– Είναι αντιπαραγωγικό να γίνεται συνεχώς συζήτηση για τη δυνατότητα επιβίωσης της καλλιέργειας του καπνού στην Ελλάδα, επιµένει ο γενικός διευθυντής της ΣΕΚΕ και πρώην υπουργός Αλέξανδρος Κοντός.
– Αλέξανδρος Κοντός , Γενικός Διευθυντής της ΣΕΚΕ: Κρίσιμες οι επενδύσεις στην έρευνα, την καινοτομία αλλά και στον τομέα της μεταποίησης, με βάση τη διεθνή εμπειρία.
Πρόκειται, λέει, για µία καλλιέργεια που όχι µόνο δεν κινδυνεύει αλλά έχει µπροστά της σηµαντικότατες προκλήσεις για ακόµα καλύτερες επιδόσεις σε σχέση µε την ποσότητα και µε τη βελτίωση της ποιότητας, εποµένως και του εισοδήµατος του παραγωγού. Η πρόσφατη συµφωνία µε τη Philip Morris, τονίζει, δείχνει το δρόµο. Ως άνθρωπος που έχει αφιερώσει µεγάλο µέρος της ζωής του στο προϊόν, ο κ. Κοντός επισηµαίνει τα τρία προβλήµατα της καλλιέργειας στην Ελλάδα, που δεν είναι άλλα από το όχι σπάνιο φαινόµενο της απόκλισης των παραγωγών από τα πρότυπα ποιότητας, τις συγκυριακές συχνά επιδιώξεις των µεταποιητών και την έλλειψη στήριξης από την πολιτεία, όπως για παράδειγµα στο θέµα του λαθρεµπορίου.
Υπάρχει τρόπος να διασωθεί η καλλιέργεια καπνού στη χώρα µας;
Προσωπικά δεν θεωρώ ότι η καλλιέργεια καπνού στη χώρα µας αντιµετωπίζει πρόβληµα επιβίωσης, απεναντίας πιστεύω ότι έχει µπροστά της προκλήσεις για ακόµα καλύτερες επιδόσεις, τόσο σε σχέση µε την ποσότητα, όσο και µε τη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος και του εισοδήµατος του παραγωγού. Αυτό που παρατηρούµε τα τελευταία χρόνια είναι τις εκτάσεις να αυξάνονται, τον καπνό να ανακάµπτει σε περιοχές όπου είχε εγκαταλειφθεί και νέους ανθρώπους να µπαίνουν στην καλλιέργεια αναγνωρίζοντας τις προοπτικές. Είναι προφανές, όµως, ότι, για να διατηρηθεί «ζωντανό» το µέλλον της, πέρα από τις αντικειµενικές συνθήκες που την καθιστούν αποδοτική και ανταγωνιστική, απαιτείται ευρύτερη προσπάθεια στήριξης από τους εµπλεκόµενους.
Πρώτα από όλα πρέπει οι ίδιοι οι παραγωγοί να µην παρεκκλίνουν από τα αυστηρά καλλιεργητικά πρότυπα που διασφαλίζουν την πολύ καλή ποιότητα των ελληνικών καπνών.
Είναι απαραίτητο, επίσης, οι µεταποιητές να µη λειτουργούν µε βάση τις συγκυριακές επιδιώξεις τους, να είναι αξιόπιστοι απέναντι στους παραγωγούς και να µην απορρυθµίζουν την αγορά εξαιτίας π.χ. της δικής τους αδυναµίας να ανταποκριθούν σε βασικές υποχρεώσεις τους.
Τέλος, είναι απαραίτητο και η Πολιτεία να αντιληφθεί τη δική της ευθύνη απέναντι στη σηµαντική για την αγροτική οικονοµία καλλιέργεια. Είναι υποχρέωσή της, π.χ., να καταπολεµήσει το λαθρεµπόριο καπνού και να εξαντλήσει κάθε µέσο, εθνικό και ευρωπαϊκό, για τη στήριξη των παραγωγών και του προϊόντος.
Ως άνθρωπος που έχει δώσει µεγάλο µέρος της ζωής του στο προϊόν, πού νοµίζετε ότι πλεονεκτεί η εγχώρια παραγωγή και πού µπορεί να επικεντρωθεί µε ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα (ποικιλίες, περιοχές κ.λπ.);
Τα ελληνικά καπνά ανατολικού τύπου (Μπασµάς και Κατερίνη) θεωρούνται κορυφαία στον κόσµο, καθώς τα ξεχωριστά ποιοτικά χαρακτηριστικά τους (άρωµα, γεύση) τα καθιστούν απαραίτητα συστατικά για ποιοτικά τσιγάρα. Επίσης, τα αυστηρά πρωτόκολλα Ολοκληρωµένης ∆ιαχείρισης ή Βιολογικής Γεωργίας που εφαρµόζονται στο σύνολο της ελληνικής καπνοπαραγωγής, αλλά και οι επενδύσεις σε επίπεδο έρευνας και καινοτοµίας στην παραγωγή και τη µεταποίησή τους, µε την υποστήριξη διεθνών σιγαρετοβιοµηχανιών, έχουν ως αποτέλεσµα την περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Πέραν αυτών, η σταθερότητα (µε συνεχή αυξητική τάση) στις παραγόµενες ποσότητες, αλλά και η διατήρηση των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων µέχρι το 2020 -για τις οποίες αισθάνοµαι υπερήφανος που ως υπουργός δηµιούργησα πρόσφορο έδαφος, παρά τις πιέσεις βόρειων κρατών- λειτουργούν θετικά. Θεωρώ, λοιπόν, πως, εάν δεν υπάρξουν αποφάσεις σε εθνικό ή κοινοτικό επίπεδο που να συρρικνώνουν το εισόδηµα των παραγωγών, ο τοµέας θα διατηρήσει τη δυναµική του και, µε υποστήριξη, θα την ενισχύσει αισθητά.
Πριν από λίγες µέρες υπήρξε ανανέωση της συµφωνίας της ελληνικής κυβέρνησης µε την Philip Morris για την αγορά 30.000 τόνων καπνού στην τριετία 2016-2018. Τι ακριβώς είναι αυτή η συµφωνία και τι µπορεί να σηµαίνει για τον καπνοπαραγωγό;
Η συµφωνία αυτή, η οποία πρώτη φορά υπεγράφη από τον Αντώνη Σαµαρά πριν από τρία χρόνια, διαπιστώσαµε στην πράξη ότι επηρέασε θετικά την ελληνική καπνοπαραγωγή και συνέβαλε στη στήριξη καπνοπαραγωγών και καπνοπαραγωγικών περιοχών. ∆ιότι, πέρα από το θέµα της απορρόφησης σηµαντικής ποσότητας καπνών από την ίδια την Phillip Morris – Παπαστράτος, το σηµαντικότερο είναι ότι έστειλε σε όλες τις κατευθύνσεις ένα σαφές µήνυµα εµπιστοσύνης στα ελληνικά καπνά, ενθάρρυνε τον παραγωγό και προσέλκυσε νέο κόσµο.
Υπάρχει µεγάλο πρόβληµα µε το λαθρεµπόριο στον καπνό και εξ όσων έχουν γίνει γνωστά, διαµορφώνεται ένα ειδικό θεσµικό πλαίσιο. Τι εικόνα έχετε;
∆υστυχώς, το πρόβληµα του λαθρεµπορίου στον καπνό έχει ανησυχητικές διαστάσεις. Η Πολιτεία χάνει 800 εκατ. το χρόνο, οι παραγωγοί, οι οποίοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους διαθέτουν µε απόλυτα νόµιµο τρόπο τα προϊόντα τους, βλέπουν την αγορά να συρρικνώνεται, ενώ οι καταναλωτές εκτίθενται σε κινδύνους, δεδοµένου ότι τα προϊόντα της µαύρης αγοράς παράγονται χωρίς φυτοϋγειονοµικό έλεγχο. Προσωπικά, έχω καταθέσει συγκεκριµένες προτάσεις, ενώ ως ΣΕΚΕ έχουµε αναλάβει πρωτοβουλίες ενηµέρωσης των καπνοπαραγωγών και υποστήριξης των αρχών.
∆ε σας κρύβω, όµως, πως διατηρώ επιφυλάξεις για το κατά πόσο θα επιτευχθεί η αντιµετώπιση του προβλήµατος, όσο δεν δηµιουργείται κεντρικό συντονιστικό όργανο από πλευράς κράτους, δεν αυστηροποιούνται οι ποινές και παραµένει σε τόσο υψηλά επίπεδα η φορολογία των νόµιµων καπνικών προϊόντων.
Ιστορικά είναι γνωστή η τεράστια συµβολή της ΣΕΚΕ στην υπόθεση του καπνού και φυσικά η βοήθειά της προς τους καπνοκαλλιεργητές. Σήµερα πιστεύετε πως ο ρόλος της παραµένει το ίδιο σηµαντικός;
Όπως σωστά αναφέρετε η ΣΕΚΕ είναι µία ιστορική εταιρεία, η οποία το 2017 συµπληρώνει 70 χρόνια στήριξης του καπνού. Λειτουργεί , µάλιστα, σε µία εθνικά «ευαίσθητη» περιοχή, την οποία στηρίζει µε πολλούς τρόπους συµβάλλοντας στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού.
Παράλληλα, διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο στον αγροτικό τοµέα, ως µία δυναµική συνεταιριστική ανώνυµη εταιρεία – πρότυπο λειτουργίας σε επίπεδο κοινωνικής επιχειρηµατικότητας. Σήµερα, περισσότερο παρά ποτέ, όµως, η δυναµική παρουσία της γίνεται πιο αισθητή, καθώς εν µέσω κρίσης καταφέρνει να ισχυροποιεί τη διεθνή θέση της, να ανοίγει «πόρτες» για εξαγωγές ελληνικών καπνών, να στηρίζει το εισόδηµα χιλιάδων παραγωγών και να συµβάλει στην ενίσχυση της αγροτικής οικονοµίας.
Τελευταία είχατε εγκαινιάσει το ξηραντήριο στην Σταυρούπολη. Υπάρχει κάποιο άλλο επενδυτικό πλάνο για το εγγύς µέλλον;
Πράγµατι, τα τελευταία χρόνια η ΣΕΚΕ εκσυγχρονίζεται και διευρύνει τις δραστηριότητές της, πηγαίνοντας κόντρα στη γενικότερη ύφεση. Το ξηραντήριο στην Σταυρούπολη, που έγινε το 2012, ήταν µόνο η αρχή µιας σειράς επενδύσεων, που καθιστούν την εταιρεία µας ιδιαίτερα ανταγωνιστική µε πολύ καλές προοπτικές..
Πρώτα από όλα να σας θυµίσω ότι είµαστε η πρώτη ελληνική καπνοβιοµηχανία που τόλµησε και κατάφερε να καθιερώσει στην Ελλάδα τα βιολογικά καπνά, εγχείρηµα δύσκολο αλλά εφικτό χάρη στις συντονισµένες προσπάθειες της ΣΕΚΕ.
Τα τελευταία δύο χρόνια επεκταθήκαµε µε θυγατρικές στις γύρω χώρες, τη Βουλγαρία και τη FYROM, εκσυγχρονίσαµε τις υποδοµές µας (σήµερα έχουµε το πιο σύγχρονο εργοστάσιο ανατολικών καπνών στον κόσµο) και δηµιουργήσαµε κέντρα προεπεξεργασίας καπνού σε διάφορες περιοχές της χώρας, φέρνοντας την εταιρεία πιο κοντά στον παραγωγό.
Όσον αφορά τα µελλοντικά µας σχέδια συνεχίζουµε µε νέες και σηµαντικές επενδύσεις στην έρευνα και την καινοτοµία που θα αναβαθµίσουν την ποιότητα των προϊόντων µειώνοντας το κόστος παραγωγής, καθώς επίσης και µε µία σειρά επενδύσεων στον τοµέα της µεταποίησης.
Έχετε διατελέσει επί σειρά ετών υφυπουργός και υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης. Βλέπετε να υπάρχουν προοπτικές στην Ελλάδα της κρίσης; Τί πιστεύετε ότι θα καθορίσει το µέλλον της γεωργίας; Οι πρόσφατες , ιδιαίτερα δυναµικές, αγροτικές κινητοποιήσεις τι µήνυµα πιστεύετε ότι έστειλαν ;
Πεποίθησή µου είναι ότι η κυρίαρχη πολιτική για την επιβίωση και την ανάπτυξη της περιφέρειας πρέπει να είναι µία δυναµική αγροτική πολιτική, που να αξιοποιεί µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα µεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της ελληνικής υπαίθρου. Αυτή την πολιτική υπηρέτησα και ως υπουργός και για την υποστήριξή της έδωσα «µάχες» σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Για την υλοποίησή της, σήµερα, θεωρώ πως είναι απαραίτητο να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την αλλαγή της αρνητικής ψυχολογίας του αγροτικού κόσµου, την προστασία των ποιοτικών ελληνικών προϊόντων και τη διατήρηση-προβολή της ιδιαίτερης «ταυτότητάς» τους, να αξιοποιηθούν αναπτυξιακά εργαλεία από πόρους της Ε.Ε. που παραµένουν ανεκµετάλλευτα και να δοθεί έµφαση στη στήριξη των νέων κατά κύριο επάγγελµα αγροτών.
Μιας και αναφέρετε τις κινητοποιήσεις, θέλω να παρατηρήσω ότι αυτό που όλοι είδαµε τούτη τη φορά είναι να «πρωταγωνιστούν» νέοι άνθρωποι, οι οποίοι είτε λόγω της κρίσης, είτε γιατί αγαπούν την ενασχόλησή τους µε τη γη, αποφάσισαν να επενδύσουν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Είδαµε, λοιπόν, νέους από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι προσπαθούν να χτίσουν βιώσιµες αγροτικές εκµεταλλεύσεις, που είναι και αυτές που µπορούν µε όρους ανταγωνισµού να διασφαλίσουν την αγροτική ανάπτυξη στον τόπο µας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν βγήκαν να διεκδικήσουν την ικανοποίηση αποσπασµατικών αιτηµάτων, αλλά το δικαίωµά τους να παραµείνουν στον τόπο τους και να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στον αγροτικό τοµέα.
Όσο κι αν θεωρώ, λοιπόν, πως θα πρέπει να συνεχίσουν να στηρίζονται οι µικροί παραγωγοί, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων παραγωγών, πιστεύω πως είναι αρνητικό το γεγονός ότι αυτό το νέο δυναµικό «αίµα» τους αγροτικού κόσµου κινδυνεύει να βρεθεί αντιµέτωπο µε προβλήµατα επιβίωσης εάν υλοποιηθούν τα µέτρα που συζητούνται για ασφαλιστικό και φορολογικό και φυσικά τα µέτρα που έχουν σχέση µε το κόστος παραγωγής των προϊόντων.
Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η νέα αγροτική πολιτική που απαιτείται να εφαρµοστεί θα πρέπει να προστατεύει τους µικρούς παραγωγούς, αλλά κυρίως να στηρίζει και να δίνει ουσιαστικά κίνητρα ανάπτυξης στους νέους αγρότες για να παράγουν ποιοτικά προϊόντα , να δραστηριοποιούνται σε υγιείς συλλογικές δράσεις, να αξιοποιούν τις επιχειρηµατικές δυνατότητες από τα ευρωπαϊκά προγράµµατα και τελικά να δηµιουργούν ισχυρές και βιώσιµες αγροτικές εκµεταλλεύσεις.
Συνέντευξη στον Γιάννη Πανάγο– Agrend