Του Θανάση Μουσόπουλου
Φιλόλογου – συγγραφέα – ποιητή
Τη συνάδελφο κυρία Χαρά Κοσεγιάν τη γνώρισα μέσα από τον τόμο «Από το Αραράτ στον Όλυμπο», που περιέχει θέματα αρμενικής λαογραφίας. Στο εν λόγω πολυσήμαντο έργο η κυρία Κοσεγιάν δημοσιεύει ένα άρθρο σύγκρισης των ελληνικών και αρμενικών ακριτικών τραγουδιών. Αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των ελληνικών και αρμενικών ηρωικών επών των μέσων χρόνων, ενώ η συγγραφέας προτείνει επέκταση των ερευνών, έτσι που να «αποκαλυφθούν οι διαφαινόμενες σχέσεις που καταδεικνύουν την πολιτιστική συγγένεια και πιστοποιούν την πολιτιστική όσμωση δύο λαών, οι οποίοι συχνά στην ιστορία ακολούθησαν παράλληλες πορείες, είχαν κοινές επιλογές και σε αρκετές περιπτώσεις κοινή μοίρα».
Καθώς διάβαζα το σήμερα παρουσιαζόμενο μυθιστόρημά της κυριεύθηκα από τη γοητεία του λόγου της, από την πλοκή της υπόθεσης, από τα ψυχολογικά, κοινωνικά, πολιτικά, ιστορικά συμφραζόμενα. Για να είμαι ειλικρινής δεν είμαι σίγουρος αν προτιμούσα να τελειώσει για να δω τι έγινε στο τέλος ή να καθυστερώ την ολοκλήρωση για να διατηρήσω περισσότερο τη χαρά της ανάγνωσης.
Το μυθιστόρημα «Ναϊρί» που προσεγγίζουμε είναι ένα πολυεπίπεδο κείμενο, με σύγχρονη γραφή, με πολλές οπτικές.
Αν με ζητούσε κάποιος να το κατατάξω, δε θα μπορούσα να απαντήσω ούτε εύκολα ούτε πάντως μονοσήμαντα. Ερωτικό, πολιτικό, κοινωνικό, επιστημονικό, ιστορικό. Όχι λίγο από το καθένα, όλα μαζί με κανονικές δόσεις. Για τούτο το χαρακτήρισα ως σύγχρονο πολυεπίπεδο.
Η συγγραφέας έχει απόψεις για ορισμένα ζητήματα, προβάλλει και υποστηρίζει τις θέσεις της, συχνά τολμηρά.
Σε ένα συνέδριο διαλεκτολογίας που πραγματοποιείται στην Κύπρο, συρρέουν Έλληνες, Κύπριοι, Αρμένιοι, Πόντιοι, Κούρδοι, και όχι μόνο – άντρες και γυναίκες. Ανάμεσα στους ήρωες και στις ηρωίδες του έργου αναπτύσσονται ποικίλες σχέσεις, υπάρχουν ανατροπές, αναζητήσεις, μυστήρια ψυχολογικής και καθημερινής υφής. Σε αυτό το πολύχρωμο σκηνικό αναπτύσσονται οι 297 σελίδες του καλαίσθητου βιβλίου των εκδόσεων Σταμούλη Θεσσαλονίκης.
Στο σκηνικό αυτό υπάρχουν κύρια και περιφερειακά θέματα. Σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να προσεγγίσω το μυθιστόρημα ως πηγή γαστρονομικών θεμάτων και συνταγών, ως αναφορά στα καφενεία ως χώρους διαλόγου και στους καφέδες, ως πηγή για τις πολλές καταπατημένες και μη αρχαιότητες της Κύπρου.
Ας περιοριστούμε παραδειγματικά σε δυο τρία σημεία γαστρονομικού ενδιαφέροντος.
«Δίαιτα οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τον τρόπο ζωής. Κάθε λαός έχει το δικό του. Στην Κύπρο ήρθαμε για να δοκιμάσουμε τον δικό τους. Χαλούμι, σεφταλιές και γαρδούμπες ήταν σε πρώτη ζήτηση. Πλιγούρι και χούμους σε δεύτερη. Λούντζα ήταν η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού, μια νοστιμότατη κατασκευή του χοιρινού κρέατος, καμωμένη στον ήλιο». «Θα φέρω κι άλλο ούζο, λέει. Και φούσκες. Να τις δοκιμάσετε, αν δεν τις ξέρετε. Και αυγά αχινού, αχινοσαλάτα». «Αρνί σούρα είχα να φάω από όταν ζούσε η γιαγιά. Μπελαλίδικο φαγητό […] Είναι αρμένικο φαγητό».
Ορισμένα σημεία τονίζουν αυτό που η Χαρά αναφέρει στη μελέτη που προαναφέραμε «παράλληλες πορείες, κοινές επιλογές και σε αρκετές περιπτώσεις κοινή μοίρα».
Μελετώντας το μυθιστόρημα ξεχώρισα κάποιες σελίδες αντιπροσωπευτικές του συνόλου σύμφωνα με την οπτική της προσέγγισής μου. Για να παίξω λίγο με τη γλώσσα βάφτισα τη ματιά μου: Παίζοντας με τις λέξεις – φυλή ή φύλο, δίνοντας έμφαση στη γλωσσολογία/διαλεκτολογία και στη σχέση της φυλής και του φύλου.
Με τα αποσπάσματα που θα παρουσιάσω στη συνέχεια συρράπτοντάς τα, θα δείτε μόνοι και μόνες σας τη μορφή και το περιεχόμενο του έργου της Χαράς.
Το πρώτο που αναζητώ διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι το νόημα του τίτλου – η ερμηνεία του. Επί του προκειμένου «Ναϊρί». Κατά κανόνα τα σχόλια περί τον τίτλο βοηθούν και στην κατανόηση του κειμένου.
«Ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη εποχή, κινούμαστε σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον […] ‘Ναϊρί!’ αναφώνησα. ‘Το τραπέζι μας γη των ρυακιών! Διαφορετικές αρχικές αφετηρίες, κοινές εμπειρίες, παράλληλες διαδρομές, ίδιο το σημείο συνάντησης’. ‘Ναϊρί’ είναι το ασσυριακό όνομα της Αρμενίας για τους πρωτοαρμενίους […] ‘Ρυάκια οι ζωές των ανθρώπων. Σε όλους τους αιώνες μετακινούνται, σμίγουν, χωρίζουν, δημιουργούν, γκρεμίζουν, καταστρέφουν…’ ‘Εμένα πάλι με ταξιδεύει αλλού. Κάτι σαν ελληνιστική παρέα μου κάνουμε. Μιλάμε για τον ελληνικό πολιτισμό, μετέχουμε ελληνικής παιδείας’».
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στη γλώσσα γενικά και στη διαλεκτολογία ειδικότερα, λόγω του συνεδρίου – σκηνικού της όλης υπόθεσης. Με την ευκαιρία η συγγραφέας προβαίνει σε πολλές διαπιστώσεις και σχόλια. Σημαντικά είναι τα σχετικά με τη μεγάλη σημασία των διαλεκτολογικών λογοτεχνικών κειμένων.
«Μ’ αρέσει η διαλεκτολογία, παραδεχόταν. Σου δίνει την ευκαιρία να μελετήσεις τους πολιτισμούς στη ρίζα τους, χωρίς φτιασίδια και εξωτερικές προσθήκες, χωρίς ωραιοποιήσεις και στρογγυλέματα […] Έχει πολλούς ποιητές στην Κύπρο που διαλέγουν να γράφουν στην ντοπιολαλιά. Με γνωστό τον κίνδυνο να μην τους καταλάβουν παραπέρα. Να μη βγουν από τα σύνορα του τόπου τους […] Γλώσσα είναι ο τόπος μας, το σπίτι που γεννηθήκαμε, η αυλή που παίξαμε. Εκεί μέσα πρέπει να νιώθεις άνετα». Διάλεκτος, «η πιο πηγαία μορφή της συλλογικής μνήμης».
Και φτάνουμε στο δίπολο Φυλή και Φύλο – Ιστορία και Έρωτας. Ο άντρας και η γυναίκα σε ζεύγμα αρνητικό ή θετικό παίζουν σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα – είναι τα βασικά μόρια του αείρροου ιστορικού ποταμού. Ποιο ρόλο παίζει η φυλή στην επιλογή ερωτικού συντρόφου και κυρίως νόμιμου συζύγου. Τις περασμένες δεκαετίες ρωτούσαν παιγνιωδώς μερικοί «τι θα κάνεις αν ο γιος σου ή η κόρη σου φέρουν ταίρι νέγρο – κινέζο …». Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης των μετακινήσεων της προσφυγοποίησης ομάδων και λαών φαίνεται ότι πολλά άλλαξαν ή τείνουν
«Αφού τον αγάπησε τόσο πολύ, γιατί δεν τον πήρε; Γιατί υπαναχώρησε εκείνος;
-Τους σκέφτεσαι σαν άντρα και γυναίκα. Να σου θυμίσω ότι ήταν Αρμένης και Κούρδισσα, έβαλε το όρια η Φιλίζ.
[…] Το ίδιο και σήμερα, του θύμισα. Στη Γαλλία φτάνουν συχνά καταγγελίες για κοπέλες που αναγκάστηκαν να τερματίσουν τη ζωή τους, μόνο και μόνο επειδή αντιστάθηκαν στη θέληση του πατέρα τους να παντρευτούν όποιον εκείνος τους έδινε […] Πάνω από διακόσια εγκλήματα τιμής διενεργούνται κάθε χρόνο στην Τουρκία […]
(Η συγγραφέας από τη μεριά της γυναίκας, χωρίς να αδικεί τον άντρα)
-Σ’ αγαπώ, επανέλαβε σαν να μην με άκουσε […] Τόσα χρόνια μαθημένος να κρύβεις τα αισθήματά σου, πώς ξαφνικά, ακόμα κι αυτά σε πνίγουν, αν βουίζουν μέσα σου σαν ορμητικό ποτάμι, αν χτυπούν τα πλευρά σου για να ανοίξεις, πώς όμως να αφήσεις αφύλακτη διάβαση και να διαβούν;
[…] Τον φίλησα πάλι.
-Και πέρα από τη δουλειά, τη ζωή σου, το σπίτι σου, όλα θα τα αφήσεις πίσω;
-Το σπίτι μου είναι πια εδώ. Κι εδώ βλέπω και τη ζωή μου. Έτσι κι αλλιώς, τα πάντα ρει. Αρκεί να είσαι έτοιμος να το δεχτείς…
-Με τρομάζεις. Τόσο με αγαπάς λοιπόν; Αυτάρεσκος ο άντρας».
Έντονος είναι πλέον ο προβληματισμός για τη μοίρα των λαών – για την αδυναμία του ατόμου να ανατρέψει ορισμένες καταστάσεις. Πώς αντιδρούμε: με την αποσιώπηση ή με την εκτόνωση; Το θάβουμε ό,τι μας τρώει τα σωθικά ή το θεραπεύουμε αναλύοντας, φτάνοντας στις ρίζες του … Το θέμα είναι πολύπλευρο. Η Χαρά αναφέρεται στο τρίπτυχο θρησκεία – ηθική – πολιτική, νομίζω βλέποντάς το ως αποστολή του πνευματικού ανθρώπου.
«Μπήκα στο πρώτο μπαρ που βρήκα μπροστά μου και θρήνησα. Έκλαψα τη μοίρα των λαών που στριμώχνονται, τη ρόδα που γυρίζει, τη ζωή που τουμπάρει. Οι χθεσινοί ισχυροί γίνονται στη συνέχεια ανίσχυρα μπαλάκια στα πόδια άλλων που χειρίζονται τη γη. Οι πολλοί, βέβαια […] Οι μοίρες των λαών είναι πατσαβούρια για τους ισχυρούς […] Τι έχουν να χωρίσουν στ’ αλήθεια οι Τούρκοι, οι Κούρδοι, οι Έλληνες, οι Κύπριοι ή οι Αρμένιοι; […]
Δεν αντέχω άλλο την πίκρα των ανθρώπων. Την κρυμμένη. Που κατά καιρούς ξεσπάει και τα παρασέρνει όλα στο διάβα τους. Και πρώτα-πρώτα τον ίδιο που τη νοιώθει. Την Έλενα. Εμένα. Τη δική μου κρυμμένη πίκρα δεν αντέχω. Τη δική μου κρυμμένη αλήθεια που δεν την είπα σε κανέναν […]
Γιατί είναι σπάνιο να βλέπεις στην εποχή μας ανθρώπους να μάχονται ανυστερόβουλα για τα πιστεύω τους […]
Όταν η ηθική βρίσκεται στη θρησκεία και η θρησκεία αλληθωρίζει στην πολιτική και από κει στα χρηματιστήρια, στις ροζ ιστορίες, στα χρυσόβουλα, τα χρυσοποίκιλτα άμφια και τα πολλά στρέμματα οικόπεδα, δεν έχει μείνει κανένας Θεός για να τη σώσει, γιατί το Θεό Τον έχουμε μέσα μας, ή δεν Τον έχουμε, και το κακό το έκαναν εκείνοι που δεν έμαθαν στις καινούριες γενιές πως ο καθρέφτης στο σπίτι δεν χρησιμεύει μόνο για το ξύρισμα το πρωί, και πως το ‘μέσα’ μας, υπάρχει για να το ψάχνουμε σε σχέση και με τους άλλους».
Ζώντας εμείς εδώ στη Θράκη, έχοντας τη Βουλγαρία λίγα χιλιόμετρα μακριά μας, νιώσαμε βαθύτατη τη βαλκανική διάσταση σε αρκετές σελίδες του έργου «Ναϊρί». Η Βουλγαρία περιλαμβάνει την Ανατολική Ρωμυλία – τη Βόρεια λεγόμενη Θράκη. Η συγκίνησή μας είναι μεγάλη όταν βαδίζοντας στα καλντερίμια του Νεσέμπαρ / της αρχαίας Μεσημβρίας ντόπιος ή ντόπια να σου απευθύνει το λόγο στα ελληνικά, προσδοκώντας να πιάσει κουβέντα μαζί σου.
Γι΄ αυτό κλείνοντας, κάποια σπαράγματα του κειμένου θα μας αφήσουν την όμορφη και ώριμη γεύση του λόγου της Χαράς Κοσεγιάν. Κατά κάποιο τρόπο, το επιλογικό αυτό σημείο της εισήγησής μου συναιρεί όλα τα σημεία που έθιξα στην προσέγγισή μου.
«’Εγώ είμαι πιο άγαρμπη, βαλκάνια, βλέπεις. Γυναίκα του βουνού, τα Μπαλκάν, το δάσος, το κακοτράχαλο τοπίο, ο Αίμος, ίδια χόρευαν μέσα μου’ […] ‘Δεν πάνε καλά τα πράγματα, έ;’ – ‘Τώρα πια είναι καλύτερα […] ‘Ολες οι μεταβάσεις σημαίνουν πως θα ακολουθήσουν δύσκολα χρόνια […] ‘Επειδή η συζήτηση ξεκίνησε από την ομορφιά, είναι όντως οι Βουλγάρες όμορφες, αλλά όταν τη χρησιμοποιούν για να βγούνε προς πώληση, ας έλειπε καλύτερα’ – Η πίκρα της Έλενας με βύθισε. (η συγγραφέας κάνει τον Γ. Σεφέρη οικουμενικό) Όπου και να γυρίσω ο κόσμος μας πληγώνει […] Η Έλενα μαζί με τους άλλους στα Βαλκάνια γράφανε ιστορία, και εγώ στη Γαλλία κοιμόμουν μακάρια, αθώα, βαθύτατα ένοχη, μέσα στον εφησυχασμό και το βόλεμά μου […] Όλη η Βουλγαρία είναι κοντά στην Ελλάδα. Και δεν εννοώ μόνο από άποψη θέσης. Οι κουλτούρες μας είναι κοντινές […] Είναι πολύ περισσότερα αυτά που μας ενώνουν, από αυτά που πιθανόν θα μας χώριζαν. Και είμαστε όλοι Βαλκάνιοι…».
*
‘Ναϊρί!’ αναφώνησα. ‘Το τραπέζι μας γη των ρυακιών! Διαφορετικές αρχικές αφετηρίες, κοινές εμπειρίες, παράλληλες διαδρομές, ίδιο το σημείο συνάντησης’.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, 15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ, 16 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017