του και για το λόγο αυτό επιδίωκε να μοιράζει συσκευές ραδιοφώνου σε απομακρυσμένες περιοχές. Τα στατιστικά δείχνουν ότι οι ραδιοφωνικές συσκευές στην Ελλάδα αυξήθηκαν από 10.000 το 1936 σε 60.000 το 1940, ο υπολογισμός του κοινού όμως είναι δύσκολος γιατί πολλά ραδιόφωνα έπαιζαν σε δημόσιους χώρους, υπήρχαν δε και λαθρακροατές.

Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πόλεμου το ραδιόφωνο μετέδιδε πληροφορίες για τις συγκρούσεις και χρησιμοποιήθηκε για την κινητοποίηση της ελληνικής πλευράς. Λίγο πριν από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, σε μια δραματική έκκληση ο εκφωνητής κάλεσε τους ακροατές να μην πιστεύουν το σταθμό που σε λίγο θα μετέδιδε ψέματα.

Μετά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο ΡΣΑ μετέδιδε τη γερμανική προπαγάνδα, αν και το προσωπικό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το διακόπτει, προσποιούμενο τεχνικές δυσκολίες. Οι κατοχικές αρχές προσπάθησαν να σφραγίσουν ραδιόφωνα για να ακούγεται μόνο ο ΡΣΑ και να επιβάλλουν μεγάλες ποινές για τα αδήλωτα ή ασφράγιστα ραδιόφωνα, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όσοι είχαν ραδιόφωνο άκουγαν κρυφά την Ελληνική Υπηρεσία του BBC από το Λονδίνο.

Ανάπτυξη στην μεταπολεμική εποχή (1945-1987)

Οι Γερμανοί, λίγο πριν αποχωρήσουν από την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1944, προσπάθησαν να ανατινάξουν τους πομπούς του σταθμού στα Λιόσια, ωστόσο κατέστρεψαν μόνο έναν στους τρεις. Μετά την απελευθέρωση το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), που ιδρύθηκε στις 16 Ιουλίου 1945, προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το ραδιόφωνο. Το 1947 ίδρυσε ψυχαγωγικό σταθμό στην Θεσσαλονίκη, το 1952 το περισσότερο ψυχαγωγικό Δεύτερο Πρόγραμμα και το 1954 το Τρίτο Πρόγραμμα το οποίο εξαρχής μετέδιδε κλασική μουσική (το Πρώτο παρέμενε ενημερωτικό και επιμορφωτικό).

Από το 1948, μεσούντος του εμφυλίου άρχισε να λειτουργεί και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων. Ραδιοφωνικό σταθμό, την Φωνή της Αλήθειας, είχε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και ο Δημοκρατικός Στρατός που εξέπεμπε από τη Γιουγκοσλαβία και αργότερα τη Ρουμανία, το πρόγραμμά του όμως ακούγονταν από λίγους και είχε μικρή απήχηση. Η Φωνή της Αλήθειας εξέπεμπε ως το 1967.

Όπως προέβλεπε η νομοθεσία της εποχής (AN 1663/1951) ιδρύθηκαν αρκετοί ακόμη στρατιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι οποίοι αποδείχτηκαν μάλιστα δημοφιλείς, αποσπώντας κέρδη από τους δημόσιους. Καθώς επιβλέπονταν από το ΓΕΕΘΑ ήταν εκτός του ελέγχου της πολιτικής εξουσίας ή του ΕΙΡ. Το ΕΙΡ ίδρυσε και αυτό πολλούς περιφερειακούς σταθμούς στη δεκαετία του 1950 που ανέπτυξαν δικό τους πρόγραμμα. Γενικότερα, μετά τον πόλεμο οι αλλαγές ήταν λίγες λόγω και της γραφειοκρατικής δομής του ΕΙΡ που δεν επιθυμούσε να αναπτυχθεί ένα άλλο μοντέλο ραδιοφωνίας. Ωστόσο, για χρόνια το ραδιόφωνο ήταν μετά τις εφημερίδες η βασική πηγή ενημέρωσης στην Ελλάδα.

Η Χούντα των Συνταγματαρχών έστρεψε το ενδιαφέρον της στην τηλεόραση, που είχε αρχίσει από το 1966 πειραματικές εκπομπές με αυξανόμενη απήχηση στο κοινό. Το ραδιόφωνο παρέμενε στενά ελεγχόμενο και προπαγανδιστικό. Για αυτό το λόγο πολλοί άκουγαν τότε την ελληνική εκπομπή του BBC και αυτήν της Deutsche Welle που αμφότερες είχαν έντονα αντιστασιακό χαρακτήρα.

Κατά την μεταπολίτευση, και ενώ ήδη ήταν έντονο το φαινόμενο των ραδιοπειρατών , έγιναν προσπάθειες για τη βελτίωση του ραδιοφωνικού προγράμματος. Μια ιδιαίτερη προσπάθεια για ένα διαφορετικό μοντέλο ραδιοφώνου έγινε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 από τον Μάνο Χατζιδάκι όταν του ανατέθηκε η διεύθυνση της ραδιοφωνίας και αργότερα του Τρίτου Προγράμματος. Ο σταθμός απέκτησε ευρύτερη πολιτιστική διάσταση παράγοντας ποιοτικό πρόγραμμα με απήχηση στο κοινό. Ωστόσο οι συγκρούσεις του Χατζηδάκη με την γραφειοκρατία της ΕΡΤ και τη νέα διοίκηση από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που εξελέγη το 1981 οδήγησαν το εγχείρημα σε τέλος με την παραίτησή του το 1982.

Πειρατικοί και παράνομοι ιδιωτικοί σταθμοί (δεκαετίες 1960-1980)

Τη δεκαετία του 1960 εμφανίστηκε το φαινόμενο των ραδιοπειρατών, οι οποίοι είχαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις σταθμούς μικρής εμβέλειας και ισχύος στα μεσαία κύματα και αργότερα στα FM. Οι σταθμοί έπαιζαν πολλή μουσική: λαϊκές επιτυχίες ή ροκ, αργότερα ντίσκο ή μέταλ, που δεν παίζονταν πάντα από τα κρατικά ραδιόφωνα και μετέδιδαν αφιερώσεις. Το ενημερωτικό ή ειδησεογραφικό περιεχόμενο των σταθμών ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, πολλοί ήταν δε απολίτικοι για να αποφύγουν τις διώξεις.

Υπολογίζεται ότι σε μια 20ετία υπήρξαν 5.000-7.000 ραδιοπειρατές, ίσως ακόμα και 10.000. Είχαν, ωστόσο, να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς διώξεις και τις βαριές ποινές των Αρχών, οι οποίες τους επέβαλαν πρόστιμα βάσει του χουντικού νόμου 1244/1972, γιατί δεν είχαν άδεια.

Τη δεκαετία του 1980 το φαινόμενο των ραδιοπειρατών επεκτάθηκε, παρά το ότι οι αρχές δεν σταμάτησαν τις διώξεις. Η απήχηση των πειρατικών ή (νόμιμων) αυτοοργανωμένων σταθμών στη Γαλλία και την Ιταλία κινητοποίησε μέρη της Αριστεράς στην Ελλάδα που πήραν σχετικές πρωτοβουλίες.

Σε αυτή τη κατεύθυνση βοηθούσε και το άνοιγμα της ραδιοτηλεόρασης που είχε αρχίσει λίγο νωρίτερα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης υπό την αιγίδα της ΕΟΚ.

Στις αρχές της δεκαετίας άρχισαν, λοιπόν, να εμφανίζονται πειρατικοί σταθμοί με μονιμότερο πρόγραμμα, και φοιτητικοί. Ακόμη εμφανίστηκαν βραχύβιοι σταθμοί με πολιτικό περιεχόμενο, όπως ο Ράδιο Αντίλαλος του περιοδικού Αντί. Πίεση προς την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άσκησε η υπόθεση του Καναλιού 15, το οποίο εξέπεμπε μη εμπορικό, ποιοτικό πρόγραμμα.

Το 1985 συνελήφθησαν αρκετοί από τους παραγωγούς και υποστηρικτές του σταθμού, μεταξύ τους και ο καθηγητής Νομικής Φαίδων Βεγλερής, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις στον Τύπο. Το Κανάλι 15 συνέχισε να εκπέμπει και μετά την απελευθέρωση της ραδιοφωνίας ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 όταν υποχώρησε η απήχηση έναντι των εμπορικών σταθμών.

Με την καθιέρωση της ελεύθερης ραδιοφωνίας, και καθώς ο νόμος προέκρινε τους ιδιωτικούς και τους δημοτικούς σταθμούς, το φαινόμενο ατόνησε και σταδιακά εξαφανίστηκε. Αρκετοί ραδιοπειρατές εργάστηκαν σε ιδιωτικά ραδιόφωνα.

Επικράτηση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας (1987 ως σήμερα)

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε αρχίσει να τίθεται πιο έντονα το αίτημα για μη κρατική ραδιοφωνία και, προς τα μέσα, για τηλεόραση. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξέτασε το ενδεχόμενο άρσης του μονοπωλίου το 1982 και το 1985 αλλά δεν υπήρξε συνέχεια. Μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1986, όταν η Νέα Δημοκρατία επικράτησε στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά, οι δήμαρχοι των τριών πόλεων, αντίστοιχα ο Μιλτιάδης Έβερτ, ο Σωτήρης Κούβελας και ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, έκαναν κινήσεις για την ίδρυση δημοτικών ραδιοφωνικών σταθμών, αναγκάζοντας τελικά την κυβέρνηση να θεσμοθετήσει την μη κρατική ραδιοφωνία (νόμος 1730/1987).

Ο πρώτος νόμιμος ιδιωτικός ραδιοσταθμός ήταν ο Αθήνα 9.84 που εξέπεμψε στις 31 Μαΐου 1987χτυπώντας ακροαματικότητες  ( 52%) που παρεμένει έως σήμερα ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα. Ακολούθησε το Κανάλι 1 στον Πειραιά στις 26 Ιουνίου και τον Σεπτέμβριο ο FM100 στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα ιδρύθηκαν δεκάδες σταθμοί σε όλη τη χώρα, φέρνοντας τη λεγόμενη άνοιξη της ραδιοφωνίας.

Ξεχωριστή σημασία είχε δοθεί στην ανάπτυξη τοπικής ραδιοφωνίας η οποία θα στόχευε στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία των κατοίκων ενός ή περισσότερων δήμων,  μία πρόταση που είχε γίνει από την ΚΕΔΚΕ ήδη από το 1984.

Ο πρώτος διαδημοτικός σταθμός ήταν ο Δίαυλος 10 που εξέπεμπε με την ευθύνη δήμων της Αττικής. Στην πρώτη περίοδο μετά την ίδρυσή τους, τα δημοτικά ραδιόφωνα είχαν ευρεία διάδοση και προσέλκυαν το κοινό των περιοχών όπου εξέπεμπαν, αλλά αργότερα επικράτησαν οι ιδιωτικοί σταθμοί που ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι και είχαν καλύτερη χρηματοδότηση.

Τα σχέδια στα τέλη της δεκαετίας του 1980 για ολοκληρωμένη παρουσία και κάποιες προτάσεις για τη δημιουργία δικτύων σταθμών δεν είχαν συνέχεια. Όσοι σταθμοί δημιουργήθηκαν είχαν μεγάλη εξάρτηση από τις δημοτικές παρατάξεις που είχαν τη πλειοψηφία (έμμεσα και τα κόμματα) και συσσώρευσαν μεγάλα χρέη. Τελικά, οι σταθμοί υποχώρησαν μπροστά στο εμπορικό ραδιόφωνο.

Η απουσία σαφούς πλαισίου έφερε την έκρηξη της ραδιοφωνίας, με πολλούς (άγνωστο πόσους ακριβώς) ημινόμιμους σταθμούς. Το 1994 υπολογίζεται ότι σε όλη την Ελλάδα υπήρχαν 1.200 ραδιοφωνικοί σταθμοί, από τους οποίους 256 ήταν στο λεκανοπέδιο. Μια δεκαετία αργότερα, το 2005, καταμετρώνταν από το ΕΣΡ 777 σταθμοί. Από την άλλη πλευρά, παρά την εισαγωγή της ιδιωτικής τηλεόρασης, το κοινό της ραδιοφωνίας έμεινε σταθερό τη δεκαετία του 1990 και του 2000.

Η διοικητική συνένωση τηλεόρασης και ραδιοφώνου υπό την ΕΡΤ ΑΕ το 1987 επιδείνωσε τα γραφειοκρατικά προβλήματα στο δημόσιο ραδιόφωνο (ΕΡΑ) και την έβαλε στο περιθώριο σε σχέση με την τηλεόραση, που και αυτή πιέστηκε πολύ από την ιδιωτική τηλεόραση μετά το 1989. Η ποσότητα και η ποιότητα του προγράμματος υποβαθμίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και οι ακροαματικότητες υποχώρησαν σημαντικά.

Την άνοιξη του ραδιοφώνου διαδέχτηκε μία περίοδος πειραματισμών και ανταγωνισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ιδιωτικοί σταθμοί, συνήθως οι ενημερωτικοί (μεταξύ τους ο Σκάι, ο Αντέννα και ο Flash), κατέγραφαν πολύ υψηλές ακροαματικότητες και ήταν έντονα πολιτικοποιημένοι.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Σκάι που ενεπλάκη την περίοδο 1990-1993 σε διαμάχη με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τις ακροαματικότητες να χτυπούν κόκκινο. Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας, το ενδιαφέρον υποχώρησε προς όφελος των ψυχαγωγικών σταθμών.

Μετά τη χρηματιστηριακή κρίση τα ραδιόφωνα προέβησαν σε μεγάλες περικοπές προσωπικού και προγραμμάτων, αποδυναμώνοντας τον ενημερωτικό τους ρόλο. Ενισχύθηκαν, αντίθετα, τα κρατικά ραδιόφωνα που διατήρησαν τον ενημερωτικό και ψυχαγωγικό ρόλο τους  και τα αθλητικά ραδιόφωνα τα οποία είχαν φτηνό και πολιτικά αδιάφορο πρόγραμμα.

Οι ραδιοσταθμοί στην περιφέρεια λόγου κόστους επενδύουν λιγότερο στην ενημέρωση και περισσότερο στην ψυχαγωγία. Πολλοί συνδέονται για μερικές ώρες κάθε ημέρα με μεγάλους αθηναϊκούς σταθμούς και αναμεταδίδουν το πρόγραμμά τους.

Λόγω της κρίσης και των τεχνικών διευκολύνσεων, διάδοση γνωρίζει τα τελευταία χρόνια το δικτυακό ραδιόφωνο που είναι κυρίως μουσικό και προσπαθεί να επιλέγει μουσική από ευρύτερο φάσμα επιλογών. Καταγράφονται ακόμη προσπάθειες για αυτοοργανωμένους σταθμούς από εργαζόμενους σταθμών που έκλεισαν και πλέον διαχειρίζονται μόνοι το πρόγραμμα και την επιχείρηση.

Το ραδιόφωνο ως συσκευή

Ο Αμερικανός εφευρέτης Λη ντε Φόρεστ αναφέρεται ως πρωτοπόρος στην ανάπτυξη της ραδιοεπικοινωνίας. Σχεδίασε διάφορες απλές συσκευές για ασύρματο ραδιόφωνο και συσκευές αποστολής τηλεγραφικών σημάτων. Η σημαντικότερη εφεύρεση του ήταν μια λυχνία κενού που την ονόμασε Audion (γνωστή και ως «τρίοδος») και από το 1906 μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 αποτελούσε βασικό στοιχείο σχεδόν σε όλα τα ραδιόφωνα, τα ραντάρ, την τηλεόραση και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

Από τις λυχνίες στα τρανζίστορ

Η λυχνία κενού είχε πολλά μειονεκτήματα, κατανάλωνε αρκετή ενέργεια, θερμαινόταν εύκολα και είχε υψηλό κόστος. Η ανάγκη για ένα πιο οικονομικό και ταυτόχρονα καινοτόμο μέσο ενίσχυσης, οδήγησαν του ερευνητές John Bardeen, Walter Brattain και William Shockley, που εργάζονταν στα εργαστήρια Bell, να εφεύρουν το τρανζίστορ. Το πρώτο τρανζίστορ εμφανίστηκε στις 23 Δεκεμβρίου, 1947. Μετά την απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, η εταιρεία πραγματοποίησε συνέντευξη Τύπου τον Ιούνιο του 1948, κατά την οποία παρουσιάστηκε ένα πρωτότυπο ραδιόφωνο τρανζίστορ. Από τότε, και μέχρι στις αρχές της δεκαετίας του 1950, εμφανίστηκαν πολλά πρωτότυπα ραδιόφωνα τρανζίστορ, ωστόσο ποτέ δεν τέθηκαν σε μαζική παραγωγή.

Τα πρώτα ραδιόφωνα τρανζίστορ

Το ράδιο τρανζίστορ Regency TR-1 αποτελούσε το πρώτο μοντέλο παραγωγής των εταιρειών Texas Instruments και Regency Electronics, το οποίο και κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1954.

Η χρήση των τρανζίστορ αντί για λυχνίες κενού, είχε σαν αποτέλεσμα μια μικρότερη και ελαφρύτερη συσκευή που μπορούσε να χωρέσει ακόμα και στη τσέπη. Επίσης, την ίδια περίοδο, εμφανίστηκε και η γνωστή πλέον 9v μπαταρία που χρησιμοποιήθηκε για την τροφοδοσία των τρανζίστορ.

Τα περισσότερα ραδιόφωνα διέθεταν υποδοχές ακουστικών και την κυκλοφορία τους συνόδευαν ακουστικά με μέτρια ποιότητα αναπαραγωγής ήχου. Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του, το TR-1 πούλησε 100.000 τεμάχια. Η εμφάνιση και το μέγεθος της συσκευής εντυπωσίασε τους καταναλωτές, ωστόσο οι κριτικές για τις επιδόσεις του ήταν συνήθως αρνητικές.

Το Φεβρουάριο του 1955, η Raytheon έφερε στην αγορά το 8-TP-1, ένα μεγαλύτερο σε μέγεθος ραδιόφωνο τρανζίστορ με ηχείο 4 ιντσών και τέσσερα επιπλέον τρανζίστορ (το TR-1 χρησιμοποιούσε μόνο τέσσερα). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα καλύτερη ποιότητα ήχου σε σχέση με το TR-1, και πιο αποδοτική κατανάλωση μπαταρίας.

Μετά την επιτυχία του 8-TP-1, η αγορά κατακλείστηκε με περισσότερα μοντέλα ραδιοφώνων τρανζίστορ. Μάλιστα τον Οκτώβριο του 1955 εμφανίστηκε το πρώτο ραδιόφωνο τρανζίστορ για αυτοκίνητο, το 914HR, το οποίο αργότερα (1956) ήταν διαθέσιμο ως επιλογή στα νέα αυτοκίνητα της Chrysler.

Το 1952, ο Ιάπωνας μηχανικός  Μασάρου Ιμπούκα, ιδρυτής της Tokyo Telecommunications Engineering Corporation, ταξίδεψε στις ΗΠΑ για να κατοχυρώσει την πατέντα του τρανζίστορ. Ο Ιμπούκα και ο συνεργάτης του, ο φυσικός Άκιο Μορίτα, κατάφεραν να πείσουν το ιαπωνικό Υπουργείο Διεθνούς Εμπορίου και Βιομηχανίας να τους χρηματοδοτήσει για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων.

Έτσι, ο Ιμπούκα δανείζεται ιδέες από τους Αμερικανούς κατασκευαστές τρανζίστορ και κατάφερε να βελτιώσει την τεχνολογία. Τρία χρόνια αργότερα, η εταιρεία μετονομάζεται σε Sony και κυκλοφορεί στην αγορά των ΗΠΑ το ραδιόφωνο TR-55, το οποία ενσωμάτωνε 5 τρανζίστορ.

Η Sony έγινε η πρώτη εταιρεία κατασκευής τρανζίστορ και άλλων εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ραδιοφώνων. Ωστόσο, η έλλειψη διαφήμισης σε συνδυασμό με τη μικρή παραγωγή, έφεραν αρνητικές πωλήσεις. Ακολούθησαν και άλλες αποτυχίες, μέχρι που το Δεκέμβριο του 1957 η Sony εισάγει στην αμερικανική αγορά το TR-63, μικρότερο και τεχνολογικά πιο εξελιγμένο από το αρχικό Regency TR-1.

Η συσκευή ήταν διαθέσιμη σε τέσσερις χρωματικές επιλογές και χρησιμοποιούσε μπαταρία 9v, η οποία έγινε πρότυπο για ραδιόφωνα τρανζίστορ. Το «ραδιόφωνο τσέπης» αποδείχθηκε τεράστια εμπορική επιτυχία. Μάλιστα, μετά την επιτυχία του TR-63, στην αγορά των ΗΠΑ εντάχθηκαν και άλλες ιαπωνικές εταιρείες, όπως οι Toshiba και Sharp.

Το 1959 υπάρχουν στην αγορά των ΗΠΑ περισσότερα από 6 εκατομμύρια ραδιόφωνα τσέπης που παράγονται από ιαπωνικές εταιρείες, αριθμός που μεταφράζεται σε 62 εκατομμύρια δολάρια σε έσοδα!

Ποπ κουλτούρα

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και με την ολοένα αυξανόμενη δημοτικότητα της μουσικής Rock “n Roll, τα ραδιόφωνα τρανζίστορ έγιναν εξαιρετικά δημοφιλή στους νέους ανθρώπους.

Η επιρροή των τρανζίστορ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου φαίνεται και από την εμφάνιση τους σε δημοφιλείς ταινίες, τραγούδια και βιβλία της εποχής. Στα τέλη του 1950, εμφανίστηκαν ραδιόφωνα με περισσότερα περίτεχνα σχέδια και μικρότερα σε μέγεθος. Ο καθένας πλέον, είχε ένα ραδιόφωνο στη τσέπη του!

Η άνοδος των φορητών συσκευών αναπαραγωγής ήχου

Από το 1980, η δημοτικότητα των φορητών ραδιοφώνων έχει μειωθεί κατακόρυφα μετά την κυκλοφορία των φορητών συσκευών αναπαραγωγής ήχου, οι οποίες επιτρέπουν στους χρήστες να μεταφέρουν και να ακούνε τη μουσική της επιλογής τους, ενώ ενσωματώνουν επίσης δέκτη ραδιοφώνου.

Τη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκαν τα κασετόφωνα (γνωστά και ως boombox) και συσκευές αναπαραγωγής όπως το Sony Walkman, ενώ ακολούθησαν και τα φορητά CD players. Ένας κοινός τύπος είναι πλέον οι φορητές συσκευές αναπαραγωγής ψηφιακού ήχου.

Το συγκεκριμένο είδος συσκευής αποτελεί δημοφιλής επιλογή για τους χρήστες που δεν είναι ικανοποιημένοι με τα επίγεια ραδιόφωνα, λόγω αρκετών τεχνικών περιορισμών. Ωστόσο τα ραδιόφωνα τρανζίστορ παραμένουν ως επιλογή για ειδήσεις και αθλητικά προγράμματα, ενώ πολλοί είναι εκείνοι/ες που απλά προτιμούν τη γοητεία του κλασικού!

Διαδικτυακό ραδιόφωνο

Το όραμα του Βρετανού επιστήμονα Τιμ Μπέρνερς Λι για ένα παγκόσμιο σύστημα διασυνδεδεμένων δικτύων υπολογιστών φέρνει το 1989 την μεγάλη άνθιση του διαδικτύου στις ΗΠΑ. Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1993 εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αμερική το διαδικτυακό ραδιόφωνο (γνωστό και ως e-Radio).

Πρόκειται για ένα μέσο ροής (stream medium) το οποίο προσφέρει στους ακροατές μία συνεχή ροή ήχου πάνω στην οποία δεν έχουν έλεγχο όπως και στα κλασικά μεταδιδόμενα ραδιόφωνα. Πρωτοπόρος του διαδικτυακού ραδιοφώνου ήταν ο Καρλ Μάλαμουντ, ο οποίος ξεκίνησε την πρώτη ιντερνετικο-ραδιοφωνική εκπομπή με τίτλο  «Internet Talk Radio».

Σταθμός όμως για το διαδικτυακό ραδιόφωνο ήταν η ίδρυση του NetRadio.com το 1995. Από τότε, εμφανίστηκαν στην Αμερική και άλλοι ραδιοφωνικοί σταθμοί μέχρι που τον Μάρτιο του 1996 λειτούργησε στο Λονδίνο ο πρώτος ευρωπαϊκός ραδιοφωνικός σταθμός (Virgin Radio).

Το διαδικτυακό ραδιόφωνο εξελίσσεται ακόμα περισσότερο και καταφέρνει να γίνει η πιο δημοφιλής πλατφόρμα και από το 2000 και μετά, η λήψη του είναι πλέον παγκόσμια, αυξήθηκε η ποιότητα ροής, ενώ το εύρος ζώνης έγινε πιο οικονομικό. Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα πολλοί σταθμοί που εκπέμπουν αποκλειστικά από το διαδίκτυο.

Ραδιόφωνο παντού!

Προς τα τέλη του 20ου αιώνα, το ραδιόφωνο ενσωματώθηκε σε ψηφιακές συσκευές αναπαραγωγής (CD players, mp3κ.λπ.) καθώς και στα κινητά τηλέφωνα. Πλέον, υπάρχει ως επιλογή στις «έξυπνες» συσκευές όπως είναι τα smartphones, τα tablets, ακόμα και στις smart tvs.

Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει για πόσο ακόμα θα συνεχιστεί η τεχνολογική εξέλιξη του ραδιοφώνου, αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε, όμως, είναι ότι θα συνεχίσει να συντροφεύει εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, στο σπίτι, στη κουζίνα, στο γυμναστήριο, στο αυτοκίνητο, στα ταξίδια, στις χαρές και στις λύπες.

Χρόνια Πολλά Ραδιόφωνο! Χρόνια Πολλά TOP FM 96,9!

Βάλτε τον αγαπημένο σας ραδιοφωνικό σταθμό να παίζει δυνατά!

Σχετικά Άρθρα