Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 1η Νοέμβρη εκδήλωση για την Έρευνα και την Καινοτομία στο Πολυτεχνείο Ξάνθης. Δεκάδες προπτυχιακοί και μεταπτυχιακούς φοιτητές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της ΚΟΒ Πολυτεχνείου του ΚΚΕ και της ΟΒ ΗΜΜΥ της ΚΝΕ κι έδωσαν το παρόν, παρακολουθώντας τις παρουσιάσεις και συμμετέχοντας στη συζήτηση με τους προβληματισμούς τους.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με παρουσίαση πρότζεκτ φοιτητών από την ΟΒ ΗΜΜΥ, στο οποίο παρουσιάστηκαν οι απαντήσεις φοιτητών σε σχετικά ερωτηματολόγια που μοιράστηκαν το προηγούμενο διάστημα στη σχολή. Ιδιαίτερα στάθηκαν σε ζητήματα που παρουσιάζονται από διάφορους μηχανισμούς μέσα στο τμήμα σαν λύση για έναν νέο επιστήμονα σήμερα, όπως η σύνδεση των ιδρυμάτων με την αγορά εργασίας, η λειτουργία τους με επιχειρηματικά κριτήρια, αλλά και οι start-up εταιρείες σαν διέξοδος για έναν απόφοιτο. Ταυτόχρονα, ανέδειξαν πλευρές σχετικά με το πως αξιοποιείται η συνολικά η έρευνα στο σημερινό σύστημα αλλά και το πως θα μπορούσε η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, αξιοποιώντας το παράδειγμα της αυτοματοποίησης, να οδηγήσει όχι στη μαζική ανεργία αλλά στη μείωση του εργάσιμου χρόνου και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού. Στάθηκαν, τέλος, σε παραδείγματα για το ρόλο της έρευνας και της καινοτομίας στον σοσιαλισμό, αναδεικνύοντας τα τεράστια βήματα που έγιναν όταν άλλαξε ο προσανατολισμός τους.
Στη συνέχεια ακολούθησαν ομιλίες από τους υποψήφιους διδάκτορες του τμήματος ΗΜΜΥ της Πολυτεχνικής Σχολής Ξάνθης του ΔΠΘ, Λιώλη Ορέστη, μέλος του γραφείου της Τομεακής Επιτροπής Ξάνθης του ΚΚΕ, και Σάρρο Αλέξανδρο, μέλος του γραφείου του Συμβουλίου Περιοχής Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης της ΚΝΕ. Σε αυτές αναδείχτηκαν μέσα από αρκετά παραδείγματα ο χαρακτήρας της έρευνας στο σημερινό σύστημα και δόθηκε απάντηση στο αν μπορεί να υπάρξει έρευνα χωρίς κίνητρο το καπιταλιστικό κέρδος μέσα από την ίδια την εμπειρία από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην Σοβιετική Ένωση. Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με συζήτηση, στην οποία τέθηκαν γόνιμοι προβληματισμοί από τους παρευρισκόμενους.
Στην ομιλία του ο Λιώλης Ορέστης ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Η εξέλιξη της Επιστήμης και της Έρευνας, συνδέεται αντικειμενικά με την ίδια την παραγωγή και την ανάπτυξη της κοινωνίας και γι’ αυτό η σημασία τους είναι μεγάλη στο καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα. Αντίστοιχα μεγάλη είναι η σημασία τους και στο σοσιαλισμό, για ριζικά διαφορετικούς ωστόσο λόγους.
Για το κεφάλαιο είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, να μελετά – μέσω των επιτελείων του – τις αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία, να αναζητά νέες μορφές εκμετάλλευσης, να επιδιώκει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την ανάπτυξη της επιστήμης, μετατρέποντας την παραγωγική διαδικασία σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό σε επιστημονική διαδικασία, σε τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης. (…)
Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον καπιταλισμό ότι δεν προωθεί την επιστήμη, τις παραγωγικές δυνάμεις. Παρόλα αυτά, επιδιώκουν να ταυτίσουν την έννοια της έρευνας με το σκοπό του καπιταλιστικού κέρδους, λες και η ανθρωπότητα δεν γνώρισε άλλες εποχές. Το κύριο, όμως, είναι ότι κρύβουν την ταξική φύση αυτής της ανάπτυξης.
Ο καπιταλισμός αναπτύσσει την επιστήμη μόνο στο βαθμό που του δίνει κέρδος.
Για παράδειγμα, η λεγόμενη ενσωματωμένη αχρήστευση των εμπορευμάτων, η αξιοποίηση δηλαδή των επιστημονικών γνώσεων για περιορισμό της διάρκειας ζωής των προϊόντων, την ίδια ώρα, μάλιστα, που υπάρχουν στην διεθνή βιβλιογραφία εργασίες που παρουσιάζουν υλικά, τα οποία φαίνεται πως μπορούν να αξιοποιηθούν στην κατασκευή ηλεκτρονικών κυκλωμάτων που θα μπορούν να ανακατασκευαστούν, σε περίπτωση που υποστούν κάποια βλάβη. (…)
Μέσα σε αυτό πλαίσιο, οι επιστήμονες και οι ερευνητές γίνονται δέσμιοι -αντικειμενικά- του καπιταλιστικού κέρδους και των επιταγών του. Το έργο τους, η διδασκαλία, η παραγωγή νέας γνώσης, υποτάσσεται τελικά στα κελεύσματα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και του ανταγωνισμού τους. (…)
Στον καπιταλισμό, η αστική τάξη παρεμβαίνει δραστικά στο κομμάτι της Έρευνας, εξειδικεύοντας τη στρατηγική της μέσα και από ένα εμπλουτισμένο σήμερα νομικό πλαίσιο, που ενσωματώνει τις ευρωενωσιακές κατευθύνσεις.
Η Στρατηγική της «Ευρώπης 2020» έχει την εξειδίκευσή της και στο πεδίο της Έρευνας, επιχειρώντας να συνδέσει πιο αποτελεσματικά την ερευνητική δραστηριότητα των πανεπιστημίων, των ερευνητικών κέντρων με τα μονοπώλια και τις στοχεύσεις τους.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η Έρευνα κατευθύνεται βαθύτερα προς την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία. Πρέπει να τονίσουμε πως σημειώνεται περαιτέρω υποβάθμιση της βασικής θεωρητικής έρευνας, που δεν είναι αποδοτική για το κεφάλαιο, χρηματοδοτούνται ερευνητικές διαδικασίες ανάλογα με το κατά πόσο είναι εμπορικά εκμεταλλεύσιμα τα αποτελέσματά τους.
Για παράδειγμα δεν είναι λίγοι οι τομείς και του δικού μας επιστημονικού αντικειμένου που για δεκαετίες ολόκληρες αναπαράγουν έρευνα για την κατασκευή των ίδιων στην ουσία τεχνολογικών προϊόντων, απλά σε μικρότερη κλίμακα ή με μικρές βελτιώσεις στην απόδοση. Έτσι έχουμε την διακοπή οποιασδήποτε προσπάθειας της ανθρωπότητας να ανακαλύψει μία νέα υπολογιστική μηχανή, για τουλάχιστον 5 δεκαετίες, καθώς η VLSI τεχνολογία σε συνδυασμό με την von Neumann αρχιτεκτονική (αυτό δηλαδή που λέμε σήμερα σύγχρονος ηλεκτρονικός υπολογιστής), έδωσε για τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους του χώρου, ένα ασφαλές σχέδιο απόκτησης, πραγματικά τεράστιας, κερδοφορίας για πολλές δεκαετίες. Ακόμα και σήμερα που η VLSI τεχνολογία πλησιάζει στα θεμελιώδη φυσικά της όρια, αντί να προκριθεί η έρευνα για την εύρεση μιας νέας τεχνολογίας, προκρίνεται η έρευνα που μπορεί να αποδώσει περισσότερο κέρδος και πιο άμεσα στους καπιταλιστές, δηλαδή η έρευνα που μπορεί να συνδυαστεί με την υπάρχουσα υποδομή της βιομηχανίας, όπως για παράδειγμα βέλτιστος σχεδιασμός των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, έτσι ώστε να καθυστερήσει η περεταίρω σμίκρυνση. Αυτό στην ουσία επιβραδύνει την επανάσταση που αντικειμενικά πρέπει να γίνει σε αυτό τον κλάδο της επιστήμης
Αντίστοιχα παραδείγματα μπορούμε να δούμε και σε άλλους τομείς, όπως αυτός των τηλεπικοινωνιών, όπου στην ουσία προκρίνεται η έρευνα για την σμίκρυνση των κεραιών, αντί της έρευνα για την ανακάλυψη νέων.
Βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να πέσουμε στο άλλο άκρο και να πούμε είτε ότι σήμερα δεν γίνεται καθόλου θεωρητική έρευνα, είτε ότι δεν έχει καμία αξία η εφαρμοσμένη έρευνα.
Τα παραπάνω όμως δείχνουν, και τις ίδιες τις αντιφάσεις του συστήματος, αφού η εφαρμοσμένη έρευνα δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το θεμέλιο της βασικής έρευνας. Αντιφάσεις που δεν μπορούν τελικά να αρθούν στα πλαίσια του καπιταλισμού.»
Στην συνέχεια τον λόγο πήρε ο Σάρρος Αλέξανδρος, ο οποίος στάθηκε στην δυναμική που αποκτά η έρευνα και η επιστήμη με την απελευθέρωσή της από τα καπιταλιστικά δεσμά, αναφέροντας:
«Το ζήτημα όμως είναι το εξής: Μπορεί να υπάρξει αυτή η ανάπτυξη χωρίς το κίνητρο του κέρδους; Κι αν ναι, πως μπορεί να γίνει αυτό; Εμείς λέμε ότι βεβαίως και μπορεί. Όμως αυτό δε μπορεί να γίνει στο σημερινό σύστημα, όπου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο παρεμβάλλεται το κριτήριο του κέρδους είτε άμεσα είτε έμμεσα. (…)
Για να γίνει αυτό πρέπει να αλλάξει το πως λειτουργεί η ίδια η οικονομία. Να σταματήσει να λειτουργεί με κριτήριο το κέρδος και να διαμορφωθεί στη βάση της ικανοποίησης των αναγκών της κοινωνίας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβιετική Ένωση, μιας οικονομίας η οποία σχεδιαζόταν κεντρικά με βάση τις ανάγκες του λαού της, δεν υπήρχε το κέρδος του επιχειρηματία. Αναπτύχθηκε λοιπόν εκεί η επιστήμη; Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους (…)
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο αριθμός των επιστημόνων έκανε άλματα. Το 1913 υπήρχαν 11,6 χιλιάδες επιστήμονες, ενώ ο μέσος αριθμός των διατριβών που υποστηρίζονταν ετησίως για τον τίτλο του διδάκτορα στη Ρωσία ήταν γύρω στις 80 (στις ΗΠΑ αντίστοιχα, ήταν γύρω στις 2,5 χιλιάδες). Το 1975 ο αριθμός τους είχε αυξηθεί πάνω από 100 φορές και το 1987 υπήρχαν στην ΕΣΣΔ πάνω από 1,5 εκατομμύριο επιστήμονες, ή το 1/4 των επιστημόνων παγκοσμίως. Συγκριτικά, στην ΕΣΣΔ ζούσε το 6% του παγκόσμιου πληθυσμού. (…)
Η ΕΣΣΔ είχε τα πρωτεία όσον αφορά τον αριθμό των εφευρέσεων: Σε αυτή αναλογούσαν το 20-25% των νέων τεχνικών λύσεων και επεξεργασιών που καταχωρούνταν κάθε χρόνο σε ολόκληρο τον κόσμο (αυτό που σήμερα θα λέγαμε πατέντες). Εξήγαγε περισσότερες νέες τεχνολογίες και τεχνικές γνώσεις απ’ ότι εισήγαγε. Για παράδειγμα, στο πεντάχρονο 1981-1985 η Σοβιετική Ένωση πούλησε στις ΗΠΑ τριπλάσιες πατέντες δικής της τεχνολογίας απ’ ότι αγόρασε από αυτές. Πέρα απ’ αυτά, στην ΕΣΣΔ καταχωρήθηκαν 1.600 αμερικανικές πατέντες για νέα είδη κι εφευρέσεις, ενώ στις ΗΠΑ καταχωρήθηκαν πάνω από 5.500 σοβιετικές πατέντες. (…)
Όλα αυτά τα επιτεύγματα στηρίζονταν στον Κεντρικό Σχεδιασμό, στα τεράστια άλματα που έγιναν στην σοβιετική εκπαίδευση, στο ότι άνοιξαν τα Πανεπιστήμια τις πόρτες τους στο λαό και εξασφαλίστηκε ουσιαστικά ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας τους (και όχι τυπικά, όπως είναι σήμερα). (…) Η κοινωνία προσέφερε στον καθένα τα απαραίτητα για να σπουδάσει, για να προσφέρει κι αυτός πίσω στην κοινωνία στη συνέχεια. (…) Κι αυτό συνέβαλλε με τη σειρά του και στα τεράστια άλματα της επιστήμης, μόνο έτσι άλλωστε μπορούσε μια χώρα της οποίας τα 2/3 του πληθυσμού ήταν εντελώς αναλφάβητα το 1913, να γίνει η πρώτη χώρα στον κόσμο που εκτόξευσε δορυφόρο στο διάστημα το 1957.
Αντίστοιχα είναι τα αποτελέσματα και στις άλλες χώρες, με την Κούβα πχ. να έχει από τους υψηλότερους αριθμούς γιατρών ανά κάτοικο στον κόσμο ακόμα και σήμερα, παρά τις ανατροπές στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες και με το εμπάργκο των ΗΠΑ εδώ και 50 χρόνια να της έχει κοστίσει γύρω στο 1 τρις δολάρια.
Το πιο βασικό ωστόσο στα παραπάνω, είναι ότι όλες αυτές οι ανακαλύψεις στο σοσιαλισμό προσανατολίζονται στην κάλυψη των αναγκών του λαού, σε αυτή την κατεύθυνση χρηματοδοτείται και η όποια έρευνα γίνεται. Μια απλή σύγκριση αρκεί: Το 2015, τη χρονιά που η Κούβα γινόταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που εξάλειψε τη μετάδοση του υιού HIV από τη μητέρα στο παιδί, στην Αμερική μια εταιρεία παίρνει τα δικαιώματα του φαρμάκου Daraprim που χρησιμοποιείται από οροθετικούς και ανεβάζει την τιμή του από τα 13,5 στα 750 δολάρια. (…)
Για ποιο λόγο τα λέμε όλα αυτά; (…) Κυρίως θέλουμε να αναδείξουμε τις δυνατότητες που έχει αφενός να αναπτυχθεί η επιστήμη, κι αφετέρου να επιστρέφει πίσω στο λαό, αν επιλέξουμε έναν διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης. Κι αυτό μπορεί να γίνει και στην Ελλάδα σήμερα.
Μια Ελλάδα με εργατική εξουσία, θα μπορεί να εξαλείψει την ανεργία συνολικά, ιδιαίτερα των νέων επιστημόνων που σήμερα κατά χιλιάδες φεύγουν στο εξωτερικό, στερώντας τη χώρα από πολύτιμο επιστημονικό δυναμικό και παραγωγικές δυνατότητες. Ο Κεντρικός σχεδιασμός θα μπορεί να προσδιορίσει την πληθώρα και τις ειδικότητες των επιστημόνων που χρειάζονται, ώστε να βρίσκουν αμέσως δουλειά μετά το πτυχίο, πάνω στο αντικείμενο που έχουν σπουδάσει.»