«Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου… Μ’ απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.»
Στις δύο παραστάσεις του «Ανατολικά του Νέστου» που πραγματοποιήθηκαν στον Πολυχώρο Σκέψης και Τέχνης, Οικία Μάνου Χατζιδάκι, στις 20 και 21 Μαΐου 2017 με τον τίτλο «Σχέδιο Νίκος Καββαδίας», ένας «δικός μας», από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της Ξάνθης συμμετείχε, για πρώτη φορά νομίζουμε σε «ρόλο» και δεν μας κάλεσε να δούμε την παράσταση για να τον κριτικάρουμε….
Μιλάμε για τον Τηλέμαχο Αρναούτογλου, τον Διευθυντή του Ραδιοφωνικού σταθμού του Δήμου Ξάνθης , που μέσα στη δράση ερμήνευσε, μαζί με την Πολυξένη Καρακατσάνη, το ποίημα του Νίκου Καββαδία «Μαραμπού».
Πρόκειται για μια ιστορία όπου ο ναυτικός γνωρίζει ένα όμορφο και μελαγχολικό κορίτσι και δένεται μαζί του με μια αδελφική φιλία. Κάπου οι δρόμοι τους χωρίζουν όταν το κορίτσι κατεβαίνει από το πλοίο σε κάποιο λιμάνι και χρόνια αργότερα όταν ο ναυτικός συνευρίσκεται σε ένα λιμάνι με μια πόρνη, σε ένα από εκείνα τα γνωστά μικρά, στενά, θλιβερά «σπίτια» των λιμανιών, αντιλαμβάνεται την επόμενη ημέρα το πρωί, όταν του περνάει το μεθύσι, ότι κοιμήθηκε με την αδελφική του φίλη. Την αναγνωρίζει από έναν Σταυρό που της είχε χαρίσει και αυτή όμως τον αναγνωρίζει από ένα πορτοφόλι που του είχε δώσει.
Αυτή η ιστορία, ανάμεσα σε όλη τη ροή, τραγουδήθηκε, ερμηνεύθηκε στην εκδήλωση και δημιούργησε αίσθηση….
Ελπίζουμε ότι την επόμενη φορά θα μας καλέσει ο Τηλέμαχος, αν αντέχει βέβαια την κριτική…
Το «Μαραμπού» είναι η πρώτη συλλογή του Έλληνα ποιητή Νίκου Καββαδία και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1933, από το περιοδικό «Ο Κύκλος»
Η συλλογή περιέχει 22 ποιήματα με τους εξής τίτλους:
- Μαραμπού
- Ἕνας δόκιμος στὴ γέφυρα ἐν ὥρᾳ κινδύνου
- Οἱ γάτες τῶν φορτηγῶν
- Ἕνα μαχαίρι
- Γράμμα στὸν ποιητὴ Καίσαρα Ἐμμανουήλ
- Ὁ πιλότος Nagel
- Ἔχω μία πίπα
- Ἡ μαϊμοὺ τοῦ ἰνδικοῦ λιμανιοῦ
- Ἕνας νέγρος θερμαστὴς ἀπὸ τὸ Τζιμπουτί
- Gabrielle Didot
- Οἱ προσευχὲς τῶν ναυτικῶν
- A Bord de l’«Aspasia»
- Γράμμα ἀπ’ τὴ Μαρσίλλια
- Ὁ πλοίαρχος Φλέτσερ
- Γράμμα ἑνὸς ἀρρώστου
- Mal du départ
- Ἡ πλώρη μας
- William George Allum
- Καφάρ
- Coaliers
- Μαύρη λίστα
- Παραλληλισμοί
Το Ποίημα «Μαραμπού»
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το `μαθε ποτέ, γιατί δεν το `πα σε κανένα.
Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα σαν άνθος έμοιαζε αλπικό
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού `χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ’ το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θα `φευγε την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ’ στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να `πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!… Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκι, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».
Όταν την είδα και στο φως τα’ αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σαν να `χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου… Μ’ απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ’ αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συχωρέσει…
Το χέρι τρέμει… Ο πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…