Εισήγηση Θανάση Μουσόπουλου φιλόλογου- συγγραφέα- ποιητή
Ημερίδα Κώστα Βάρναλη
Ξάνθη, 16 Δεκεμβρίου 2014
Είναι πολύ ενδιαφέρον και άκρως συναρπαστικό να περιγράφεις τη στιγμή πριν βγει το πρώτο φως της ημέρας. Ζεις σ’ αυτό που λέμε σκοτάδι, μεσαίωνα – και την επόμενη στιγμή γεννιέται το κάτι άλλο, το καινούριο, αναγέννηση. Σε μια επανάσταση, κοιμάσαι με το παλιό καθεστώς, και το πρωί ξυπνάς με το καινούριο. Όλα τούτα είναι πολύ σχηματικά, δηλώνουν όμως πέρα από τον τόκο του νέου και τη συνέχεια του παλιού. Ο ομφάλιος λώρος δεν κόβεται αυτομάτως και ακινδύνως.
Στην εργασία μου αυτή, που μόνο ένα τμήμα της παρουσίασα στην Ημερίδα, προσπαθώ να δείξω τη δημιουργική πορεία και εξέλιξη του Βάρναλη από την ‘εφηβική’ ως την πρώτη ώριμη ηλικία (εννοώ ποιητική).
Πρόκειται για τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, που αποτελούν τα χρόνια “ενηλικίωσής” του. Θα λέγαμε ότι ο Βάρναλης έχει δύο ‘μεταστροφές’ στη ζωή του: μία στην Αθήνα (το πέρασμα από τη Θράκη στη νεοελληνική πραγματικότητα) και μία στο Παρίσι (το πέρασμα από την τοπική/ περιφερειακή στην παγκόσμια / σφαιρική αντιμετώπιση της πραγματικότητας).
Ο Μενέλαος Λουντέμης και το βιβλίο του “Κονταρομάχος” θα μας δώσει με τη λογοτεχνική του ματιά μια ουσιαστική προσέγγιση στο πρόσωπο και στο έργο του φίλου και δασκάλου του Κώστα Βάρναλη, συμπληρώνοντας και φωτίζοντας τη δική μας απόπειρα.
Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σπανίδη το βιβλίο μου “Ο θείο – Κώτσο της Θράκης”, στο οποίο παραπέμπω τον αναγνώστη / την αναγνώστριά μου για μια γενικότερη σύγχρονη προσέγγιση στη ζωή και στο έργο του Κώστα Βάρναλη.
α
Ο Γιώργος Βαλέτας με τις έρευνες και τις εργασίες του πρόσφερε θετικό έργο στην ανάδειξη του πρώιμου Βάρναλη. Σχετικά παραπέμπω στο αφιέρωμα για τα εκατόχρονα του Βάρναλη στα “Αιολικά Γράμματα” (τεύχος 25 / 1975).
Στη “Νέα Εστία” στο ανάλογο αφιέρωμα ο Βαλέτας δημοσιεύει τη μελέτη του ‘Η ζωή και το έργο του Κώστα Βάρναλη’, από όπου θα πάρουμε κάποια στοιχεία. Η μελέτη αυτή περιλαμβάνεται και σε νεότερη έκδοση του αφιερώματος των Αιολικών Γραμμάτων.
“Μ α υ ρ ο θ α λ α σ σ ί τ η ς. Ο Βάρναλης είναι Θράκας. Ορφικός. Δημιούργημα της ακμής και της δραστηριότητας του βορεινού ελληνισμού, της Βόρειας Θράκης, των παραλίων και των κέντρων του Ευξείνου Πόντου, της Μαυροθάλασσας, που μας έδωσε μεγάλους επιστήμονες και πρωτοπόρους. Ο Χρηστομάνος, για το σκληρό, το ορμητικό, το παρρησιακό και το σαν άγριο της όλης εμφάνισης και έκφρασής του, τον αποκάλεσε, νέο ακόμα, “Σκύθη”, και αυτή την προσωνυμία, τη χρησιμοποίησε ο ποιητής αργότερα ως ψευδώνυμό του. Και ο Καμπάνης, κρίνοντας την πρώτη έκδοση της “Απολογίας του Σωκράτη” στο περιοδικό ‘Εργασία’, αποδίδει το άμεσο, χοντρό και βωμολόχο πολλές φορές ύφος του, κατά ένα λόγο, στη Θρακική του καταγωγή”.
Ο ίδιος ο Κώστας Βάρναλης σε μεταγενέστερες του 1935 επιφυλλίδες του στην εφημερίδα ‘Ανεξάρτητος’ που αποτελούν την ύλη του μεταθανάτιου έργου “Φιλολογικά Απομνημονεύματα” (Κέδρος, 1980, επιμέλεια Κ. Παπαγεωργίου) μιλά για τη ζωή του στη Βόρεια Θράκη / Ανατολική Ρωμυλία.
Για το βιβλίο αυτό ο Δημήτρης Πλατανίτης, στο περιοδικό “Διαβάζω” (τ. 47 / Νοέμβριος 1981), δημοσιεύει μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση – θα τη χρησιμοποιήσουμε, αναφερόμενοι στα παιδικά χρόνια και στις καταβολές του.
“Οι πρώτες καταβολές του συγγραφέα για τη διαμόρφωση της ελληνικότητάς του, του ανθρωποκεντρισμού, της ευαισθησίας απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, τους πόθους για την ελευθερία και της αντιδραστικότητας για κάθε μορφή δουλείας και αδικίας διακρίνονται στις παιδικές μνήμες για τον τόπο καταγωγής του, για τη δραστηριότητα και την πολιτιστική στάθμη των Ελλήνων της Βουλγαρίας, για την επιρροή της Εκκλησίας, για τον αυταρχισμό της εκπαίδευσης που καλλιεργούσε τη θρησκευτική μισαλλοδοξία και το σοβινισμό, για την απλοϊκή κι αγαθή φύση της μάνας του. Ελληνικότητα, αγάπη για τον άνθρωπο, επαναστατικότητα, ανυποταγή κι αγωνιστικότητα είναι, λοιπόν, τα κύρια χαρακτηριστικά που εμφανίζονται σε σπερματική μορφή στην αφήγηση για την παιδική ηλικία. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί μια ιδιαίτερη ευμάθεια και ποιητική διάθεση, σατιρικής και ρομαντικής υφής, που εκδηλώνεται στα μαθητικά πλαίσια. Τα γνωρίσματα αυτά αναπτύσσονται ή και διαφοροποιούνται στη διάρκεια της εφηβείας και της ωρίμανσης του ποιητή μέσα στο ιδιόρρυθμο περιβάλλον της Αθήνας των δυο πρώτων δεκαετιών του αιώνα, για ν’ αποκρυσταλλωθούν (εκτός από τη ρομαντική διάθεση και το στενό πατριωτισμό, που εξαφανίζονται) μέσα ‘στην πηγή κάθε πνευματικής και αισθησιακής χαράς: στο Παρίσι’ (…) Στην Αθήνα ένιωσε μεγάλη απογοήτευση. Ο άδολος πατριωτισμός του, η ιδανική εικόνα που είχε πλάσει η εφηβική του ψυχή με την επήρεια της κλασικής παιδείας, πληγώνεται (…) [γράφει ο ίδιος ο Βάρναλης στα Φιλολογικά Απομνημονεύματα, σελ. 59: Ένιωθα να γκρεμίζεται ο εσωτερικός μου κόσμος] ”.
Επιστρέφουμε στο κείμενο του Βαλέτα, για να προσδιορίσουμε αυτή την πρώτη μεταστροφή του Βάρναλη.
“Σ τ η ν Α θ ή ν α βρίσκει το Πανεπιστήμιο στην ακμή του (…) Μπαίνει στις γραμμές του δημοτικισμού (…) Σ’ όλη τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πανεπιστήμιο καταδιώχθηκε ως μαλλιαρός (: δημοτικιστής) και μηδενίστηκε στις πτυχιακές εξετάσεις του από το Μιστριώτη”.
β
Θα σκιαγραφήσουμε την ποιητική πορεία του Βάρναλη κατά την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα, ξεκινώντας από τα (αφανή) “Εσπερινά θάμπη” (1902), συνεχίζοντας με τις εκδομένες “Κηρήθρες” (τυπώνεται το 1904 / κυκλοφορεί το 1905), ενώ τον ίδιο χρόνο (1904) πριν εκδοθούν οι Κηρήθρες στέλνει στον Κωστή Παλαμά τη συλλογή “Πυθμένες”, που μένει άγνωστη και αδημοσίευτη ως το 1985. Τέλος, το 1919 δημοσιεύεται ο “Προσκυνητής”, που αποτελεί το πρώτο μέρος ενός ανολοκλήρωτου έργου. Στο διάστημα της εικοσαετίας, βέβαια, γράφει και δημοσιεύει σε διάφορα περιοδικά (Νουμάς, Νέα Ζωή, Γράμματα, Ποικίλη Στοά, Πυρσό, Βωμό) και άλλα ποιήματα που χαρακτηρίζονται από τεχνική τελειότητα, ενώ το 1907 συμμετέχει στην εκδοτική ομάδα του πρωτοποριακού περιοδικού “Ηγησώ”.
Στην επόμενη δεκαετία έχουμε την παραμονή του στο Παρίσι, τη μύηση στον ιστορικό υλισμό, στη συνέχεια τη δημοσίευση των δύο βασικών ποιητικών του έργων “Το φως που καίει” (1923) και “Σκλάβοι πολιορκημένοι” (1927), το καινοτόμο “Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική”, που όλα τους είναι έργα εμποτισμένα από τη νέα μαρξική κοσμοαντίληψη – τη δεύτερη μεταστροφή του Βάρναλη.
Από το ποίημα “Η πρώτη συνάντηση” που δημοσιεύθηκε το 1902 στην εφημερίδα “Ειδήσεις του Αίμου”, από την ανέκδοτη συλλογή “Εσπερινά θάμπη” λίγοι στίχοι :
………………………….
Πετούσες πάνω στα φτερά της αύρας`· δεν πατούσες
στη γη, που όλη έτρεμε στο θείο πέταγμά σου.
Σαν ουρανού φαινόμενο όπου γλυκά κοιτούσες,
η φύσις εγονάτιζε με σέβας εμπροστά σου!
………………………….
Το σύμπαν αναστάτωσε η καλλονή, το φως σου!
………………………… Φαντάσου μένα ‘μπρος σου.
Στην Αθήνα εκδίδεται η πρώτη συλλογή του Κώστα Βάρναλη, με τον τίτλο «Κηρήθρες», που δημιούργησε καλή εντύπωση στο αναγνωστικό κοινό. Λίγα μικρά αποσπάσματα, δείχνουν κάποια αλλαγή σε σχέση με τα προηγούμενα ποιήματα:
Και μέσα στο άτρεμο νερό
Ο νέος ψαράς που βλέπει
Όλα τα κάλλη της χυτά
Κι ακόμα ό,τι δεν πρέπει
Μ’ αγκάλες χύνεται απλωτές,
Μα σβυεί μ’ αυτήν και πάει…
Και μέσα απ’ τα πυκνόκλαδα
Ο Σάτυρος γελάει!
(από το Η νεράιδα)
Αντί στο πόδι μου να λυώνω,
Θέλω να βράζει μου η ψυχή
Και με τα χείλη ν’ αγκυλώνω
Το πλέον σάρκινο κορμί
Και τρελλαμένος να του λέγω
Στης συνειδήσεως το χαμό:
«από το πείσμα μου εγώ κλαίγω·
Δεν σ’ αγαπάω, σ’ επιθυμώ!»
(Για πείσμα, ολόκληρο)
Η ποιητική συλλογή έχει Πρόλογο του ποιητή Στέφανου Μαρτζώκη, που μιλά επαινετικά για το νεαρό Βάρναλη. Λίγες φράσεις είναι ενδεικτικές και θα έλεγα προορατικές: «Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να το πω με μεγάλη μου χαρά, ότι είναι αληθινός ποιητής (…) Στον νέον αυτό χαμογελά το μέλλον. Εδώ κι εκεί βλέπει κανείς κάτι, το οποίο φαίνεται σκοτεινό, αλλ’ αυτό δεν είναι παρά η επιτυχής συγκέντρωσις της ιδέας, είναι η φιλοσοφική σκέψις, η οποία διαπνέει το έργον του ποιητού (υπογραμμίζω εγώ)».
Την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησαν οι «Κηρήθρες» στην εφημερίδα «Ειδήσεις του Αίμου» της Φιλιππούπολης δημοσιεύθηκε κριτική του Λίνου (ψευδώνυμο) με τον τίτλο «Αθηναϊκόν σκαρίφημα». Ανάμεσα στα άλλα διαβάζουμε «Εις τους στίχους του παντού φαίνεται μία φιλοσοφική σκέψις αξία προσοχής (υπογραμμίζω). Ψάλλει σχεδόν μόνο τον έρωτα (…) Ονομάζεται Κωνσταντίνος Βάρναλης. Έχει κοντόν ανάστημα, λεπτόν σώμα και χρώμα χλωμόν. Αλλ’ έχει και κάτι μέσα του ο μικρός ούτος το δέμας, το οποίον αν σήμερον φαίνεται σκοτεινόν, εις το μέλλον, το οποίον εύχομαι να μην είναι μακράν, – θέλει εκδηλωθεί γεμάτο από φως (…) Αι Κηρήθρες του είναι η απαρχή της προσφοράς του».
Στη σύγχρονη έκδοση της συλλογής, που πραγματοποιήθηκε το 1985 με φιλολογική επιμέλεια του Κ. Γ. Κασίνη, στον Κέδρο, όπως όλα τα έργα του που επανεκδίδονται στις μέρες μας, ο επιμελητής παραθέτει 11 κριτικές στο διάστημα 1904 – 1975 με πρώτη του Λίνου. Ακολουθούν κριτικές του 1904 – 1905 καταξιωμένων λογοτεχνών θετικές, πράγμα που πιστοποιεί γενικά την άμεση ευνοϊκή υποδοχή της ποίησης του Βάρναλη.
Το 1904, τη χρονιά δηλαδή που τυπώνονται οι Κηρήθρες, ο Βάρναλης αποστέλλει στον Κωστή Παλαμά χειρόγραφη την ποιητική συλλογή «Πυθμένες» και μια επιστολή, με την οποία τον παρακαλεί να διαβάσει τα ποιήματά του
«Κύριε Κωστή Παλαμά,
Πολλές φορές το συλλογίστηκα προτού Σας στείλω την μικρή μου αυτή συλλογή. ‘Άραγες θα καταδεχτεί να μου την διαβάσει…’ Όλο η αμφιβολία αυτή μ’ έτρωγε, το αποφάσισα όμως, γιατί ποτές δεν θα πίστευα, ότι ένας Ποιητής θα είχε τόσο σκληρή καρδιά, δάσκαλος αυτός της Τέχνης, στα μαθητούδια πο’χουν ανάγκη από θάρρος (…) η μεγάλη τιμή θα’ναι αν έχετε την καλοσύνη να με διαβάσετε
Με σεβασμό
Αθήναι 3/III/904 Κων. Ι. Βάρναλης
Φοιτητής της Φιλολογίας
Poste – restante d’ extérieur»
Ο Παλαμάς ακριβώς σε μία βδομάδα απάντησε με επιστολή στο Βάρναλη, λέγοντας ανάμεσα στα άλλα:
«Σας ευχαριστώ πολύ που μου εδώσατε αφορμή να διαβάσω στίχους γραμμένους από ένα ποιητή (…) Φανερώνετε προσπάθεια να φύγετε από τα μεταχειρισμένα».
Κράτησε στο αρχείο τα χειρόγραφα του Βάρναλη, που βρέθηκαν μετά το θάνατο του Βάρναλη και παρουσιάστηκαν το 1975 στο μεταθανάτιο αφιέρωμα της Νέας Εστίας από τον Κ. Γ. Κασίνη, που έχει και τη φιλολογική επιμέλεια στην έκδοση του Κέδρου το 1985, που αποτελεί και την πρώτη έκδοση της συλλογής.
Η συλλογή διαιρείται σε δύο (άνισα) μέρη: ‘Πυθμένες’ 11 και ‘Σοννέτα’ 18 ποιήματα.
Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από το πρώτο μέρος και ένα σονέτο.
Για τα γλυκά σου μάτια
θέλησα – ωϊμέ – να ζήσω,
ν’ ανάψω και να σβύσω
σε κόσμο πεταχτό·
εγώ το φως τους να’ μαι,
αυτά να’ ναι το φως μου
στου αμίλητου αυτού κόσμου
τον ίσκιο τον πηχτό.
……………………………..(από Τα μάτια σου)
Στα βάσανα που βλέπω γύρω
στα βάσανα που βλέπω εντός μου
που μου ‘καναν το στήθος στείρο
που μου ‘ριξαν νύχτα στο φως μου,
Πιλάτε! Πάνου στο σταυρό μου
οι αρμοί που λυούνται των κοκκάλων
δεν ξέρω πώς τον εαυτό μου
τον βρίσκω τρεις φορές μεγάλον!
(Μαρτύριο, ολόκληρο)
Έλα σ’ εμέ που δε μιλώ για χρήμα
πω’χω χρόνια πολλά να σου χαρίσω
και χέρια τη ζωή που έκαναν θρύμα
σένα για να μπορώ, αθώα, να κλείσω.
Στ’ αχείλι τ’ απαλότατό μου έλα
που τρίχες σουβλερές δεν ασχημαίνουν
τους θολούς ρεμβασμούς να διώξ’ η τρέλα
σε τραγούδια που ποτέ δε σωπαίνουν.
Έλα σ’ εμέ σ’ αμάραντα λουλούδια
να κρυφτούμε και σε λίγο χρόνο γύρω
να μας ζώσουν ολόξανθ’ αγγελούδια
να σου φωνάζουν πεταχτά ‘μητέρα’
και όταν γέροι χάσουμε το μύρο
εκείνα να μας φέρουν στον Πατέρα!
(Σονέτο)
γ
Στο μεσοδιάστημα, μεταξύ των πρώτων ποιημάτων και των συλλογών του 1904 και του Προσκυνητή του 1919, ο Βάρναλης δημοσίευσε σημαντικά ποιήματα, που πιστοποιούν την εξέλιξή του. Εμείς θα αρκεστούμε σε στίχους από το ποίημα Α.Κ. του 1918, που είχε δημοσιευθεί στον “Πυρσό”, αναδημοσιευμένο στο περιοδικό “Ηριδανός”, τ. 2 / Οχτ – Νοε 1975.
Με των πευκών τα μπάλσαμα, τ’ ασίγητα τζιτζίκια,
με ίσο κορμί, βαθιά φωνή και την ψυχήν αντρίκεια,
γεμάτη λεύτερο άνεμο, του δειλινού την ώρα
συ, καλοκαίρι επρόβαινες, πλούσιο από κάθε οπώρα.
……………………………………………………………….
Και μες στο πνέμα μου ένιωθα σαν κύμα να ευωδάει
το σώμα σου δροσιστικό και να σταλοβολάει
έτσι, όπως το ‘δα, ωσάν ανθό και φίλντισι και χιόνι,
το γαλανό Σαρωνικό να σκει και να θαμπώνει.
Το ερωτικό στοιχείο και η φυσιολατρία εξακολουθούν να είναι κυρίαρχα στην ποίηση του Βάρναλη, μόνο που ανέβηκε σκάλες τεχνικής και από τη Μαύρη Θάλασσα έφτασε στο Σαρωνικό, αν μπορούσαμε σχηματικά να αναφέρουμε το πέρασμα από τη θρακική στην ελλαδική πραγματικότητα.
Πριν περάσουμε στον “Προσκυνητή”, περατώνοντας την πρώτη εικοσάχρονη πορεία του Βάρναλη, θα δώσουμε το λόγο στο Νίκο Καρβούνη, σε κείμενο του 1911 δημοσιευμένο στο περιοδικό “Γράμματα” και αναδημοσιευμένο στο προαναφερθέν τεύχος του “Ηριδανού”.
Ο Νίκος Καρβούνης έχει υπόψη του τη δημοσιευμένη ως τότε ποίηση του Βάρναλη. Σημειώνει γενικά για την παρουσία του:
“Από τη στιγμή που πρωτοπαρουσιάστηκε εκίνησε τη συμπάθεια και την προσοχή όσων νιώθουν και αγαπούν την ομορφιά και την τέχνη”.
Για τα ποιήματα της συλλογής “Κηρήθρες” γράφει: “Ξεχώριζαν καθαρά κι αλάθευτα οι μεγάλες γραμμές μιανής δυνατής φυσιογνωμίας (…) φαινόταν ο Βάρναλης σαν προορισμένος για να κεράσει στους ευγενικούς συντρόφους του διονυσιακού του συμποσίου το παλιό αψύ και σπιθοβόλο κρασί σε νέο λαμπερό ποτήρι”.
Στη συνέχεια για τη συμμετοχή του στην ‘Ηγησώ’ ο Καρβούνης παρατηρεί ότι “ο Βάρναλης άρχισε να δείχνεται πλατύτερα. Ξεχωρίζοντας απ’ όλους τους νέους και σε μεγάλην απόσταση (…) εντελώς μακρυσμένος από τ’ ακανόνιστα και κοντινά μονοπάτια των άλλων”.
Αναφέρεται και στη μεταγενέστερη δημοσιευμένη ποίησή του, διαπιστώνοντας ότι “ο Βάρναλης είναι σήμερα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής τέχνης”.
δ
Η ποιητική εικόνα του Κώστα Βάρναλη ταυτίζεται κυρίως με τις δύο ποιητικές του συλλογές (Το Φως που καίει ΦΚ και Σκλάβοι Πολιορκημένοι ΣΠ) και ορισμένα άλλα ποιήματά του. Έχει κατά κάποιο τρόπο χωριστεί η δημιουργία του στην “καλή” και στην “λιγότερο καλή”. Σαφώς όλα τα έργα ενός δημιουργού δεν είναι της ίδιας αξίας. Όμως, για να κατανοήσουμε την εξελικτική του πορεία και προκειμένου να αξιολογήσουμε τη δημιουργία του, οφείλουμε να προσεγγίσουμε και τα μείζονα και τα ελάσσονα.
Ένα “αδικημένο” έργο του Κώστα Βάρναλη είναι ο “Προσκυνητής”, χρονολογημένο τον Ιούνιο 1919, δημοσιευμένο στο περιοδικό “Μαύρος Γάτος”, τεύχος Σεπτεμβρίου 1919. Την περίοδο εκείνη ο Βάρναλης βρισκόταν στη Γαλλία με υποτροφία.
Από την αλληλογραφία του με τον εκδότη του περιοδικού Γεράσιμο Σπαταλά γνωρίζουμε ότι του έστειλε διορθώσεις, αλλά και – επειδή δεν γνώριζε αν δημοσιεύθηκε ή όχι – την παράκλησή του αν δεν δημοσιεύθηκε, να μην το δημοσιεύσει, γιατί ήθελε να το ξανακοιτάξει. Όμως είχε ήδη δει το φως ο “Προσκυνητής”.
Ο σύγχρονος φιλολογικός επιμελητής του στον Κέδρο (1988) καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο Γ. Π. Σαββίδης στο πολυσέλιδο και αναλυτικό Σημείωμά του (σελ. 69 – 106) γράφει κλείνοντας: “Έτσι, ξαναδιαβάζοντας τώρα, με αφορμή τούτη την έκδοση, και το ΦΚ (στις δύο μορφές του) και τους ΣΠ, αναρωτιέμαι, στο κάτω κάτω τούτης της γραφής, μήπως ο Προσκυνητής είναι, συγκριτικά, η αρτιότερη, πιο επίμονη και λιγότερο πεισματική από τις τρεις αυτές, ανθρώπινα και συνεπώς διαφορετικά ατελείς, μείζονες συνθέσεις. Ο χρόνος θα το δείξει (…)”.
Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι “ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ”, είναι αφιερωμένο “Του σοφού μου δασκάλου Ν. Γ. ΠΟΛΙΤΗ”, ακολουθεί σύντομος πρόλογος – επιστολή με την προσφώνηση “Αγαπημένε μου Ποιητή Γ. Σπαταλά” και επιφώνηση “Μ’ εξαιρετικήν εχτίμηση Κώστας Βάρναλης
Chamonıx της Σαβόιας
10 Αυγούστου 1919”
Αποτελείται από εξήντα οκτάβες / οχτάστιχες στροφές, χωρισμένο σε δώδεκα ανισομεγέθη κεφάλαια / μέρη, με ενδεκασύλλαβους στίχους.
Ο επιμελητής της νέας έκδοσης Γ.Π.Σαββίδης παρατηρεί ότι ο Προσκυνητής “είναι ο ρεζές, η κλείδωση όλης της επίλοιπης δημιουργίας του. Δηλαδή πως η “στροφή” του ποιητή δεν έγινε ανάμεσα στον Προσκυνητή και στο Φως που καίει, αλλά άρχισε να συντελείται μέσα στο “Άσμα Πρώτο”, συνεχίστηκε στο ασουλούπωτο Δεύτερο, και έφτασε στο μη παρέκει με το αναποδογύρισμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων”.
Μερικά επιλεγμένα αποσπάσματα κάπως θα μας δείξουν, φιλοδοξώ, το περιεχόμενο και την αξία του έργου, που θα μπορούσε να έχει ως υπότιτλο “προσκύνημα στην ελληνική διαχρονία”.
Με το δικό του εσύρανε μαντίλι
Όμηρος, Σολωμός, τ’ αρχοντολόγι
των αρετών Σου: ολίγη αγάπη δωσ’ μου
και μένα, Ελλάδα, Στόμα όλου του κόσμου.
Και λάμπει στους τετράχρονους τους ήχους,
του Έχτορα ο γιος, αστέρι˙ και τα εντάφια
τα κλάμματα του Πρίαμου, πώς ξεσκίζουν!
Την ίδια Ανάγκη ανθρώποι, θεοί, γνωρίζουν.
Καρδιά, που τα κοράσια ελαχταρούσες
κι αρκούσε και σε θάμπωνε ο εαυτός σου,
τις πιο καλές σου δύναμες σκορπούσες
στις ηδονές, χαημός καιρού, χαημός σου!
΄Οχι θεατές του κόσμου˙ εσείς, εντός μου
κι αντάμα μου, λυτρωτές του Κόσμου!
Και στοχασμούς και λόγια κ’ έργα θεία –
ω! θάματα που κουβαλείς μετά σου!
Χριστό κι Ορφέα, Αθηνά και Παναγία
κινάς και σμίγεις στα κινήματά σου.
Της ποίησης το παιχνίδι, ελάτε! ας γένει
ηρώισσα Πράξη˙ μια καινούρια κ’ έχτη
αίσθηση μες στις άλλες ανοιγμένη,
θεϊκή αστραψιά, που ξάφνου ο νους εδέχτη.
Ο Λόγος τριαδικός καθώς η Θεότη:
Ομορφιά κι Αρετή κι Αλήθεια αντάμα.
Καρδιά και Νους και Θέληση˙ μια Ολότη
της Ζωής, που βαθιά της, γέλιο ή κλάμα,
μελλούμενα και περασμένα σκότη,
φωτίζονται και παίρνουν νόημα, κι άμα
χτυπήσουνε σωστά, δίνουν μια δίκια
ζήση στ’ άθλια, τ’ ανθρώπινα σκουλήκια.
Την Πολιτεία, το Κράτος, το έθνος πρώτοι
αφήνετε, και γίνεστε Ανθρωπότη!
Θα μπορούσαμε πολλά να σημειώσουμε για τον Προσκυνητή, το περιεχόμενο, τη μορφολογία, τη σημασία του για τη νεοελληνική ποίηση γενικά, και βέβαια όσον αφορά το βαρναλικό έργο. Περιοριζόμαστε σε μια διατύπωση του Δημήτρη Ραυτόπουλου:
“Με τον Προσκυνητή, το 1919, ο Βάρναλης είναι σαν να βρίσκει ξαφνικά ένα νόημα στην αρχαιολατρία και μια σπουδαία χρήση της συμβολικής της: στη σύνδεσή της με το παρόν, προκύπτει ένα όραμα για το μέλλον. Ξαφνικά γίνεται οραματιστής, εθνικός κήρυκας μιας μεγάλης Ιδέας πνευματικής, πολιτισμικής, στους ήχους της παλαμικής Φλογέρας του Βασιλιά”.
ε
Ο Μενέλαος Λουντέμης (1906 – 1977) με τη βιογραφία “Κονταρομάχος” (1974) αναφέρεται σε πτυχές της ζωής και της σκέψης του Κώστα Βάρναλη, τον οποίο ο Λουντέμης γνώριζε και αγαπούσε, ενώ συνεργάστηκε μαζί του, σε δύσκολες και εύκολες μέρες.
“Το δάσκαλο – εμείς της γενιάς μου – δεν τον θαυμάσαμε. Οι θαυμασμοί είναι αντικατοπτρισμοί εφήμεροι και άπιαστοι. Το Βάρναλη τον δέσαμε τον μπολιάσαμε απάνω μας. Και δεν τον συντηρήσαμε εμείς. Μας συντήρησε εκείνος”.
“Διάβασα κάπου ότι ως και τα ξεκινήματα του Βάρναλη δεν ήταν απ’ τα συνηθισμένα, ήταν κι αυτά πρωτότυπα. Πήρε την ποίηση λέει για παιχνίδι, ήταν δα από έφηβος ‘πειραχτήριο’. Πολύ αργότερα … έγινε ο κοινωνικός ‘ταραξίας’ που άρχιζε ν’ απασχολεί πια και τις Αστυνομίες. Το πρώτο του ψευδώνυμο ήταν … Δήμος Τανάλιας. Σαν του το θύμισα κάποτε ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
Σώπα … μου λέει. Για να ξέρεις γλίτωσα από χειρότερα… Στην αρχή ήθελα να το κάνω Σφύρος Δρεπάνης. Αλλά πρόφτασε ένας βλάμης και μου είπε: Κάντο ‘Τανάλιας’ και σώθηκα. Δηλαδή τι σώθηκα…”
“Η ποίησή του δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε απ’ την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά ‘γυμνάσματα’ και δοκιμές και περιπλανήσεις στους ‘λειμώνες των ασφοδέλων’… Μ’ άλλα λόγια χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν απ’ την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που ‘πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού”.
Αναφέρεται ο Λουντέμης στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και στην κατάσταση που επικρατούσε στο χώρο του πνεύματος, της λογοτεχνίας, στην κίνηση των ιδεών. Ξεχωριστά αναφέρεται στους τρεις πρωτοπόρους της περιόδου, στον Καζαντζάκη, στον Σικελιανό και στον Βάρναλη. Ο πρωτοπόρος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αθήνας Νίκος Βέης μιλά για το Έντεκα (:1911):
“Τότε όχι μόνο ο νέοι της ηλικίας του Κώστα αλλά και τα γεροντάκια ζούσαν μέρες επαναστατικές. Όλοι ήμασταν Σοσιαλιστές. Κι ο Βάρναλης, κι ο Καζαντζάκης, κι ο Θέρος, κι η ταπεινότητά μου. Κι ο Άγγελος; Φίλε μου, ο Απόλλων μπορούσε ποτέ να γίνει Σοσιαλιστής; Ο Άγγελος ήταν ο Φοίβος. Περνούσε καβάλα στο δίφρο του, έξω από τα εγκόσμια. Ο Βάρναλης ήταν η ρίζα και η φωνή του καιρού του, και του τόπου του. Βαφτισμένος με το ποτήρι του φτωχού (…) Βλέπεις, εμάς η επανάσταση δεν μας είχε γίνει πάθος. Στον Βάρναλη όμως έγινε αίμα”.
Ο Μενέλαος Λουντέμης κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με Θεοδωράκη, Ρίτσο και άλλους πνευματικούς ανθρώπους.
Tο 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» αναφέρονται «….προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας….». Στη δίκη που έγινε με το νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος». ΄Ενας από τους μάρτυρες είναι ο Βάρναλης. Διαβάζουμε στον «Κονταρομάχο» :
«ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Με έμφαση) : Ένοχος; Όχι! Για να ’ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις:
Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους;
Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο;
Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πέσει σ’ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλληκάρια;
Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω και σαν Συγγραφέα και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε σωστές απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος».
Το παραπάνω απόσπασμα – όπως και όλες οι σελίδες που αναφέρονται στη δίκη – δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο Βάρναλης βλέπει το λογοτέχνη, τον πνευματικό άνθρωπο γενικότερα και το ρόλο του.
Σε άλλο σημείο του βιβλίου του γίνεται αναφορά στο πώς έβλεπε ο Βάρναλης κάποιους νέους λογοτέχνες. Έλεγε:
« – Ο ποιητής είναι κλώσα, δεν είναι κότα!
– Δηλαδή;
– Δεν τρέχει με το πρώτο αυγό που γεννάει να το κάνει πουλί. Το μαζεύει πρώτα, το κλωσάει, συμπληρώνει τα ‘τέρμενα’ … Κι ύστερα βγαίνει στην αυλή και το διαλαλεί. Τώρα το ’χει το δικαίωμα. Έγινε ποιήτρια. Έβγαλε ένα τόμο πουλάκια».
Κατά τον επίσημο εορτασμό στην Αθήνα των πενήντα χρόνων δημιουργικής παρουσίας του, το 1956, ο Βάρναλης με το ζόρι πήγε και στην όλη συμπεριφορά του ήταν αυθεντικός και πολύ ειλικρινής. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της ομιλίας του, όπως το αποτυπώνει στο βιβλίο του ο Λουντέμης:
“Εγώ ξέρω ότι το χρέος του ποιητή δεν είναι ν’ ανεβαίνει σε παλκοσένικα και να κορδακίζεται σαν πυγμάχος. Είναι να βάζει τα δυνατά του ν’ ανεβάσει τη ζωή ένα σκαλί πιο πάνω.
Εγώ … μόνο σε μια περίπτωση θα συγχωρούσα την παρουσία μου εδώ πάνου. Αν ανέβαινα για να σας γυρέψω συγνώμη. Και τώρα τι έκανα; Άφησα τα χαρτιά μου και το ποτήρι μου κι ήρτα εδώ να μαζέψω λιβάνια, σαν να ήμουν κάνας άγιος ή κάνας νεκρός. Άξιος της ζωής είναι κείνος που ρίχνει όλα του τα μπαρουτόβολα καταπάνου στο στόχο. Μα εγώ είμαι ακόμη χρεώστης”.
Κλείνουμε με δύο σημεία στα οποία ο Μενέλαος Λουντέμης μιλά για τη στάση και τον κόσμο του Βάρναλη.
“Ο Βάρναλης δεν καταδέχτηκε ποτέ να γίνει ‘πλασιέ’ της δικής του αξίας. Κι αυτή τη στάση την κράτησε με συνέπεια απ’ την χοχλακισμένη νιότη του ως τα τιμημένα και άσπιλα γεράματά του”.
“Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον κόσμο του Βάρναλη. Λέω ‘κόσμος’, γιατί ένας μόνο ήταν ο κόσμος του. Δεν τον άλλαζε. Ήταν και έμεινε ο κόσμος των χαμηλών σπιτιών και των ταπεινών κρασοπουλιών – όπου μοιράζουν το κρεμμύδι και την ελιά στη μέση. Κι απ’ τις νοθείες που υπάρχουν στον κόσμο τέσσερις μόνο δε δέχθηκε. Τη νοθεία στην Ιδέα, στο κρασί, στον Έρωτα και στην Ποίηση”.
*
Πριν από αρκετές δεκαετίες, στις 16 Δεκεμβρίου 1956, με την ευκαιρία του τότε εορτασμού των πενηντάχρονων του Κώστα Βάρναλη από το Δήμο Πειραιά, ο λογοτέχνης Κώστας Κουλουφάκος (1924 – 1994) μίλησε για την ποίηση του Βάρναλη.
Κλείνω την εισήγησή μου αξιοποιώντας και προσυπογράφοντας κάποιες διατυπώσεις του:
«Συνηθίζουν να διαιρούν την ποιητική σταδιοδρομία του Βάρναλη σε δύο περιόδους. Την πρώτη – την προκοινωνιστική, όπως θα μπορούσαμε να την πούμε, που η αρχή της συμβατικά τοποθετείται στα 1905 και το τέλος της στα 1920 – και τη δεύτερη, την οριστική, που η αρχή της τοποθετείται στα 1922 και που ευχόμαστε να κρατήσει πάρα πολλά χρόνια ακόμα».
Ο Κουλουφάκος θεωρεί τη διαίρεση και σωστή (γιατί μας βοηθά να καταλάβουμε μερικά γενικά χαρακτηριστικά του Βάρναλη), αλλά και λαθεμένη «γιατί διχοτομεί μ’ έναν κάπως μηχανικό και στεγανό τρόπο μιαν ενιαία κι αδιαχώριστη στην ουσία της σταδιοδρομία (…) Δεν μας επιτρέπει δηλαδή να κατανοήσουμε εκείνη την εξελικτική πορεία του ποιητή, που τον οδήγησε στο διαλεκτικό άλμα και τον έκανε από μη επαναστάτη, επαναστάτη ποιητή».
Ο Κώστας Βάρναλης προχώρησε, αλλά η αφετηρία – τα έργα της πρώτης περιόδου – εξακολουθούν να είναι η βάση της ποιητικής του δημιουργίας. Ο “Προσκυνητής” είναι κορυφαίο έργο, που κλείνει την πρώτη και ανοίγει τη δεύτερη περίοδο. Το παλιό και το νέο εν ταυτώ.
Ξάνθη, 2014 – 2016