ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ
ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΔΙΚΤΥΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ
Γιώργος Κωτούλας, ποιητής
Αγαπητοί συνάνθρωποι
Σας καλωσορίζω και γω απόψε εδώ στο θεατράκι του μονοπατιού της ζωής.
Είναι μια από τις κυψέλες όπου το δίκτυο λόγου και πράξης προσπαθεί με όσες δυνάμεις διαθέτει να κρατήσει τον πολιτισμό αυτής της πόλης σε ανάταση , πιστεύοντας πως η αδιαφορία και η ισοπέδωση βρίσκονται προ των πυλών.
Απόψε η βραδιά είναι αφιερωμένη στην ποίηση και στους Θρακιώτες – Ξανθιώτες ποιητές.
Έχω την τιμή και την ανάθεση στην αποψινή εκδήλωση να σας πω λίγα λόγια για το τρίπτυχο ποίηση ποίημα ποιητής.
Δεν ξέρω αν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτό .
Ανήκω λίγο – πολύ στους αδογμάτιστους . Θα πω όμως λόγια ψυχής .
Κατά την άποψη μου όταν μιλάμε για την ποίηση πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο χώρος που κινούμαστε από την μια, η απεραντοσύνη από την άλλη χωρίς συνοριακές γραμμές ή γραμμές τραίνου , ο χρόνος του παρόντος , του μέλλοντος μα και του παρελθόντος , οι φωτογραφήσεις των ματιών ή και της φαντασίας είναι λίγα από τα συστατικά που την συνθέτουν.
Η ποίηση έχει την δυνατότητα να περπατάει ή να καλπάζει σε δρόμους καλοφτιαγμένους μα και σε καλντερίμια.
Σε μονοπάτια του δάσους όπου τα πουλιά τραγουδούν, οι σκιές δροσίζουν, τα ζώα αποσύρονται διακριτικά ή αναμετρούν τις δυνάμεις τους.
Μονοπάτια όπου δεξιά και αριστερά υπάρχουν πανέρια γεμάτα φρούτα και καρπούς.
Περπατάει όμως ή καλπάζει και σε μέρη άγονα , απρόσιτα και αδρόσιστα .
Εκεί μετρώνται οι σταγόνες του ιδρώτα , οι αντοχές των δυνάμεων, η θέληση.
Εκεί και η πάλη των συναισθημάτων για τα υπέρ και τα κατά της ζωής.
Η ποίηση φορές είναι μια ελεύθερη φυλακή με τον ποιητή στην αγκαλιά της να παρατηρεί το κελί του να βλέπει τον ουρανό από το παράθυρο , να μυρίζει το αεράκι να ακούει και να δημιουργεί.
Στην ελεύθερη αυτή φυλακή ο ποιητής έχει την δυνατότητα να φεύγει όποτε θέλει μα και να επιστρέφει.
Να κλειδώνεται ή όχι.
Να τοποθετεί κάγκελα αν δεν υπάρχουν ή να πριονίζει τα τοποθετημένα με μονάχα ένα φόβο να τον βασανίζει. Είναι ο φόβος αν τα καταφέρει ή όχι.
Εδώ έχουμε το μάτι του κύκλωπα με τα χιλιάδες κεριά του που φορές τον τυφλώνει και άλλες, τον βάζει στο χέρι τη σφεντόνα του Δαυίδ καλώντας τον σε μάχη.
Η ποίηση είναι ένα πουλόβερ όπου οι φράσεις κλωστές δένονται σε κόμπους δημιουργώντας το απαλό και το ζεστό.
Είναι η συμπύκνωση χρωμάτων σε κόκκους μικρών σαν εκείνων της άμμου που αν τους ρίξεις στο νερό χρωματίζουν τα ποτάμια και τις θάλασσες. Αν τους πάρει το αεράκι χρωματίζουν τον ουρανό. Παράλληλα όμως αν βρεθούν σε περιβάλλον ακίνητο , άοσμο και άοπλο από τα όπλα της ζωής , τότε αυτοί οι κόκκοι μουτζουρώνουν.
Για τον ποιητή είναι η γλυκιά ερωμένη του.
Αν δεν καπνίζει
πως θα τυλιχτεί στον καπνό ενός τσιγάρου της.
Αν δεν πίνει
πως θα κυλίσει μέσα στον ουρανίσκο της.
Αν δεν ονειρεύεται
πως θα βρεθεί μέσα σε όνειρό της.
Αν δεν καπνίζω, δεν πίνω, δεν ονειρεύομαι
τότε δεν θα ήθελα να με γνωρίσει.
Αν δεν κλαίει πως θα γίνει η λάμψη σε ένα δάκρυ της.
Αν δεν γελάει
πως θα γίνει η ηχώ του γέλιου της.
Αν αποφεύγει το κοίταγμα στα μάτια
πως θα δει αν τον λαχταράει.
Αν δεν κλαίω , δεν γελώ , δεν λαχταρώ
Τότε δεν θα ήθελα να με γνωρίσει.
Ποίηση ,ποιητής ,ποίημα.
Είναι γόρδιος δεσμός που δεν λύνεται ούτε με το Αλεξανδρινό σπαθί .
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλά με την σύνθεση του λόγου , με μια γλωσσική έκφραση ή με έναν συνδυασμό σημασιών .
Δεν έχουμε να κάνουμε απλά με το προσωπικό ύφος ή την ιδιαίτερη τεχνική ενός ανθρώπου.
Έχουμε να κάνουμε με το βάθεμα στη σκέψη . Με το άπλωμα στον ήλιο των συναισθημάτων προς δημιουργία αποθεμάτων για να χρησιμοποιηθούν ως τροφή σε μέρες αγαθών ή στέρησης , πολέμου ή ειρήνης , στείρες ή καρπερές.
Ο πιο μεγάλος ποιητής είναι ο δημιουργός μας και το πιο ωραίο ποίημα είναι ο κόσμος μας κομμάτι του οποίου είναι και ο πλανήτης μας.
Ο καθένας από μας ένα εξαιρετικό ποίημα μα ταυτόχρονα και ένας ποιητής.
Σα διαβάσω το ποίημα σου
μη λησμονήσεις να το διαβάσεις κι εσύ
με τα μάτια μου και την ψυχή μου
τότε θα πω
διάβασα ένα ποιητή
που στα μάτια του τρέχει το δάκρυ μου
στο πρόσωπο του λάμπει το χαμόγελό μου
στην καρδιά του ακούγονται οι χτύποι της δικής μου καρδιάς
τότε θα πω.
Είμαι εγώ.
Είμαι κι εγώ.
Κλείνοντας θα πω το εξής
Κάποτε έγραψα ένα ποίημα για τον Μάνο Χατζιδάκι
Εκεί υπάρχει η φράση. Γκάτσος Σεφέρης, Ελύτης , και Σικελιανός , Γιάννης Τσαρούχης και της Ξάνθης μας ο γιός.
Όλοι τους μεγαλούργησαν γιατί μεταξύ τους υπήρχε η παρέα , ο σεβασμός η ευγενής άμυλα και μια πλούσια γλώσσα.
Στα ανταμώματα τους ο καθένας ρωτούσε να μάθει τις δημιουργίες των άλλων παρουσιάζοντας στην συνέχεια τις δικές του.
Αυτό δεν γίνετε σήμερα τουλάχιστον στο βαθμό που γινόταν τότε. Η δε γλώσσα από πλούσια έγινε φτωχός συγγενής.
Έτσι χάνουμε όλοι μας .
Μαζί μας χάνει και η δημιουργία γιατί δυσκολεύεται να ταΐσει το παρόν και περισσότερο να προικίσει το μέλλον