Ελισάβετ Μήτσου, ΜΡΑ
Η οικονομική κρίση που έπληξε και συνεχίζει να πλήττει κύρια τον ευρωπαϊκό χώρο, αποτέλεσε το εφαλτήριο για την πιο σθεναρή εκδήλωση φαινομένων ευρωσκεπτικισμού. Παράλληλα οι ευρύτερες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, οι γεωοικονομικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις καθώς και το δημοκρατικό έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, αποτελούν επιπρόσθετους παράγοντες ενίσχυσης του ευρωσκεπτικιστικού κινήματος το οποίο δρα με συνεχώς αυξανόμενη δυναμική, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πρόσφατο δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία με τα γνωστά αποτελέσματα.
Ο Ευρωσκεπτικισμός αποτελεί μια γενικότερη τάση κριτικής, που ασκείται εκφράζοντας αμφιβολία και δυσπιστία ως προς το πολιτειακό σύστημα της ΕΕ, αλλά και για το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αυτό καθ’ αυτό. Το φαινόμενο χαρακτηρίζεται γενικά από ασάφεια και ετερογένεια ως προς την χρήση του όρου, υπάρχουν όμως σημαντικές ποιοτικές διαφορές ως προς την έκφραση του. Για την καλύτερη κατανόηση των εκφάνσεων της κριτικής που ασκείται στην ΕΕ, ο ευρωσκεπτικισμός μπορεί να διακριθεί σε ήπια και σκληρή μορφή. Ως προς την ήπια μορφή (Soft euroscepticism), οι εκφραστές του υποστηρίζουν την ύπαρξη της ΕΕ, αλλά απορρίπτουν ορισμένες από τις πτυχές του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπό την υφιστάμενη θεσμική της μορφή. Με το επιχείρημα ότι όλες οι εξουσίες και τα κέντρα αποφάσεων έχουν μεταφερθεί στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο, αποδυναμώνονται τα εθνικά κοινοβούλια με αποτέλεσμα να τίθεται θέμα εθνικής κυριαρχία και ανεξαρτησία των κρατών μελών της ΕΕ. Από την άλλη, ο σκληρός ευρωσκεπτικισμός (hard euroscepticism) βρίσκει έκφραση μέσα από τα αντιευρωπαϊκά κόμματα (π.χ. UKIP στην Βρετανία) τα οποία αντιτίθενται στην ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεσμών της. Απορρίπτουν το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ουσιαστικά, επιθυμούν την οριστική διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χαρακτηριστικό των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων είναι ότι ανήκουν σε όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος, από την άκρα αριστερά μέχρι και την άκρα δεξιά. Τα κόμματα ασκούν κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση με διαφορετικούς τρόπους, εξυπηρετούν διαφορετικούς στόχους και συμφέροντα και έχουν διαφορετικές ανάγκες και κίνητρα. Τα περισσότερα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα είναι υπερσυντηρητικά, ακροδεξιά. Συχνά εκφράζονται ρατσιστικά, είναι εχθρικά προς τους μετανάστες, αντιτίθενται στην πολιτική των ανοιχτών συνόρων της ΕΕ και της έλλειψης ελέγχων σε αυτά, πολλές φορές είναι εχθρικά και προς τους Νοτιοευρωπαίους, ενώ παράλληλα τονίζουν την ύπαρξη δημοκρατικού ελλείμματος στην Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση. Εξ αριστερών ο ευρωσκεπτικισμός εκφράζεται πάγια ως υποστήριξη της Ευρώπης των λαών και όχι των οικονομικών και γραφειοκρατικών ελίτ. Εν γένει, τα κόμματα της αριστεράς προωθούν την αντίθεση τους στο σύστημα, καθώς και στην ουσιαστικά επιβαλλόμενη λιτότητα, επιθυμώντας την ριζική αλλαγή της ΕΕ, η οποία προωθεί νεοφιλελεύθερες πρακτικές και μεθόδους, χωρίς ουσιαστικά την έγκριση των πολιτών. Γενικά τάσσονται υπέρ μιας συνομοσπονδίας με κυρίαρχα κράτη-μέλη. Σε κάθε περίπτωση, η αντίθεση του Ευρωσκεπτικισμού με τα προβλεπόμενα του οράματος της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης είναι προφανής, όπως και αν εκφράζεται από τις διάφορες τάσεις του.
Η διακήρυξη του Robert Schuman της 9ης Μαΐου του 1950, αποτέλεσε ουσιαστικά τον οδηγό που καθόριζε σαφώς τα πλαίσια πάνω στα οποία θα έπρεπε να κινηθεί το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σήμερα, 66 χρόνια μετά, η πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη, με ανάπτυξη βασικών τομέων όπως η τελωνειακή ένωση, η κοινή αγορά και η νομισματική ένωση. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα βασικά πεδία για περαιτέρω ανάπτυξη ή επίλυση, όπως η πολιτική ένωση, η απαίτηση για δημιουργία μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και η αντιμετώπιση του δημοκρατικού ελλείμματος που αναπτύσσεται όλο και πιο πολύ στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κρίση νομιμοποίησης και η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στους υπερεθνικούς θεσμούς φαίνεται ότι αποτελούν σοβαρά εμπόδια για το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Έχοντας ήδη αναφέρει επιγραμματικά τους λόγους για τους οποίους οι ακραίες πολιτικές τάσεις σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αντιδρούν στις μεθόδους και τους τρόπους δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ενώ παραδοσιακά ο ευρωσκεπτικισμός συνδεόταν με το δημοκρατικό έλλειμμα, σήμερα η βασική αιτία ενίσχυσης των ευρωσκεπτικιστικών ρευμάτων είναι η οικονομική κρίση καθώς και οι συνέπειες της στην πλειονότητα των κρατών-μελών, ως αποτέλεσμα της νέας οικονομικής διακυβέρνησης και των πολιτικών κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κρίση αυτή έχει μετατραπεί σε βαθειά κοινωνική και πολιτική κρίση που οδήγησε σε οξεία αντιπαράθεση μεταξύ των χωρών του βορρά και του νότου. Χώρες του βόρειου ημισφαιρίου, με κύριους εκπροσώπους την Γερμανία, την Γαλλία, την Βρετανία και την Ολλανδία, ως οικονομικά ισχυρότερες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις και ρυθμίζουν τις πολιτικές της Ένωσης. Από τότε που ξεκίνησε η κρίση, οι χώρες αυτές εμφανίζονται διστακτικές στο να πάρουν την ευθύνη και τα μέτρα ώστε να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Κύπρος κλπ.. Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην υιοθέτηση μνημονίων και πολιτικών λιτότητας που εξανάγκασαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού των εν λόγω χωρών στην φτώχεια και την περιθωριοποίηση. Στον υπερχρεωμένο Νότο η λιτότητα που επιβλήθηκε από τους εταίρους δανειστές, οδηγεί τους πολίτες να επανεξετάσουν τις πεποιθήσεις τους για το ευρωπαϊκό εγχείρημα, θεωρώντας ότι η ευρωπαϊκή οικογένεια τους φέρθηκε σκληρά και με τιμωρητική διάθεση, ενώ στον Βορρά ο ευρωσκεπτικισμός τροφοδοτείται από την ξενοφοβία και τον φόβο επιμόλυνσης από την κρίση του Νότου, με αποτέλεσμα ακόμα και παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, τείνουν τα τελευταία χρόνια να αντιμετωπίζουν την ΕΕ με σκεπτικισμό. Παρατηρείται συνεπώς μια ποιοτική και ποσοτική αλλαγή της κοινής γνώμης ως προς το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης .
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές προέρχονταν από τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο Υπουργών, οι πολίτες αισθάνονται ένα ισχυρό δημοκρατικό έλλειμμα, ότι κάποιοι άλλοι αποφασίζουν για αυτούς χωρίς να έχουν την δημοκρατική νομιμοποίηση. Η ΕΕ ως ιδέα και οργανωτική δομή έρχεται σε σύγκρουση με τους λαούς της, διαβρώνοντας την σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κατά συνέπεια μπορούμε να κάνουμε λόγο για έλλειμμα εμπιστοσύνης, το οποίο διογκώνεται συνεχώς μετά το 2008, ενώ πριν την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη τα ποσοστά μαρτυρούσαν αντίστροφη τάση (Eurobarometer,2013). Έτσι ταυτόχρονα με την αύξηση του δημοκρατικού ελλείμματος, διογκώνεται και το έλλειμα εμπιστοσύνης προς την Ένωση και τους θεσμούς της, με αποτέλεσμα οι πολίτες να βλέπουν στα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα κάποιους που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την συνέχιση αυτής της οικονομικής διακυβέρνησης και της λιτότητας, ενισχύοντας ταυτόχρονα την εθνική κυριαρχία. Με άλλα λόγια, τα μέτρα που έχουν υιοθετηθεί ως απάντηση στην οικονομική κρίση της ευρωζώνης, σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση της νομιμοποίησης των θεσμικών οργάνων και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, έχουν ως επακόλουθο την αύξηση του δημοκρατικού ελλείμματος και την ενίσχυση του Ευρωσκεπτικισμού .
Συγχρόνως, οι ευρύτερες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού. Η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, ο ακραίος οικονομικός ανταγωνισμός και η απελευθέρωση των αγορών, το προσφυγικό και η μετανάστευση, το οργανωμένο έγκλημα, καθώς και οι γεωοικονομικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις που αναπόφευκτα έλαβαν και συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα, με την ανάδυση νέων ισχυρών δυνάμεων όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και η Ρωσία και την υποχώρηση της αμερικανικής κυριαρχίας, διαμορφώνουν ένα πρωτόγνωρο τοπίο διεθνούς ρευστότητας. Οι διεθνείς οργανισμοί, αδυνατούν να ρυθμίσουν αυτή την νέα πραγματικότητα της παγκόσμιας διακυβέρνησης, ενώ οι Ευρωπαίοι πολίτες που υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πιστεύουν ότι μια ευρύτερη παγκόσμια ένωση θα οξύνει περαιτέρω τα προβλήματα τους. Οι σημερινές πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης αδυνατούν να πείσουν τους πολίτες ότι μπορούν να τους προστατέψουν από τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, ενώ παραμένουν ανίκανες να διαμορφώσουν ένα εναλλακτικό μοντέλο τοπικής ολοκλήρωσης στο ανεξέλεγκτο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας και στην αναξιόπιστη ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς. Έτσι η Ευρώπη παρέμεινε εκτεθειμένη και παγιδευμένη στις χρηματοοικονομικές αγορές και τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές. Ο γαλλογερμανικός άξονας έχει χάσει την άλλοτε προωθητική του δύναμη και γενικά η συντηρητική πολιτική πλειοψηφία στερεί σε σημαντικό βαθμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση μια ενιαία, συνεκτική και ποιοτική μετεξέλιξή στο σύγχρονο παγκόσμιο περιβάλλον, τροφοδοτώντας έτσι την αυξανόμενη δυναμική των ευρωσκεπτικιστικών τάσεων .
Μπροστά σε ένα τέτοιο σταυροδρόμι και μέσα σε ένα περιβάλλον έντονης ανησυχίας, προβληματισμού και πρόκλησης σε σχέση με το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ισχυρές πολιτικές δυνάμεις αλλά και τα κράτη-μέλη της Ένωσης, θα πρέπει να σταματήσουν να αντιδρούν αποσπασματικά στις διεθνείς ανταγωνιστικές διεργασίες και τις υπερβολές της παγκοσμιοποίησης και να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη ενίσχυσης των κοινοτικών θεσμών για την διαμόρφωση ενός αναγκαίου ευρωπαϊκού πόλου εξισορρόπησης στα πλαίσια του νέου διαμορφωθέντος παγκόσμιου συστήματος. Για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, η υιοθέτηση δράσεων και ενεργειών που θα επαναφέρουν στο προσκήνιο τα προβλεπόμενα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Για την αντιμετώπιση του δημοκρατικού ελλείμματος που συνεχώς εμφανίζεται αυξανόμενο στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να ληφθούν άμεσες δράσεις προτού αυτό πλήξει ισχυρά τα θεμέλια του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος και προκαλέσει αναταράξεις που μπορεί να απειλήσουν ακόμα και την ίδια του την ύπαρξη. Οι αρχές της δημοκρατίας αποτελούν κοινή υπόθεση και πεδίο αναφοράς όλων των σχημάτων διακρατικής συνεργασίας στον ευρωπαϊκό χώρο και στις διεργασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά το γεγονός ότι οι δημοκρατικοί κανόνες και διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε υπερεθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι διαφορετικής φύσεως από εκείνους που εφαρμόζονται στο εσωτερικό ενός εθνικού κράτους. Η δημοκρατική παθογένεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συναρτάται με τον ιδιότυπο συμπολιτειακό και διακρατικά ενωσιακό της χαρακτήρα, την έντονα τεχνοκρατική και γραφειοκρατική λογική που τη διέπει και την έλλειψη διαφάνειας στο σύστημα λήψης αποφάσεων. Η έννοια της δημοκρατίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έθνος κράτος και η μεταβίβαση πολιτικών εξουσιών σε μια σύνθετη πολιτεία, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση συνοδεύεται από ελλιπή δημοκρατικό έλεγχο. Αυτό οδηγεί στην αποξένωση του πολίτη, παρά τα αντιθέτως προβλεπόμενα από τις αρχές δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού οράματος. Η αντιμετώπιση του δημοκρατικού ελλείμματος, μπορεί να επιτευχθεί με την πολιτικοποίηση και τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό του κοινοτικού και ευρωπαϊκού συστήματος συνεργασίας, καθώς και με την ταυτόχρονη επιδίωξη της εγκαθίδρυσης Πολιτικής Ένωσης της Ευρώπης. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η διασφάλιση της θεσμικής ισότητας των κρατών-μελών της και ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων έναντι των ισχυρότερων, έτσι ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να αποτελεί και στην πραγματικότητα μια ένωση ισότιμων εταίρων. Το δημοκρατικό έλλειμμα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την εισαγωγή ουσιαστικών δημοκρατικών διαδικασιών, διαφάνειας και ελέγχου των οργάνων λήψης αποφάσεων σε κοινοτικό επίπεδο, ενέργειες οι οποίες θα κατευνάσουν την δικαιολογημένη καχυποψία του ευρωπαίου πολίτη προς τα αδιαφανή θεσμικά όργανα, τους τρόπους λειτουργίας τους και τα κίνητρα λήψης αποφάσεων. Τέτοιες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση των κοινοβουλευτικών – αντιπροσωπευτικών χαρακτηριστικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά κυρίως στην ενίσχυση των συμμετοχικών διαδικασιών, για τη σταδιακή διαμόρφωση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, που θα τοποθετεί τον ευρωπαίο πολίτη στο κέντρο των εξελίξεων και των αποφάσεων.
Με την Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβόνας, η δημοκρατία αναγορεύεται σε αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκλαμβάνει τις μορφές της δημοκρατικής ισότητας, της αντιπροσωπευτικής και της συμμετοχικής δημοκρατίας. Η Συνθήκη προσέθεσε ορισμένα δημοκρατικά χαρακτηριστικά στο κοινοτικό θεσμικό σύστημα, όπως η περαιτέρω αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η εμπλοκή των εθνικών κοινοβουλίων στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, η δυνατότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας των πολιτών και η ενσωμάτωση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων(Europa.eu,2010). Ωστόσο το δημοκρατικό πρότυπο που προβάλλει η Συνθήκη δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει το συνεχώς διογκούμενο δημοκρατικό έλλειμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το μόνο εκλεγμένο και δημοκρατικά νομιμοποιημένο θεσμικό όργανο, του οποίου ο ρόλος ενισχύθηκε σταδιακά με τις συνθήκες, ώστε σήμερα να έχει ευρείες νομοθετικές, δημοσιονομικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες, με απώτερο σκοπό την αντιμετώπιση του δημοκρατικού ελλείμματος. Η λύση όμως αυτή δεν φαίνεται να λειτουργεί στην πράξη, όπως αποτυπώνεται από την συνεχώς αυξανόμενη αδιαφορία και αποχή των πολιτών στις ευρωεκλογές. Αντ΄ αυτού, η ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει τη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ισχυρότερου θεσμικού οργάνου, το οποίο όμως στερείται επαρκούς δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η άμεση εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής μπορεί ενδεχομένως να αποτελέσει τον καλύτερο τρόπο για την ενίσχυση της συμμετοχικής δημοκρατίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Άμεση προτεραιότητα για την συνέχιση της οικονομικής ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να αποτελέσει η υιοθέτηση ενός πιο δημοκρατικού και ολοκληρωμένου συστήματος Οικονομικής Διακυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτού θα πρέπει να προσδιορίζονται οι κατάλληλοι ρυθμιστικοί κανόνες της αγοράς και να σχεδιάζεται μια κατά το δυνατόν ενιαία δημοσιονομική και μακροοικονομική πολιτική με αναπτυξιακό και αναδιανεμητικό περιεχόμενο, που δε θα εξυπηρετεί ίδια συμφέροντα των ισχυρών δυνάμεων αλλά θα έχει κύρια αναπτυξιακό χαρακτήρα. Οι παραπάνω ενέργειες βέβαια, δε θα έχουν απολύτως κανένα αντίκτυπο αν ταυτόχρονα δεν υπάρξει πρόβλεψη για την ύπαρξη μιας ισχυρής Ευρώπης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Η υιοθέτηση κοινών δράσεων που θα προκύψουν από δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την διαμόρφωση μιας πραγματικά κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και ισχυροποίησης του διεθνούς ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εξασφάλιση ενός ηγετικού ρόλου για στο παγκόσμιο περιβάλλον θα συμβάλει αφενός, στην σταθεροποίηση του ευρύτερου γεωπολιτικού χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφετέρου στην αποτελεσματικότερη εμπλοκή της για την επίτευξη ενός ασφαλέστερου, δημοκρατικότερου και δικαιότερου παγκοσμίου συστήματος διακυβέρνησης.
Συνοψίζοντας, για ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι δράσεις θα πρέπει να εστιάσουν σε τέσσερις βασικούς πυλώνες. Στη δημιουργία μιας δημοκρατικής, φιλελεύθερης, συμμετοχικής και αντιπροσωπευτικής Πολιτικής Ένωσης, στην υιοθέτηση ενός προοδευτικότερου συστήματος Οικονομικής Διακυβέρνησης, στην εξασφάλιση μιας περισσότερο κοινωνικά ευαισθητοποιημένης Ευρώπης και φυσικά στην εξασφάλιση ηγετικής θέσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παγκόσμιο περιβάλλον. Ταυτόχρονα θα πρέπει να διασφαλίζεται η θεσμική ισότητα των κρατών-μελών ώστε η να αποτελεί μια Ένωση ισότιμων εταίρων. Οι παραπάνω προϋποθέσεις κρίνονται απαραίτητες για την αντιμετώπιση του ευρωσκεπτικισμού και του δημοκρατικού ελλείμματος στους κόλπους της Ενωμένης Ευρώπης.
Ελισάβετ Μήτσου