Συνθήκη της Λωζάνης 30 Ιανουαρίου 1923- 30 Ιανουαρίου 2013
Γράφει ο Θεόδωρος Ρωμανίδης
Η Σύμβαση για την Ανταλλαγή Πληθυσμών, που επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, υπογράφτηκε στη Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου 1923, δηλαδή δύο μήνες μετά την έναρξη (20.11.1923) της Συνδιάσκεψης Ειρήνης, που κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923, τερματίζοντας την εμπόλεμη κατάσταση που είχε συνταράξει την Ανατολή από το 1914 έως το 1922.
Μέρος της Συνθήκης της Λωζάννης και απέκτησαν ισχύ διεθνούς σύμβασης ήταν και η υπογραφή δεκαπέντε συμφωνιών συμβάσεων.
Μία από τις δεκαπέντε συμφωνίες- συμβάσεις, που βασίστηκε σε εισηγητική έκθεση του Νορβηγού Φρίντχοφ Νάνσεν, αντιπροσώπου της Κοινωνίας των Εθνών, ήταν και η Συμβαση για την Ανταλλαγή Πληθυσμών η οποία υπογράφηκε από τους εκπροσώπους των δύο ενδιαφερομένων κρατών-τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ Ινονού- και τέθηκε σε ισχύ στα τέλη Αυγούστου του 1923, οπότε επικυρώθηκε από τις δύο χώρες.
Η ελληνοτουρκική Συμβαση Ανταλλαγής αποτελεί μια πρωτοφανή ρύθμιση στην παγκόσμια ιστορία, καθώς βάσει αυτής εκπατρίστηκαν αναγκαστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής και με μοναδικό κριτήριο της θρησκεία, περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι-1,2 εκατομμύρια ορθόδοξοι χριστιανοί και 600.000 μουσουλμάνοι.
Αν και η ανταλλαγή πληθυσμών δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο (οι βαλκανικές χώρες είχαν υπογράψει συμφωνίες αμοιβαίας μετανάστευσης μειονοτήτων- π.χ. Συνθήκη του Νεϊγί [1919] μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας-, που αφορούσαν μετακινήσεις μερικών χιλιάδων ανθρώπων από συνοριακές περιοχές), ποτέ όμως πριν και μετά την ελληνοτουρκική Συμβαση Ανταλλαγής δεν έγινε μια τόσο μαζική και υποχρεωτική μετανάστευση πληθυσμών.
Από τη ρύθμιση εξαιρέθηκαν οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης που με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε στη διάσκεψη ο πρόεδρος της λόρδος Κorzon ήταν 390.000 επί συνολικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης 1.000.000 , όλοι εγκατεστημένοι εκεί πριν την 30/10/1918, οι Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου (12.000) και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (περίπου 100.000).
Ο εκπατρισμός, βέβαια, του ελληνικού στοιχείου είχε συντελεστεί νωρίτερα. Ηδη πολύ πριν από την έκβαση του Μικρασιατικού Πολέμου το Σεπτέμβρη του ’22, περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες από τα μικρασιατικά παράλια, την Aνατολική Θράκη και τον Πόντο είχαν καταφύγει στην Ελλάδα.
Στην ουσία για την ελληνική πλευρά η Συμφωνία Ανταλλαγής δεν ήταν παρά η επισημοποίηση της πραγματικότητας και αφορούσε κυρίως τους εναπομείναντες Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας.
Ο Βενιζέλος, που είχε κληθεί από την κυβέρνηση (Στ. Γονατά) να συμμετάσχει στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, έβλεπε την ανταλλαγή πληθυσμών (στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι, το 1919, είχε προτείνει μια ανταλλαγή, σε εθελοντική όμως βάση) ως λύση ρεαλιστική για την Ελλάδα, καθώς, εφόσον στην Ανατολία είχε απομείνει ένας ελληνικός πληθυσμός γύρω στα 200.000 άτομα, η ανταλλαγή αφορούσε τη μετακίνηση 400.000 ατόμων τουρκικού πληθυσμού προς την Τουρκία, πράγμα που θα έδινε χώρο και ακίνητα για την αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα.
Το πόσο ειδεχθής και αποτρόπαιη ήταν η απόφαση της μαζικής αυτής μετακίνησης πληθυσμών φαίνεται και από το γεγονός ότι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη της ιδέας και προσπαθούσαν να τη ρίξουν ο ένας στον άλλο, γιατί «δεν υπήρχε ούτε νομική ούτε ηθική βάση για να υποστηρίξουν την ολική και υποχρεωτική ανταλλαγή», όπως σημείωνε αργότερα ο νομικός Στυλιανός Σεφεριάδης (πατέρας του Γιώργου Σεφέρη), που παρακολουθούσε τις εργασίες της Συνδιάσκεψης.
«Η σύμβαση της ανταλλαγής», έλεγε, «είναι η πιο απεχθής συμφωνία που υπογράφηκε ποτέ από πολιτισμένα κράτη. Κατά την άποψή μου θα έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη, επειδή ήταν αντίθετη στο διεθνές δίκαιο και στο Καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά και επειδή παραβίαζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι άνθρωποι δεν είναι ζώα, ώστε να μπορεί κάποιος να τα θυσιάζει, να τα πουλάει, να τα παραχωρεί ή να τα ανταλλάσσει».
Η ανταλλαγή ήταν μια τρομερή τραγωδία για τους ανθρώπους που επηρέασε, σημειώνει ο Μπρους Κλάρκ, ιρλανδός, δημοσιογράφος του Εκόνομιστ.
Ο Βρετανός πολιτικός και πρωθυπουργός Loyd George με σφοδρότητα κατήγγειλε τη συνθήκη : «ως κορύφωση της αδικίας και μέγιστο κακό για ολόκληρη την ανθρωπότητα»
Οι ανταλλάξιμοι έλληνες το 1923 ήταν η μικρότερη ομάδα, 189.916. Οι Τούρκοι οι οποίοι αναγκάστηκαν σε εκπατρισμό ήταν 355.635( κάποιοι είχαν επίσης αποχωρήσει πριν) και η έξοδός τους ήταν πιο οργανωμένη.
Η ανταλλαγή αυτή δεν επέτρεψε ούτε το κριτήριο του αυτοπροσδιορισμού. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγονται και οι 40.000 περίπου Τουρκοκρητικοί, που λίγα Τουρκικά κατείχαν. Η γλώσσα τους και ο πολιτισμός τους ήταν Κρητικός. Το ίδιο και οι Καραμανλήδες της Καππαδοκίας που ήταν ορθόδοξοι, γνώριζαν όμως μόνο Τουρκικά. Ούτε οι μεν, ούτε οι δε ήθελαν ν’ ανταλλαχθούν Χριστιανοί πρόσφυγες
Το πρόβλημα που αντιμετώπισε η Ελλάδα για την εγκατάσταση των1,5 εκ. προσφύγων ήταν τεράστιο. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν περισσότερο από το 20% του πληθυσμού. Για την Τουρκία ήταν μόνο 4%. Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της ελληνικής γραφειοκρατίας δημιουργήθηκε το Συμβούλιο Αποκατάστασης Προσφύγων υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε αγροκτήματα αλλά και στις πόλεις (κυρίως Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Πειραιάς). Το 1930, 145.738 οικογένειες είχαν εγκατασταθεί σε αγροκτήματα, είχαν κτιστεί 27.000 σπίτια σε 127 αστικούς οικισμούς, αλλά υπήρχαν ακόμη 30.000 οικογένειες που έμειναν σε παράγκες και μερικές- λίγες ήταν στις ίδιες συνθήκες ακόμη και την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Το πρόβλημα που αντιμετώπισε η Ελλάδα για την εγκατάσταση των
Στο βιβλίο του αριστερού και πρόσφυγα Βασίλη Ραφαηλίδη, «κωμικοτραγική Ιστορία του Νεοελληνικού κράτους» διαβάζουμε.
Ένα από τα πολλά παραδείγματα που προσφέρει η Νεοελληνική Ιστορία για την έλλειψη Εθνικής συνείδησης και την λανθασμένη έννοια της Εθνικής συνείδησης των ντόπιων Ελλαδιτών, είναι η συμπεριφορά τους στους πρόσφυγες του 1922.
«Παντού οι ντόπιοι αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες σαν εισβολείς, σαν εχθρούς, περίπου σαν Τούρκους!! Ξυλοδαρμοί, προπηλακισμοί, δολοφονίες εν ψυχρώ και εν θερμώ υποχρεώνουν την Βουλή να συζητήσει εκτάκτως την 10 Νοεμβρίου του 1924 το διάταγμα «περί των συρράξεων μεταξύ προσφύγων και εντοπίων»».
Η συνθήκη της Λωζάννης αποτέλεσε ένα ορόσημο για τον Ελληνισμό, ο οποίος αφού δολοφονήθηκε μαζικά, στον Πόντο, στη Θράκη, την Καππαδοκία, την Ιωνία, όσοι Έλληνες παρέμειναν και παρότι προστατευόταν από τη Συνθήκη αυτοί διώχθηκαν ξανά. Σήμερα πια δεν έχουν παρά λίγοι Έλληνες στην Τουρκία για να θυμίζουν τη Λωζάννη, και κάποιες χιλιάδες Έλληνες μουσουλμάνοι στον Πόντο, οι οποίοι κατά τραγική τύχη δεν είχαν συμπεριληφθεί στις διαπραγματεύσεις.
Ενενήντα χρόνια μετά την ανταλλαγή το ζήτημα είναι πως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι και εμείς -οι γόνοι αυτών των ανθρώπων- είμαστε πρόσφυγες και πρέπει να δείξουμε σεβασμό στον πόνο, στην περιπέτεια και στα βάσανα των ανθρώπων που ήρθαν από εκεί. Από τις πατρίδες μας.
Ενενήντα χρόνια μετά την ανταλλαγή το ζήτημα είναι πως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι και εμείς -οι γόνοι αυτών των ανθρώπων- είμαστε πρόσφυγες και πρέπει να δείξουμε σεβασμό στον πόνο, στην περιπέτεια και στα βάσανα των ανθρώπων που ήρθαν από εκεί. Από τις πατρίδες μας.