Ο συνδυασμός της ύφεσης και της αύξησης της φορολογίας υπολογίζεται ότι έχει κοστίσει σε «λουκέτα» ή αποχωρήσεις από την Ελλάδα περίπου 200.000 εταιρείες ενώ περίπου 10.000 ελληνικές εταιρείες μετακόμισαν στο εξωτερικό. Μεταξύ 2009 και 2014 τα φορολογητέα κέρδη που έχουν δηλωθεί από τα νομικά πρόσωπα έπεσαν πάνω από πέντε δισ. ευρώ.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις πιέζουν τις επιχειρήσεις, παρόλο που υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτό τις οδηγεί να φύγουν από τη χώρα, αναφέρει ο Economist. Η συζήτηση για το Grexit, δηλαδή την έξοδο της Ελλάδας από τη νομισματική ένωση του ευρώ, δείχνει να έχει μπει στο περιθώριο, ωστόσο ένα άλλο Grexit βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και αρκετό καιρό.
Πρόκειται για τη «μεγάλη φυγή» εκτός της ελληνικής επικράτειας των επιχειρήσεων που αντιδρούν στην υπέρμετρη αύξηση της φορολογίας στα χρόνια της κρίσης και αναζητούν ευνοϊκότερα φορολογικά καθεστώτα στις γειτονικές χώρες ή ακόμη και στη Βόρεια Ευρώπη.
Η έντυπη έκδοση του περιοδικού Economist φιλοξενεί μια ενδελεχή ανάλυση για τις τάσεις στην ελληνική επιχειρηματική κοινότητα και παρουσιάζει στοιχεία που δείχνουν την «αιμορραγία» που υφίσταται η καθηλωμένη στην ύφεση και στασιμότητα οικονομία.
«Τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις, απεγνωσμένες για χρήματα, πιέζουν τις επιχειρήσεις, παρόλο που υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτή η πρακτικά τις οδηγεί σε χώρες όπως η Βουλγαρία, η Κύπρος και η Αλβανία», αναφέρει το δημοσίευμα, τονίζοντας ότι ο συνδυασμός της ύφεσης και της αύξησης της φορολογίας υπολογίζεται ότι έχει κοστίσει σε «λουκέτα» ή αποχωρήσεις από την Ελλάδα περίπου 200.000 εταιρείες. Μεταξύ 2009 και 2014 τα φορολογητέα κέρδη που έχουν δηλωθεί από τα νομικά πρόσωπα έπεσαν πάνω από πέντε δισ. ευρώ.
Χωρίς να υπάρχουν ακριβή στοιχεία, εκτιμάται ότι 10.000 ελληνικές εταιρείες μετακόμισαν στο εξωτερικό, ενώ σε πρόσφατη μελέτη εμφανίστηκε το ένα τρίτο των επιχειρήσεων να δηλώνουν ότι είτε έφυγαν είτε σκέφτονται να φύγουν από την χώρα.
Το δημοσίευμα αναφέρει και παραδείγματα μεγάλων εταιρειών που κράτησαν μεν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, αλλά μετέφεραν την έδρα τους στο εξωτερικό (ΦΑΓΕ, Coca Cola, Βιοχάλκο), με τις δύο τελευταίες να υποστηρίζουν ότι ο βασικός λόγος γι’ αυτό ήταν η δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίων.
Στον αντίποδα, σημειώνει ο Εconomist, άλλες χώρες που χτυπήθηκαν από την κρίση, όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, μείωσαν ή κράτησαν χαμηλά τη φορολογία των επιχειρήσεων για να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη. Π.χ. στην Πορτογαλία τα έσοδα από τη φορολογία τους παρέμειναν περίπου στα ίδια επίπεδα σε σχέση με πριν την κρίση.
Η Ελλάδα όμως αύξησε τους συντελεστές από το 20% το 2012 σε 29% το 2015, παρά την αντίθεση των δανειστών της και ειδικά του ΔΝΤ. Ο αντίστοιχος συντελεστής στη Βουλγαρία είναι 10%, στην Κύπρο 12,5% και στην Αλβανία 15%, με τις χώρες αυτές να υποδέχονται με χαρά τις εταιρείες που φεύγουν από την Ελλάδα. «Αν η Ελλάδα συνεχίσει έτσι, δε θα μείνουν και πολλές επιχειρήσεις ή κέρδη για να φορολογηθούν», καταλήγει το περιοδικό.
Ταυτόχρονα «πρωτιά» στην υπερφορολόγηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, έχει η Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.Σύμφωνα με την έρευνα για κάθε 100 ευρώ εισοδήματος, τα 39,9 ευρώ πηγαίνουν απευθείας στο ταμείο του Δημοσίου, για φόρο εισοδήματος, ασφαλιστικές εισφορές (κατά το σκέλος που αφορούν τους εργαζομένους) και έμμεσους φόρους.
Το εν λόγω ποσό αφορά μόνο όσα παίρνει το Δημόσιο με απευθείας παρακράτηση από τον μισθό υπό μορφή άμεσου φόρου και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, αθροιστικά με τους έμμεσους φόρους στην κατανάλωση. Δεν περιλαμβάνονται ο ΕΝΦΙΑ, τα τέλη κυκλοφορίας, οι έκτακτες εισφορές, τα δημοτικά τέλη και ότι άλλο επωμίζεται υπό μορφή τέλους ή φόρου ένας μισθωτός στην χώρα μας.
Στην Ελλάδα η συνολική φορολογική επιβάρυνση για ένα νοικοκυριό με έναν εργαζόμενο και δύο παιδιά και εισοδήματα της τάξης των 35.000 είναι η τρίτη υψηλότερη ανάμεσα σε 21 χώρες της ΕΕ, με τις Δανία και Σουηδία να είναι η μόνες χώρες που βρίσκονται υψηλότερα από την χώρα μας, με συνολική φορολογική επιβάρυνση να βρίσκονται αντίστοιχα στο 41,6% και στο 40,0%.
Σύμφωνα με την μελέτη, τα περιθώρια για περαιτέρω αύξηση είτε της άμεσης είτε της έμμεσης φορολογίας, έχουν εξαντληθεί. Στον αντίποδα, την χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση έχουν η Τσεχία (17,8%), η Σλοβακία (17,5%) και η Ιρλανδία (16,1%). Η Γερμανία βρίσκεται στην 11η θέση ανάμεσα στις 21 χώρες, με συνολική φορολογική επιβάρυνση που ανέρχεται στο 31,2%.