Ο Αύγουστος μήνας καθ’ ολοκληρίαν αφιερωμένος στη θεομήτορα Παναγία μας, με την δεκατετραήμερο νηστεία προς τιμήν Της, τις Ιερές Παρακλήσεις την πάνσεπτο εορτή της Κοιμήσεως και Μεταστάσεώς Της, και κατόπιν τα «νιάμερα» της Παναγίας, όπως ονομάζει ο λαός την εορτή της αποδόσεως της Κοιμήσεως.
Η Παναγία γέννησε τον θεό άλλα και έμεινε Παρθένος. Κοιμήθηκε και αναχώρησε για τον ουρανό αλλά και δεν εγκατέλειψε τον κόσμο γενόμενη Μεσίτρια.
Στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου ενσαρκώνεται η Μάνα της αγάπης, η γυναίκα της σιωπής, ο άνθρωπος της εγκαρτέρησης, η Αγία της σωφροσύνης, η οποία σηκώνει τον μεγάλο πόνο του Υιού της στη επίγεια Παρουσία Του. Είναι η μάνα που μαζί με το παιδί της ζει τον διωγμό, την αδικία, την προδοσία, την άκρα ταπείνωση και το σταυρικό τέλος του Υιού και Θεού της. Μόνο η Υπεραγία Θεοτόκος μπορούσε να σηκώσει ένα τέτοιο σταυρό, να πορευθεί ένα τέτοιο Γολγοθά. Είναι όμως και η μάνα που έβλεπε το μέγα Μυστήριο της ενανθρωπήσεως στο Πρόσωπο του ίδιου του παιδιού της και δεν επαίρετο. Ακολούθησε τον Υιό της και εστέκετο ως δούλη Κυρίου. Έβλεπε τα γενόμενα και τα κρατούσε μέσα της.
Αυτό λοιπόν το πρόσωπο της τέλειας υπακοής, της απόλυτης υποταγής, της σιωπηλής αγάπης, της Αγίας υπομονής και της ιερότητας γίνεται στοργή, προστασία και σκέπη του κόσμου, λιμένας του βίου, τροφός εμπιστοσύνης και παράδειγμα ιερότητος «αδικουμένων προστάτις και πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις και βακτηρία τυφλών, ασθενούντων επίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη και αντίληψις και ορφανών βοηθός» και πάνω από όλα Πύλη Σωτηρίας για τον πτωτικό άνθρωπο.
Πόση συντροφιά, παρηγοριά και παραμυθία, πόση χαρά και αγαλίαση έχουν νιώσει γενεές ανθρώπων που παρακαλούν την Παναγία να μεσιτεύσει στον Κύριο, όπως ο Βασιλιάς Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις, ο ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα της, ο οποίος εξόριστος από την αλωθείσα από τους λατίνους Βασιλεύουσα και ασθενής, γράφει ο Παπαδιαμάντης, «εκχέει τα παράπονα του προς την πολιούχον και προστάτιδα». «Προς τίνα καταφύγω άλλην Αγνή; Που προσδάμω λοιπόν και σωθήσομαι, που σωθήσομαι, που πορευθώ, ποιάν δε εφεύρω καταφυγήν; Ποίαν θερμήν αντίληψιν; Ποίον εν ταις θλίψεσι βοηθόν; Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι και επί σε θαρρών κατέφυγον.»
Διότι κάθε άνθρωπος στις στιγμές του πόνου, της θλίψης, των δυσκολιών της ζωής έχει την ανάγκη από ένα πρόσωπο μακρόθυμο, ανεκτικό, αμνησίκακο, υπομονετικό, καρτερικό, το οποίο θα τον καταλάβει, θα αναπαύσει τον κόπο του, θα θεραπεύσει την αγωνία του, θα τον στηρίζει. Και αυτό είναι το πρόσωπο της Θεοτόκου.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ