Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ, 1 Η περιοχή μας τιμά το μεγάλο Δημιουργό
Το έργο του θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σε δύο περιόδους: τομή αποτελεί περίπου το 1920, οπότε ήρθε σε επαφή με της σοσιαλιστικές ιδέες. Και πριν το 1920 υπήρχε κοινωνικός προβληματισμός, αλλά υπερίσχυε η αίσθηση της ζωής, του έρωτα, της φύσης. Τα χρόνια εκείνα στη νεοελληνική ποίηση είχαμε τον Παλαμά σε ύφεση, τον Καρυωτάκη σε μεγάλη άνθιση και τον Καβάφη σε άνοδο. Μαζί του ξεκινά ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός, που διέγραψαν μια σημαντική της τροχιά. Της το κλίμα της πρώτης εικοσαετίας του αιώνα της το αναταράζει ο καινοτόμος του περιεχομένου και της ουσίας της τέχνης Κώστας Βάρναλης.
Η Ελλάδα, μια κουρελιασμένη μετά το 1897 χώρα, εξαρτημένη από της μεγάλες δυτικές δυνάμεις. Από την άλλη, έντονος ο αγώνας τότε για δημοτική. Ο νεαρός -19 χρόνων- ποιητής συνειδητοποιεί και προχωρεί τον αγώνα για δημοτική, γράφοντας πια στη γλώσσα του λαού. Από την άλλη της έμεινε προσκολλημένος στον παραδοσιακό παλαμικό στίχο. Και στα 1905 παρουσιάζεται στα ελληνικά γράμματα με την ποιητική του συλλογή «Κηρήθρες», σύντομα λυρικά και ερωτικά ποιήματα, που αφήνουν να διαφανεί η δύναμη και η προσωπική φωνή του Βάρναλη. Ως το 1919 που κλείνει η πρώτη –προεπαναστατική περίοδος- του ποιητή με τη δημοσίευση του μεταβατικού ποιήματός του «Ο Προσκυνητής», δημοσιεύει και άλλα ποιήματα με αρχαιοελληνικά θέματα.
Όλα τούτα έπαιξαν σημαντικό ρόλο ώστε να περάσει ο Βάρναλης «από τον αισθηματισμό στο λογοτεχνικό κοινωνισμό». Στο Βάρναλη επέδρασε και ο Δημήτριος Γληνός.
Το 1922 έχουμε τη συλλογή –τομή στην ποίησή της- «Το φως που καίει». Ο τίτλος δηλώνει το ρόλο το διπλό που έχει το φως, να φωτίζει και να καίει. Ο Βάρναλης στην ποιητική του αυτή σύνθεση έχει διπλούς παράλληλους σκοπούς: να ξεσκεπάσει το ρόλο της άρχουσας τάξης και την καταπίεσή της στο λαό και από την άλλη να δείξει το ρόλο της πάλης για αλλαγή της κοινωνίας. Χρησιμοποιεί και τον πεζό και τον ποιητικό λόγο, θα λέγαμε ότι είναι κάτι σαν μοντέρνα τραγωδία.
Ο Πρόλογος: Είναι ύμνος στη θάλασσα, αναμνήσεις κατά τη γνώμη της, από τη θρακική μαυροθαλασσίτικη παραλία.
Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Και καταλήγει το λυρικό ποίημά του ο Βάρναλης με την ευχή να τον πάρει η θάλασσα.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
της κόρφους σου αψηλά της ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά σπ’ τη μάβρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από της μάβρους κολασμένους.
Το πρώτο μέρος της συλλογής έχει τίτλο «Ο μονόλογος του Μώμου» με ήρωα το ζιζάνιο των ελληνιστικών χρόνων Μώμο που διαλογίζεται πάνω στην αλλοίωση της θυσίας του Προμηθέα στα χρόνια της παρακμής. Το δεύτερο μέρος «Ιντερμέδιο» με μια σειρά ποιήματα διερευνάται η πορεία της την ελευθερία και την πρόοδο. Από τα ποιήματα αναφέρουμε τη «Μάνα του Χριστού».
Το τρίτο μέρος της ποιητικής συλλογής «Το φως που καίει» έχει τον τίτλο «Αριστέα και Μαϊμού» και παρουσιάζει το κράτος της εκμετάλλευσης. Η Αριστέα είναι μια πόρνη και η Μαϊμού είναι ο υπηρέτης της, που συμβολίζει της λακέδες της αντίδρασης.
Αριστέα
Η πολιτεία των αφεντάδων
το δίκιο των αδικητάδων!
Έχω τον πόλεμο θεμέλιο
και δύναμή μου την κλεψιά.
Έχω το ψέμα για βαγγέλιο.
Κι όποιος το πίνει πια διψά.
Με το τρίτο αυτό μέρος ο Βάρναλης κάνει μια κριτική σ’ όλο το εποικοδόμημα της κοινωνίας της αντίδρασης. Έτσι, μέσα σ’ αυτό το σκοπό, η Αριστέα με τα λόγια της παρουσιάζει την ουσία την αντίδρασης, ενώ η Μαϊμού κοροϊδεύει την ιδεολογία της αντίδρασης.
Στο δραματικό παιχνίδι υπάρχει η λύση, η αλλαγή, της πολύ χαρακτηριστικά φαίνεται μέσα στο πασίγνωστο ποίημά του «Οδηγητής». Να δύο στροφές:
Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ’της τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
……………………………………
Κ’ ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
το ’να βασίλειο της Δουλειάς,
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
(Συνεχίζεται)