Στις 15 του Μάη εκπρόσωποι των εργαζομένων στο Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) επισκέφτηκαν τον Δήμαρχο της Ξάνθης για τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο φορέας και οι ίδιοι. Το ΙΓΜΕ λειτουργεί απ’ το 1952 και διαθέτει πλούσιο μηχανικό εξοπλισμό για την εκτέλεση προγραμμάτων έρευνας, άρτιες εργαστηριακές εγκαταστάσεις, καθώς και έμπειρο επιστημονικό και μη προσωπικό. Η ιδιαίτερη σημασία του επιβεβαιώνεται και απ’ το πλούσιο έργο που έχει επιτελέσει μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά, έχει κάνει ολοκληρωμένη γεωλογική χαρτογράφηση της χώρας, σεισμοτεκτονικό χάρτη και χάρτη σεισμικής επικινδυνότητας, αλλά και ειδικές γεωλογικές χαρτογραφήσεις για την υποστήριξη μεγάλων τεχνικών έργων, π.χ. ζεύξη Ρίου-Αντίρριου, εκτροπή Ευήνου, κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου, μελέτες για σεισμόπληκτες περιοχές κ.λπ. Χάρη στις υδρογεωλογικές έρευνες του ΙΓΜΕ υδροδοτείται το 60% της Αττικής και η μισή περίπου Ελλάδα. Επίσης από τις έρευνες του ΙΓΜΕ προέρχεται το σύνολο του λιγνίτη που χρησιμοποιεί η ΔΕΗ, ενώ στα κοιτάσματα που ανακάλυψε, στηρίχτηκαν μεγάλες μεταλλευτικές και μεταλλουργικές επιχειρήσεις.
Δεν ξέρουμε αν οι εργαζόμενοι έθεσαν στο Δήμαρχο το θέμα ότι για την καταστροφή ενός πολύτιμου συμβούλου του κράτους δεν ευθύνεται μόνο η σημερινή συγκυβέρνηση, αλλά όλες ανεξαιρέτως οι μονοκομματικές, δικομματικές και τρικομματικές κυβερνήσεις στις οποίες παρέλασε όλο το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης.
Δεν ξέρουμε αν του διεκτραγώδησαν ότι πολύ πριν την κρίση, το 1998, προχώρησαν ακάθεκτοι οι κυβερνώντες (αξιοποιώντας τις δυνατότητες του ν. 2469/’97) στη δραστική συρρίκνωσή του, με την κατάργηση σε πρώτη φάση των παραρτημάτων του ανά τη χώρα, κάτι που ουσιαστικά οδήγησε στην απονεύρωσή του και σταδιακά στην πλήρη διάλυσή του. Η τότε υπουργός Ανάπτυξης Βάσω Παπανδρέου έθετε ωμά το ζήτημα δηλώνοντας «Θέλω ένα ΙΓΜΕ μικρό, ένα ΙΓΜΕ συμβούλων». Τότε, η εταιρία “REMACO” έναντι αμοιβής 30 εκατ. δραχμών, εκπόνησε επιχειρησιακό σχέδιο που το εποπτεύον υπουργείο Ανάπτυξης, όχι απλώς υιοθέτησε, αλλά προχώρησε προς το χειρότερο. Έτσι, ενώ στο επιχειρησιακό σχέδιο προβλεπόταν η διατήρηση τουλάχιστον του Παραρτήματος της Θεσσαλονίκης και του Χημείου της Ξάνθης, τα κατάργησε και αυτά. Παράλληλα, προβλέφτηκε η άμεση μείωση του προσωπικού από 1096 άτομα, σε 631.
Δεν ξέρουμε αν κατέστησαν το Δήμαρχο κοινωνό της υπόθεσης ότι το 2011 με τη λογική της fast-track εξυπηρέτησης των “επενδυτών”, ένας δημόσιος φορέας που ασχολείται με την έρευνα του ορυκτού πλούτου, τον έλεγχο των μεταλλευτικών παραχωρήσεων και τη μελέτη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν είναι επιθυμητός. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΙΓΜΕ κρίθηκε από τον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ως βάρος για τα δημοσιονομικά της χώρας και προωθήθηκε η ουσιαστική διάλυσή του.
Δεν ξέρουμε αν του είπαν ότι το 2012 που οργίαζαν τα μνημόνια, το νέο Κέντρο Βιώσιμης και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΒΑΑ) που δημιουργήθηκε με την υπ’ αριθμόν 25200 ΚΥΑ/ΦΕΚ 2612/8 Νοέμβρη 2011, μετά την απορρόφηση του ΙΓΜΕ, αποτέλεσε ένα διοικητικό “μόρφωμα”, που στόχο είχε να εμποδίσει το ΙΓΜΕ, που αποτελούσε τον κύριο πυρήνα του, να επιτελέσει το ερευνητικό έργο και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει και κυρίως προς την κοινωνία. Απαξιώνοντας έτσι το Ινστιτούτο, το οδηγούσαν στη διάλυση. Γι’ αυτό απομακρύνθηκαν μέσω εφεδρείας, ουσιαστικά απολύθηκαν, έμπειροι και αναγκαίοι για τη λειτουργία του εργαζόμενοι και ταυτόχρονα έμεινα απλήρωτοι για μήνες οι υπόλοιποι. Εξάλλου, η απορρόφηση του ΙΓΜΕ από το Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης και η συρρίκνωση του προσωπικού υποστήριξης (εργαστηρίων, διοικητικών κ.λπ.) κεντρικών και αποκεντρωμένων υπηρεσιών (παραρτήματα) έθεσαν σε κίνδυνο σημαντικά ερευνητικά προγράμματα για τη χώρα, πολλά από τα οποία χρηματοδοτούνταν από ευρωπαϊκούς πόρους. Ο σχεδιασμός αυτός που υλοποιήθηκε για το ΙΓΜΕ και τους εργαζομένους του δε βασίστηκε σε καμιά μελέτη. Αντίθετα, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο (Μάης 2011), σε μελέτη που παρήγγειλε το ΙΓΜΕ, προβλέπει για τη λειτουργία και ανάπτυξή του την ανάγκη αύξησης του ανθρώπινου δυναμικού του, προκειμένου να ανταποκριθεί στο ρόλο του, αφού είναι το μοναδικό Ινστιτούτο στη χώρα.
Δεν ξέρουμε αν του θύμισαν ότι η κυβέρνηση στις 15 του Μάη του 2013 ΑΠΕΡΡΙΨΕ την τροπολογία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας για την εξασφάλιση του εργασιακού καθεστώτος για το πάσης φύσης επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό του ΙΓΜΕ, επαληθεύοντας ότι στόχος είναι να οδηγηθεί το Ινστιτούτο σε πλήρη διάλυση και να παραδοθεί το κρίσιμο έργο του σε ιδιώτες, που θα καταλήγουν σε πορίσματα ερευνών κατά τα συμφέροντα των μεγαλο-επιχειρήσεων. Η τροπολογία ζητούσε να ισχύουν τα εξής: «Οι συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων στο ΙΓΜΕ, τους οποίους καταλάμβαναν οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 7 του νόμου 4024/2001 και για τους οποίους μέχρι την 31/12/2011 δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία ένταξης στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, θεωρείται ότι ουδέποτε λύθηκαν και παραμένουν σε ισχύ».
Με δεδομένο ότι το έργο του ΙΓΜΕ, του μοναδικού εθνικού φορέα έρευνας του υπεδάφους της χώρας, είναι απαραίτητο για την έρευνα και ερμηνεία των γεωλογικών φαινομένων, την έρευνα, αξιολόγηση και αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, την εξασφάλιση επάρκειας νερού για ύδρευση και άρδευση, για την προστασία του περιβάλλοντος, αναρωτιόμαστε γιατί δεν αξιοποιήθηκε στην κατασκευή μεγάλων έργων, όπως η Εγνατία Οδός, το Αεροδρόμιο των Σπάτων, το μετρό της Αθήνας, αλλά και μεγάλα έργα στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης; Το ΙΓΜΕ απασχολούνταν σε τομείς που δεν είχαν ενδιαφέρον για τους επιχειρηματικούς ομίλους, κύρια γιατί δεν άφηναν κέρδος. Δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ δεν ασχολήθηκε με τα πλούσια κοιτάσματα των βωξιτών, των μεικτών θειούχων μεταλλευμάτων, τους λευκόλιθους κ.ά.
Πιστεύουμε ότι οι εργαζόμενοι κατέθεσαν στον δήμαρχο την ομόθυμη οργή τους για τη θρασύτατη επίθεση που δέχτηκαν μέσω ερώτησης της φασιστικής χρυσής αυγής, για το αν “έχει την πρόθεση η Πολιτεία και με ποιον τρόπο να απαλλάξει από τα ευτελή μικροπολιτικά συνδικαλιστικά μικροσυμφέροντα το ΙΓΜΕ προκειμένου αυτό να επιτελεί απερίσπαστο το σημαντικό για την Εθνική Οικονομία έργο του”.
Στις 5 του Μάη αυτής της χρονιάς ρωτήθηκε, από τους βουλευτές του ΚΚΕ Διαμάντω Μανωλάκου, Γιάννη Δελή, Χρήστο Κατσώτη, Νίκο Μωραΐτη και Σταύρο Τάσσο, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας γιατί καθυστερεί και πώς προτίθεται να παρέμβει άμεσα για την επαναλειτουργία του ΙΓΜΕ με διορισμό νέας διοίκησης και την άμεση ουσιαστική ρύθμιση των οικονομικών προβλημάτων που ουσιαστικά το παραλύουν, για την άμεση καταβολή των δεδουλευμένων των εργαζόμενων που έχουν ήδη ένα μήνα απλήρωτοι και οδεύουν στον δεύτερο, αλλά και της άμεσης καταβολής των αποζημιώσεων στους δικαιούχους με βάση τις τελεσίδικες αποφάσεις των δικαστηρίων, για την ουσιαστική καταγραφή απ’ το ΙΓΜΕ του συνόλου των ορυκτών πόρων της χώρας, περιλαμβάνοντας ειδικότερα και τους υδρογονάνθρακες, σε ξηρά και θάλασσα, διαδικασία που οφείλει να προηγηθεί οποιασδήποτε αξιοποίησης των κοιτασμάτων, για το θέμα της ουσιαστικής στελέχωσης του Ινστιτούτου με προσωπικό επαρκές για να καλυφθεί το σύνολο των αναγκών φιλολαϊκής αξιοποίησης των ορυκτών πόρων της χώρας, με πλήρη σταθερή εργασία και μισθό που να καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες.
Θεωρούμε ότι αληθινή στήριξη στους εργαζόμενους που πάνω από 20 χρόνια παλεύουν να κρατήσουν ζωντανό έναν πολυτιμότατο οργανισμό δεν αποτελεί ένα απλό ψήφισμα ενός κεντρικού Δήμου της περιοχής. Αληθινή στήριξη σημαίνει να αναδεικνύεται το πρόβλημα με χειροπιαστές ενέργειες, όπως η πραγματοποίηση ημερίδων για διάφορα θέματα ορυκτού πλούτου της περιοχής που πλέον δεν έχουν μόνο οικονομική αλλά και στρατηγική-γεωπολιτική σημασία. Ως πιθανή ημερομηνία για την πρώτη από αυτές τις εκδηλώσεις, η Λαϊκή Συσπείρωση προτείνει την 14η Ιουνίου και έχει τη διάθεση να συμβάλλει στην επιτυχία της. Αληθινή στήριξη σημαίνει να βάλουν πλάτη οι άνθρωποι της τοπικής διοίκησης να εκτελεστούν συμβατικές υποχρεώσεις (έργα υπέρ τρίτων –γεωθερμία στην Ηράκλεια Σερρών, ερευνητικές μελέτες για οδικά δίκτυα στην Ήπειρο, κατολισθήσεις στην Πελοπόννησο, ΧΥΤΥ Γραμματικού, Υδροδότηση Αγ. Θεοδώρων) ή να συμμετάσχει το ΙΓΜΕ σε νέα ερευνητικά προγράμματα.
Κανένας δίκαιος αγώνας δεν πάει χαμένος – Διεκδικούμε μαζί με τους εργαζόμενους
Άμεση αποκατάσταση της διοικητικής ανωμαλίας στο ΙΓΜΕ που παραμένει ακέφαλο επί επτά εβδομάδες.
Την άμεση καταβολή των οφειλομένων στο προσωπικό.
Την αντιμετώπιση οικονομικών ζητημάτων (αποζημιώσεις, χρηματοδότηση έργων, προσλήψεις)