Γράφει η Μαίρη Δαληκριάδου
Μέσα σε ένα απίστευτης ομορφιάς τοπίο στην βόρεια-δυτική άκρη του οικισμού, βρίσκεται ο παραδοσιακός νερόμυλος του Δημαρίου. Δυστυχώς όπως και οι περισσότεροι νερόμυλοι της ορεινής Θράκης και αυτό το πέτρινο στολίδι κινδυνεύει με κατάρρευση, λόγω της εγκατάλειψης και της μη συντήρησής του..
Φωτογραφίες: Μιχάλης Πασσαλής
Η σημασία της διατήρησης των παραδοσιακών νερόμυλων
Από τους νερόμυλους της ορεινής Ξάνθης σήμερα μόνο πέντε αλέθουν. Οι περισσότεροι καταρρέουν ή μένουν εγκαταλειμμένοι σε αχρηστία. Από την άλλη πλευρά είναι βέβαιο ότι και μόνη η ύπαρξη τους είναι σημαντική για τον πολιτισμό της ορεινής υπαίθρου, πολύ περισσότερο σε όσους από αυτούς είναι ακόμα σε χρήση και διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην οικονομία των ορεινών χωριών.
Ιστορικά στοιχεία από το διαδίκτυο:
Στην ορεινή Ξάνθη έχουν καταγραφεί 62 νερόμυλοι από τους οποίους 5 είναι σήμερα σε λειτουργία (Πάχνης, Ωραίου, Κ.Καρυοφύτου, Δημαρίου, Σατρών). Στην προβιομηχανική περίοδο το βασικότερο προϊόν για τη διαβίωση του ανθρώπου ήταν το σιτάρι το οποίο μεταποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά σε ψωμί. Καθώς οι χειρόμυλοι δεν επαρκούσαν στο άλεσμα, η χρήση των νερόμυλων ήταν απολύτως απαραίτητη. Έτσι, μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, αναφέρονταν 6.000 νερόμυλοι σε όλη την επικράτεια.
Η εργασία Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης του Γυμνασίου Σμίνθης με τίτλο “Οι νερόμυλοι της Ορεινής Περιοχής” (1996-1997) ήταν η αφορμή για να καταγραφούν οι περισσότεροι νερόμυλοι στα Πομακοχώρια της Ξάνθης και να γίνουν οι πρώτες σοβαρές νύξεις για την προστασία τους (υπεύθυνες καθηγήτριες Ζωγραφάκη Βασιλεία – Τσιρπινάκη Αναστασία)
Όπως συμβαίνει σε όλη την Ελλάδα, και στη Θράκη τα κτίσματα των μύλων είναι λιθόκτιστα (συνήθως ένας ορθογώνιος χώρος με πατάρι καμιά φορά για τη διανυκτέρευση του μυλωνά).
Η κατασκευή της στέγης είναι προσαρμοσμένη στην τοπική αρχιτεκτονική με ξύλινη σκεπή σκεπασμένη με κεραμίδια ή σχιστολιθικές πλάκες. Στη μια άκρη του κτίσματος υπήρχε συνήθως ο αλεστικός μηχανισμός, ενώ στην άλλη περίμεναν οι πελάτες, γίνονταν οι συναλλαγές (παράδοση αλέσματος, παραλαβή αλευριού, ζύγισμα, πληρωμή) και η αποθήκευση. Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε ότι η αμοιβή των μυλωνάδων συχνά καταβάλλονταν σε είδος (αλεύρι ή άλεσμα) και μόνο τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας των μύλων σε χρήμα.
Ο μηχανισμός του νερόμυλου είναι απλούστερος και ως προς την κατασκευή και ως προς τη λειτουργία από το αντίστοιχο του ανεμόμυλου και έχει καθιερωθεί η διαίρεσή του σε δύο μέρη: στο κινητικό, που το αποτελούν η φτερωτή με τα εξαρτήματα λειτουργίας της, και στο αλεστικό που περιλαμβάνει τις μυλόπετρες μαζί με τα εξαρτήματά τους.
Η κατασκευή της μυλόπετρας γίνονταν από ενιαία πέτρα προσεκτικά επιλεγμένη από συγκεκριμένα νταμάρια. Συνήθως η διάμετρος της μυλόπετρας είναι 1 μέτρο, το πάχος της 20-30 εκατοστά και το βάρος της μέχρι 400 κιλά. Για τη μεταφορά της μυλόπετρας από το νταμάρι χρησιμοποιούνταν ειδικά ξύλα που περνούσαν μέσα από την οπή της πέτρας. Στο κεντρικό τμήμα της, η μυλόπετρα έχει τραχειά επιφάνεια. Επειδή, όμως, με τη χρήση, η επιφάνεια αυτή λειαίνεται, ο μυλωνάς αναλαμβάνει να την πελεκάει πότε πότε με το σφυρί του.
Ανάμεσα στους βοηθητικούς χώρους των νερόμυλων ήταν και η νεροτριβή, μια υπαίθρια συνήθως κατασκευή που χρησίμευε για την επεξεργασία μάλλινων υφαντών κατά το στάδιο της κατασκευής τους ή για το ετήσιο πλύσιμό τους. Πρόκειται για ένα ανεστραμμένο κάδο σε σχήμα κόλουρου κώνου με το μεγαλύτερο τμήμα χωμένο μέσα στο έδαφος ώστε η πίεση του νερού να μη δημιουργεί κινδύνους ανοίγματος των τοιχωμάτων.
Μια άλλη συμπληρωματική κατασκευή ήταν το μαντάνι που χρησίμευε στην κατεργασία μάλλινων υφασμάτων με κτυπήματα ώστε να γίνουν συνεκτικά. Ήταν μια σχεδόν εξ ολοκλήρου ξύλινη μηχανή, άλλοτε υπαίθρια και άλλοτε στεγασμένη, η οποία συνήθως δεν ήταν ανεξάρτητη εγκατάσταση αλλά αποτελούσε τμήμα υδροκίνητων συγκροτημάτων που περιλάμβαναν νεροτριβές και νερόμυλους με χειριστή τον ίδιο το μυλωνά.