«Αν δεν μπορείς παρά να κλαίς το δείλι
Τους ζωντανούς τα μάτια ας θρηνήσουν
Θέλουν, μα δεν βολεί να λησμονήσουν»
Μαβίλης
Όταν την αποφράδα Τρίτη της 29 Μαΐου 1453 αλώθηκε η πρωτεύουσα του Βυζαντίου , η Κωνσταντινούπολή, η λαϊκή Μούσα του Πόντου έπλασε τον θρύλο της πτώσης.
« Ναϊλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία.
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο».
Και όταν αργότερα , κατά την έκφραση του ποιητή, «έσβηνε ο Αετός των Κομνηνών» ο ίδιος καρτερικός στίχος ενδυνάμωνε την εθνική ψυχή. «Η Ρωμανία κι αν πέθανε, ανθεί και φέρει και άλλα».
Έτσι αποδέχθηκαν την μεγάλη εκείνη συμφορά στον Πόντο, χωρίς να χάσουν την ελπίδα και την πίστη ότι σύντομα θα είναι όπως παλιά.
Πέρασαν χρόνια. Πάνω στους σκελετούς του καθυποταγμένου έθνους άρχισε η βλάστηση εμπνευσμένη από την φανατισμένη πίστη και το δίκαιο. Από τα ερείπια της αυτοκρατορίας των Κομνηνών άνθισε μια μακρινή Ελλάδα, ανθηρή και γεμάτη σφρίγος. Η Ελλάδα του Πόντου, πλούσια σε αισθήματα, αγνή σε φρόνημα, ποτισμένη με τα ιδεώδη του έθνους, ισχυρή στην ορθόδοξη πίστη , δημιουργική σε έργα πολιτισμού.
Ο αλησμόνητος Πόντος με τρισχιλιόχρονη ιστορία και πορεία Ελληνισμού. Που ήκμαζε και ανθούσε διατηρώντας μέσα στο αγριότερο και σκληρότερο περιβάλλον, χαλύβδινη την Ελληνική ψυχή, αλώβητη την πίστη και ασάλευτη την αγάπη προς την ελληνική πατρίδα.
Έμελλε όμως να ακολουθήσει καταιγίδα και θύελλα και κατακλυσμός. Το Έθνος ενώ ανέβαινε αλματωδώς την μεγάλη κλίμακα του πεπρωμένου έπεσε απροσδόκητα και συνετρίβη. Μαζί με την Ελληνική Μικρά Ασία και την Θράκη, η ωραία Ελλάς του Πόντου μετεβλήθη σε απέραντο κοιμητήριο.
Ο τόπος λατρείας, άσκησης και μαρτυρίου δεν υπάρχει πια. Είναι όμως καθαγιασμένος από την ευλάβεια και το πάθος χιλιάδων ασκητών, μαρτύρων και πατέρων. Οι Έλληνες μπορεί να φύγανε και οι ναοί να κλείσανε, είναι αδύνατο όμως να εξαλειφθεί η αγιότητα. Έχει ποτίσει τα χώματα. Έχει γίνει συστατικό στοιχείο του εδάφους.
Πρέπει να σηκώσεις τα πάντα ακόμη και το χώμα για να καταφέρεις να εξαφανίσεις την παρουσία του χριστιανισμού και της Ελλάδος.
Εκκλησιές και μοναστήρια, σχολεία και ελληνικά σπίτια, ελληνικά ονόματα πόλεων και τοποθεσιών, ιστορίες και θρύλοι, ελληνικά μνημεία που χάνονται στην αχλή του χρόνου σε συντροφεύουν σε κάθε σου βήμα στις πόλεις και στα χωριά , στους κάμπους και στα βουνά, στους λόφους και στα παρχάρια.
Γνωστά τα γεγονότα του αφανισμού των Χριστιανικών πληθυσμών στην Τουρκία. Η άνοδος των Νεοτούρκων στην εξουσία, το 1908, είναι η απαρχή της τελικής φάσης εξόντωσης τους μέσα από το απάνθρωπο φαινόμενο των Γενοκτονιών που χαρακτήριζε την πολιτική των εκάστοτε οθωμανικών και μετέπειτα νεοτουρκικών κυβερνήσεων.
Το 1911 οι Νεότουρκοι αποφασίζουν σε Συνέδριό τους την εξόντωση των μη τούρκικων εθνοτήτων. Στην απόφαση γράφεται:
“Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται.. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία… Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης θα θεωρείται προδοσία προς την τουρκική αυτοκρατορία.”
Η Γερμανία με τεράστια συμφέροντα στην Τουρκία, οικονομικά και στρατιωτικά, παρεμβαίνει υπέρ των οθωμανικών συμφερόντων. Αρμένιοι, Ασσύριοι, Έλληνες αποτελούν φραγμό, εμπόδιο στα σχέδιά των Γερμανών για οικονομική διείσδυση στην Ανατολή και «συμβουλεύουν» του Οθωμανούς. “Η Τουρκία δεν έχει ουδεμίαν ασφάλειαν ούτε δύναται να οργανωθεί ελευθέρως εις το μέλλον, λόγω της παρουσίας των Ελλήνων”, υποστηρίζει ο Γερμανός Λίμαν φον Σάντερς.
Εφευρίσκονται νέοι τρόποι εξόντωσης για να μην προκληθεί ο «πολιτισμένος» κόσμος.
Τι φρίκη Θεέ μου. Φωτιές, λεηλασίες, σκοτωμοί, τα διαβόητα “Αμελέ Ταμπουρού”, τα τάγματα απάνθρωπης αναγκαστικής εργασίας για τους νέους και τους άνδρες. Ατέλειωτες πορείες «λευκού θανάτου» για τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα, στο κρύο και στην παγωνιά, σχεδόν γυμνοί, κάτω από βροχή αλλά και την τρομερή ζέστη του καλοκαιριάτικου ήλιου, χωρίς νερό και τροφή.
Οι διωγμοί των πρώτων Χριστιανών ωχριούν μπρος στα βάσανα στα οποία υποβλήθηκαν αθώες ψυχές γυναικόπαιδων και γερόντων.
« Είδαμε την τιμή να ατιμάζεται,
είδαμε τον ήλιον κόκκινον και τον ουρανόν,
και τον Θεόν να εντρέπεται διότι έπλασε Τούρκους εις τον κόσμον» γράφει σε επιστολή του ο καθηγητής του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας Φίλιππος Χειμωνίδης,
Στο έκτακτο στρατοδικείο που δίκασε στις 8 Μαρτίου 1919 τους ηγέτες των Νεοτούρκων για τα εγκλήματα κατά του Χριστιανικού πληθυσμού, ο Μουσταφά Κεμάλ κατέθεσε, μεταξύ των άλλων: «Οι πασάδες που διέπραξαν απερίγραπτα εγκλήματα τέτοια που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου, εγκαθίδρυσαν τυραννικό καθεστώς, οργάνωσαν εκτοπίσεις και σφαγές, έκαψαν με πετρέλαιο βρέφη που ακόμα θήλαζαν, βίασαν γυναίκες και μικρά κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονιών τους, κατέσχεσαν παράνομα κινητή και ακίνητη περιουσία, εξόρισαν γυναικόπαιδα, προέβησαν σε κάθε είδους ωμότητες, επιβίβαζαν σε πλοία χιλιάδες αθώους και τους πέταξαν στην θάλασσα. Γεγονότα που δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία οποιουδήποτε λαού».
Λίγες μέρες αργότερα αυτός ο ίδιος αποβιβάζεται στις 19 Μαΐου 1919 στην Σαμψούντα του Πόντου και εξαπολύει νέους άγριους διωγμούς οργανωμένους πλέον από το κεμαλικό καθεστώς το οποίο κηρύττει το μίσος και οργανώνει την εξόντωση των Ελλήνων έχοντας ως συνεργούς υποκείμενα σαν τον Τοπάλ Οσμαν.
Δικαστήρια παρωδίες στήνονται για να δικαστούν και να καταλήξουν στην κρεμάλα, με συνοπτικές διαδικασίες, η θρησκευτική, πολιτική και πνευματική ηγεσία της Αμισού, της Πάφρας, αλλά και άλλων περιοχών.
«Αισθάνομαι καταισχύνη γιατί ανήκω στο ανθρώπινο γένος» έγραφε ο τότε Πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σμύρνη Χόρτον υποβάλλοντας την παραίτησή του.
Οι κραυγές των αθώων θυμάτων φτάνουν παντού. Ακόμα και μέσα στην ίδια την Τουρκία. «Η εκμηδένιση των Χριστιανικών πληθυσμών ήταν ασυγχώρητο έγκλημα που διεπράχθη χωρίς κανένα λόγο », αναφωνεί σε αγόρευση του στην Γερουσία, στις 22 Οκτωβρίου 1918,ο Γερουσιαστής Δαμάν –Φερέτ Πασάς.
Τον Νοέμβριο του 1921 κορυφαίοι διανοούμενοι της Ελλάδος, υψώνουν φωνή διαμαρτυρίας και έκκλησης στον πνευματικό κόσμο της Ευρώπης. Το κείμενο της διαμαρτυρίας τους καταλήγει « Οι υπογεγραμμένοι θέτουσι τα ανωτέρω υπ’ όψιν των διανοουμένων της Ευρώπης και της Αμερικής θεωρούντες ότι όχι μόνον τα γεγονότα ταύτα αλλά και η ανοχή αυτών αποτελεί πένθος της ανθρωπότητας».
Στις 20 Νοεμβρίου 1921, με την πρωτοβουλία φιλελλήνων βουλευτών και γερουσιαστών έγινε στη Νέα Υόρκη συλλαλητήριο για τις σφαγές των Ελλήνων του Πόντου. Ανάμεσα στους ομιλητές και η γιατρός Nόστον, αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων της Κερασούντος , η οποία τα αφηγήθηκε με τραγικές λεπτομέρειες αι οποίες προκάλεσαν ρίγη φρίκης μεταξύ του πλήθους. Η ιδία δε αναγκάσθηκε να διακόψει την ομιλία της μη μπορώντας από την συγκίνηση να συνεχίσει αναφωνώντας από καιρό εις καιρό : “Αχ, εκείνα τα καημένα τα παιδάκια!”
Οι διώξεις και βιαιότητες εις βάρος των συμπατριωτών μας αναγκάζουν τους Έλληνες του Πόντου να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του αμάχου πληθυσμού. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο.
Αντών πασάς (Χατζηελευθερίου Αντώνης), Ιστίλ Αγάς (Στυλιανός Κοσμίδης), Κισά Μπατσάκ (Κυριάκος Παπαδόπουλος), Πίτς Βασίλ (Βασίλειος Τσαουσίδης), Βασίλ Ουστά (Βασίλειος Ανθόπουλος), Πελαγία Εξούζογλου, Καπετάν Ευκλείδης (Κουρτίδης Ευκλείδης), Κοτζά Αναστάς (Παπαδόπουλος Αναστάσιος) και άλλοι πολλοί. Ονόματα ηρώων, απόντα από τα βιβλία της Ιστορίας μας, άγνωστα στους περισσότερους. Άντρες και γυναίκες, για να σωθούν χιλιάδες από άμαχο πληθυσμό.
Ένα τραγούδι των Ελλήνων της Πάφρας του Δυτικού Πόντου, που αναφέρεται στη συμμετοχή των γυναικών έχει τους εξής στίχους:
«Από τις γυναίκες των Παφραλήδων
πήραν τα όπλα οι μισές
για να διώξουν τους Τούρκους.
Σκοτώθηκαν όλες !»
Κι όταν ήλθε το τέλος οι ελληνικοί πληθυσμοί πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Διαβάζουμε σε δημοσίευμα του 1930: «Ο θάνατος του Πόντου είχε πιστοποιηθεί. Επί του τάφου των ηρώων είχον φυτρώσει άγρια χόρτα και τα άταφα οστά των μαρτύρων λευκανθέντα από τον φιλόξενον ήλιον, αφιλοξένου γης, διεμαρτύροντο δια την βαρβαρότητα του πολιτισμού.
Η τέφρα της Ελλάδος του Πόντου, εσκορπίσθη εις τους τέσσαρας ανέμους. Οι φίλοι μας εταλάνισαν, οι εχθροί έτριψαν τα χέρια από χαράν. Η συμφορά μας ήτο ανήκουστος. Ο πόνος ανείπωτος. Η δυστυχία συνθλιπτική. Ο Ποντιακός Ελληνισμός διεγράφη εκ της Βίβλου της ζωής άνευ δικαιώματος ενστάσεως κατά της τελεσιδίκου καταδίκης. Ο Πόντος ετάφη υπό των ερειπίων του. Ο αυτουργός του φόνου, ο πολιτισμός, δεν παρεπέμφθη προς δίωξιν. Ένας λαός είχε φονευθεί».
Με ματωμένη ψυχή έφευγαν στη μητέρα Ελλάδα, έφευγαν για να σωθούν από τον εξευτελισμό, τη βαρβαρότητα, τη σφαγή. Αλλά και εδώ στην αγκαλιά της μάνας Ελλάδος τα προβλήματα πολλά, η επιβίωση δύσκολη, ο συνθήκες απερίγραπτες,
Στην αυτοβιογραφία του, ο Μάρκος Βαμβακάρης, Συριανός στην καταγωγή, περιέγραψε θαυμάσια την κατάσταση αυτή: “Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντίρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δύο να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Καταστροφή μάνα μου. Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού».
Έσκυψαν το κεφάλι. Δούλεψαν και ανάστησαν χωριά και πόλεις. Οι Πόντιοι δεν είχαν πεθάνει. Είχαν απλώς γονατίσει από το βάρος της συμφοράς. Μεγάλωσαν τα παιδιά και οι χαρές γέμισαν τα σπίτια. Άνθισαν τα βλαστάρια της και πλούσια και ευλογημένα πλημμύρισαν την Ελλάδα.
Ξεκλείδωσαν τις μοναδικές αποσκευές που κατάφεραν να κουβαλήσουν. Την ιστορία, τον πολιτισμό, τα ήθη και έθιμα, τις αξίες, την λάμψη, την αρχοντιά, τον χορό και το τραγούδι. Και με αυτά πορεύτηκαν δεκάδες χρόνια , μεταφέροντας τα από γενιά σε γενιά.
Και μιλώντας για την πατρίδα τους το Πόντο έκαναν όλους εμάς, απογόνους εκείνων, να την αγαπήσουμε και να την αναζητούμε.
Γιατί, πατρίδα είναι αυτή όπου υπάρχουν οι ρίζες σου, αυτή που έχεις από τα ακούσματα, τις διηγήσεις των προγόνων σου.
Αδιάσειστα τα αποδεικτικά στοιχεία δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας η αμφισβήτησης ότι η πατρώα γη, που φιλοξένησε έναν πολιτισμό χιλιετιών, έγινε θέατρο μιας θηριωδίας που υπηρετούσε τα επεκτατικά σχέδια του Κεμάλ, και την επιδίωξή του να εξολοθρεύσει τις αλλότριες εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αυταπόδεικτη ιστορική αλήθεια. Κανείς δεν μπορεί να διαγράψει ή να ξαναγράψει την ιστορία. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τις φωνές των νεκρών. Κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει το δικαίωμα στη μνήμη.
Η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών αποφαίνεται:
” Είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης Μελετητών των Γενοκτονιών ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας μεταξύ 1914 και 1923 αποτέλεσε γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Ελλήνων της Ανατολίας”
Όλοι πλέον μιλούν για το μαζικό έγκλημα που στοίχισε τη ζωή στους ανθρώπους μας και τους συνανθρώπους μας, όλοι αναφέρονται στην αναγκαιότητα αναγνώρισης της Γενοκτονίας.
Γνωρίζουμε όλοι ότι η διεθνής κοινότητα είναι έτοιμη να ακούσει, είναι έτοιμη να μιλήσει, είναι έτοιμη να αναγνωρίσει. Μένει σε όλους μας, να συνεχίσουμε με την ίδια αγωνιστικότητα και επιμονή τον νικηφόρο αγώνα της αλήθειας.
Εμείς, οι Έλληνες ποντιακής καταγωγής, οι απόγονοι, όσων επέζησαν της Γενοκτονίας, που εξαπέλυσαν εναντίον των Χριστιανικών λαών της Ανατολής, Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων οι Νεότουρκοι, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αντιλαμβανόμενοι το ιστορικό μας καθήκον, αναλάβαμε τον αγώνα της διεθνοποίησης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Παρότι ο αγώνας των ποντιακών οργανώσεων έχει επιτύχει διεθνώς πολλές νίκες, ο δρόμος, έως την επίτευξη του στόχου είναι ανηφορικός και απαιτεί δυναμικό αγώνα και θυσίες.
Αυτοί που προσπάθησαν με την βία να εξαφανισθεί ο ελληνισμός και οι Έλληνες και Ελληνίδες να γίνουν λαοί μουσεία δεν τα κατάφεραν. Ο Ελληνικός λαός έχει δικαίωμα να απαιτεί από την Διεθνή Κοινότητα και από την Τουρκία την αναγνώριση της Γενοκτονίας. Η ελληνική πολιτεία δυστυχώς μέχρι σήμερα είναι αδιάφορη έως και απούσα για την διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας. Ο ανά τον κόσμο διάσπαρτος Ποντιακός Ελληνισμός αμάχητο τεκμήριο και ζωντανό κομμάτι του ελληνισμού θα αγωνισθεί με κάθε θεμιτό μέσο για την Διεθνή Αναγνώριση. Μένει σε όλους μας, να συνεχίσουμε με την ίδια αγωνιστικότητα και επιμονή τον νικηφόρο αγώνα της αλήθειας.
Το να μιλάμε εκατό χρόνια μετά για την Γενοκτονία δεν είναι απλά μια επιλογή, το να μιλάμε για την Γενοκτονία είναι ευθύνη και μάλιστα πανανθρώπινη ευθύνη.
Τα βουνά, οι δρόμοι, οι πόλεις και τα χωριά της Τουρκίας είναι κατεσπαρμένα από ελληνικά κόκαλα τα οποία δημιούργησαν δικαιώματα και περιμένουν την ηθική δικαίωση τους.
Ρωμανίδης Ν. Θεόδωρος
Σύλλογος Ποντίων Ν. Ξάνθης