Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε το 1797 στο χωριό Αβορίτη του Δήμου Κροκυλίου της Δωρίδος από φτωχούς γονείς και αναγκάστηκε σε ηλικία 7 ετών να τους αποχωρισθεί για να βρει εργασία ώστε να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την καθημερινή ζωή. Σε ηλικία 10 ετών εργάστηκε στις επιχειρήσεις του ισχυρού άρχοντα της Άρτας Αθανασίου Λιδωρίκη και απέκτησε αρκετά χρήματα.
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και στάλθηκε από την Άρτα στην Πάτρα για να συλλέγει πληροφορίες σχετικές με την επικείμενη εξέγερση των ραγιάδων. Τον Αύγουστο του 1821 υπηρέτησε υπό τας διαταγάς του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. «Τας ανατεθείσας κινδυνώδεις αποστολάς εξετέλεσε μετά εξαιρετικής γενναιότητος και αυτοθυσίας». Τον Απρίλιο του 1822, ως αναγνωρισμένος οπλαρχηγός τεσσάρων χωριών των Σαλώνων, έλαβε μέρος στη μάχη της Νευροπόλεως. Τον Αύγουστο του 1822, όταν ανατέθηκε η αρχιστρατηγία της Ανατολικής Ελλάδος στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, κατέβηκε με τον Γκούρα στην Αθήνα και ανέλαβε καθήκοντα υποδιοικητού της Ακροπόλεως. Τον Ιούνιο του 1823 μετέβη στη Σαλαμίνα με 150 άνδρες, συναντήθηκε με τον Νικηταρά και εξεστράτευσαν μαζί στη Ρούμελη για περίπου τέσσερις μήνες.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους προήχθη από το Βουλευτικό σώμα σε χιλίαρχο και πολέμησε στην Πελοπόννησο. Τον Αύγουστο του 1824 προήχθη σε Αντιστράτηγο και ανέλαβε αποστολή στην Ύδρα, την οποία απειλούσε ο εχθρικός στόλος. Το Μάρτιο του 1825 έδρασε ως πολιτάρχης στην Αρκαδία και τον Ιούνιο ευρισκόμενος στους Μύλους «οχύρωσεν εκ του προχείρου την θέσιν ταύτην και αντέστη γενναίως εις τους Άραβας του Ιμβραήμ, εις ούς επήνεγκε μεγάλην φθοράν».
Στις 27 Δεκεμβρίου του 1825 παντρεύτηκε την κόρη του Αθηναίου Γεωργαντά Σκουζέ.
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1826 ανέλαβε τη διοίκηση του φρουρίου Ακροπόλεως και οι μάχες στην Ακρόπολη είναι από τις ενδοξότερες της στρατιωτικής ιστορίας του Μακρυγιάννη. «Εμάχετο ως λέων, έλαβε δε κατά την σφοδροτέραν έφοδον της 7ης Οκτωβρίου εν τραύμα εις τον λαιμόν και δύο εις την κεφαλήν, τα οποία και κατέστησαν μαρτυρικήν μέχρι του θανάτου του την ζωήν του». Στις 24 Ιανουαρίου 1827 πρώτος, επικεφαλής σώματος Αθηναίων και Ρουμελιωτών, επιχείρησε την απόβαση στην Καστέλα, για την κατάληψη του Πειραιά.
Μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Καποδίστρια, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης διορίστηκε Αρχιστράτηγος της εκτελεστικής δυνάμεως της Πελοποννήσου από τις αρχές του 1828 μέχρι το Μάιο του 1830. Τον Αύγουστο του 1834 συνόδευσε το Βασιλέα Όθωνα στο πρώτο ταξίδι του στη Στερεά Ελλάδα. Παρά τη φιλική όμως διάθεση του Όθωνα και τις απονομές τιμητικών διακρίσεων, ο Μακρυγιάννης επιμόνως απαιτούσε ψήφιση Συντάγματος «πιστεύων ως φιλελεύθερος ανήρ, ότι τούτο ήθελε δώσει την ευημερίαν εις τον τόπον». Από το 1836 έως το 1840 απέσχε από κάθε πολιτική ανάμειξη και ασχολήθηκε με την ζωγραφική (ζωγράφιζε εικόνες από τους αγώνες των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων).
Τη νύχτα της 3 Σεπτεμβρίου 1843, κατά την οποία ο Στρατός με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη επαναστάτησε έξω από τα Ανάκτορα και ζητούσε από τον Όθωνα Σύνταγμα, ο Μακρυγιάννης δεν εκινήθη, επειδή το σπίτι του επολιορκείτο. Υπήρξε όμως εκ των πρωτεργατών για τη σύνταξη και καθιέρωση Συντάγματος. Στα απομνημονεύματά του γράφει: «Αφού κατήχησα όλο το Κράτος με τις υπογραφές, έκρινα εύλογο να βάλω και πολιτικούς εις την Πρωτεύουσα… Τότε ορκιζόμαστε να κάμωμεν Εθνική Συνέλευση και Σύνταγμα, να διοικούμαστε τοιούτως. Κι’ αν ο Βασιλέας υπογράψει να είμαστε υπέρ του, αν δεν υπογράψει να του είμαστε ενάντιοι… ».
Διετέλεσε Δημοτικός Σύμβουλος των Αθηνών και εξελέγη πρώτος πληρεξούσιος Αθηνών για την Α’ Εθνική Συνέλευση. Στις 15 Αυγούστου του 1852 προφυλακίστηκε στο Μεντρεσέ με την κατηγορία ότι από καιρό συνωμοτούσε κατά της ζωής του Βασιλέως Όθωνος. Η δίκη του έγινε στο Στρατοδικείο την 16η Μαρτίου 1853, κατά την οποία ο Μακρυγιάννης καταδικάστηκε εις θάνατον. Η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια, αργότερα σε 20 χρόνια και τέλος στις 2 Σεπτεμβρίου 1854 με μεσολάβηση του Υπουργού Στρατιωτικών Δ. Καλλέργη εξήλθε των φυλακών.
Στα γεγονότα του 1862 δεν έλαβε μέρος, λόγω της κακής υγείας του, αλλά αναμίχθηκε σ’ αυτά ο γιος του Όθωνας (βαπτιστικός του Βασιλιά) ο οποίος μπήκε στα Ανάκτορα, παρέλαβε από το θρυμματισμένο θρόνο το στέμμα του Όθωνα και το έφερε στον πατέρα του ως δείγμα καταλύσεως της βασιλείας.
Στις 20 Απριλίου του 1864 η Κυβέρνηση δια διατάγματος τον προήγαγε σε Αντιστράτηγο, μετά πενθήμερο όμως, λόγω σωματικής εξαντλήσεως, πέθανε.
Ο Μακρυγιάννης υπήρξε αθεράπευτος πατριώτης, άριστος στρατιωτικός, αξιόλογος πολιτικός σε μια πολυτάραχη για την Ελλάδα εποχή και περίφημος εθνικός παιδαγωγός. Υπήρξε δίκαιος, ανιδιοτελής, άνθρωπος με καλλιτεχνική ευαισθησία και πάνω απ’ όλα είχε φλογερό πάθος για την ελευθερία και τη δημοκρατία.
«Ο Μακρυγιάννης — γράφει ο Βλαχογιάννης — ουδέποτε έκαμψε το πνεύμα ή το σώμα, την γλώσσαν ή τα όπλα, καθώς ούτε και την γραφίδα». Έγραψε πολύτιμα απομνημονεύματα, αν και γνώριζε λίγα γράμματα, «μετά εξαιρετικής σαφήνειας, γλαφυρότητος και καλλιλογίας», τα οποία ανευρέθησαν το 1905 από τον γιο του Κίτσο και εκδόθηκαν το 1907 σε δύο τόμους.
Αλλά η προσωπικότητα του Μακρυγιάννη, που αποτελεί αθάνατο υπόδειγμα για μίμηση και τα διδάγματα του οποίου οφείλουμε πάντα να έχουμε κατά νου, λάμπει ολοφώτεινη μέσα στο πιστοποιητικό της αντικυβερνητικής επιτροπής που συντάχτηκε στον Πόρο στις 9 Ιουνίου του 1827. «0 Στρατηγός Μακρυγιάννης εξ αρχής του αγώνος εκπληρώσας τα χρέη του και ως στρατιώτης και ως στρατηγός και ως πολίτης και ως άνθρωπος φιλότιμος και ευπειθής πάντοτε εις τας διαταγάς της καθεστώσης νομίμου αρχής και εις την φωνήν της Πατρίδος προθυμότατος δεν κατεδέχθη ποτές να λάβη μέρος εις φατρίας, ή εις άλλο τι αποβλέπον εις την βλάβην της Πατρίδος. Ούτε ηθέλησεν, ούτε κατεδέχθη ποτέ να λάβη μέρος εις φατρίας, ή να μιμηθεί τους άλλους συναδέλφους του εις τας αρπαγάς και αδικίας αλλ’ εξοδεύων ως επί το πλείστον εκ του ιδίου υστερήματος εις περιποίησην των στρατιωτών του, ενώ ηδύνατο και αυτός να πλουτίσει ως και οι λοιποί στρατηγοί, έμεινε πτωχός δια την αφιλοκερδείαν του και ούτε παρεπονείτο εις τούτο, ευχαριστημένος εις μόνην την καθαρότητα της συνειδήσεώς του, και φλεγόμενος από το θείο έρωτα της πατρίδος και της αφειδούς δόξης».
Αυτός ήταν ο Μακρυγιάννης. Η ενσάρκωση της επανάστασης του 1821. Η ψυχή του Έλληνα της Ρωμιοσύνης. Θα τελειώσω με λίγα από τα λόγια του επικηδείου, που αναφώνησε ο γιατρός Γούδας στην κηδεία του:
«Ξεσκεπάστε το κεφάλι του και θα βρείτε πάνω από το αριστερό μέρος του μετώπου ένα πολύτιμο παράσημο, μια ουλή και κάτω απ’ αυτήν κάταγμα μετ’ εισθλάσεως. Ξεσκεπάστε το λαιμό του και θα βρείτε πολυτιμότερο παράσημο, σφαίρα εχθρική, που είχε κλειστεί σε κύστη και βρίσκεται μέχρι σήμερα στις σάρκες του Στρατηγού. Ξεσκεπάστε το στήθος και θα ιδείτε δια μιας τρία μαζί ακόμα πολυτιμότερα παράσημα, τρείς μεγάλες ουλές. Ξεσκεπάστε το δεξιό μηρό και θα βρείτε παράσημο πολυτιμότερο από οποιαδήποτε ταινία”.
Ο υποδειγματικός βίος του και οι διδαχές του ας είναι για μας πάντα πηγή έμπνευσης και φρονηματισμού, για το καλό το δικό μας αλλά και της φίλτατης Πατρίδας μας.
Αντγος ε.α.
Νικόλαος Φωτιάδης
Επίτιμος Υδκτης Δ’ ΣΣ