Γράφει ο Αντγος ε.α.
Νικόλαος Φωτιάδης
Επίτιμος Υδκτής Δ’ΣΣ
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο θρυλικός «Γέρος του Μοριά»
(παρατσούκλι που του έμεινε από 15 χρονών ,όταν το 1785 πήρε την
αρχηγία της Aρματολικής Oμοσπονδίας του Μοριά με τον Ζαχαριά και
τον Θανάση Πετμεζά), γεννήθηκε σ’ ένα βουνό της Μεσσηνίας , το
Ραμοβούνι, όπου είχε καταφύγει η μάνα του για να γλιτώσει από τους
Τούρκους.
Μετά το θάνατο του πατέρα του (1780), εγκαταστάθηκε με τη μητέρα
του και την αδελφή του στη Μηλιά, ένα χωριό της δυτικής Μάνης και
αργότερα στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης έζησε σ’ ένα περιβάλλον ηρωισμού και
νανουρίστηκε με το κλέφτικο τραγούδι και τα σπαραχτικά μοιρολόγια της Μάνης.
Ήταν σοβαρός, γλυκομίλητος, έξυπνος, γεννημένος για αρχηγός.
Το 1792, σε ηλικία 22 χρονών, ανέλαβε να βοηθήσει τον Ανδρούτσο (τον πατέρα
του θρυλικού στρατηγού του ’21 Οδυσσέα), όταν κυνηγημένος από τους
Τούρκους έφυγε από τη Μάνη με τα οκτακόσια παλικάρια του.
Ο Γέρος του Μοριά πήγε στη Βοστίτσα ( έτσι έλεγαν τότε το Αίγιο) και
το Σεπτέμβριο του 1804 συγκρούσθηκε με 400 Τούρκους στην
Ξεροκερπινή με 38 μόνο συντρόφους του.
Τον Αύγουστο του 1805 βρέθηκε με τον Νικηταρά στη Ζάκυνθο, όπου
γνώρισε το Ρώσο Στρατηγό Αντρέι και τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Το 1810 κατατάχθηκε με το βαθμό του Λοχαγού στο «Σύνταγμα
Ελληνικού Πεζικού», που ιδρύθηκε στη Ζάκυνθο από Άγγλους, το οποίο
διαλύθηκε το 1815, ύστερα από την καταστροφή του Βοναπάρτη στο
Βατερλώ.
Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, όπου τον μύησε ο Πάγκαλος
που στάλθηκε για το σκοπό αυτό στη Ζάκυνθο από τον Υψηλάντη.
Την Πρωτοχρονιά του 1821 ο Κολοκοτρώνης νοίκιασε ένα καΐκι,
αποχαιρέτησε τους δικούς του και έφυγε για τη Μάνη, να συναντήσει το
φίλο του Μούρτζινο, για την προετοιμασία του μεγάλου ξεσηκωμού του
Γένους.
Στις 23 Μαρτίου μαζί με τον Μούρτζινο, τον Πετρόμπεη και άλλους
Μανιάτες οπλαρχηγούς μπήκε θριαμβευτικά στην Καλαμάτα και
κατέπληξε με τους ηρωισμούς του.
Στις 25 με 27 Ιουλίου του 1822 αποδεκάτησε στα Δερβενάκια τη Στρατιά
του Δράμαλη που κατέβηκε στο Μοριά και απειλούσε να καταστρέψει
κάθε επαναστατική κίνηση.
Στον ολέθριο αδελφοσκοτωμό του 1824, ο Γέρος του Μοριά έχασε από
Ελληνικά δυστυχώς χέρια τον αγαπημένο του γιο Πάνο. Τον φυλάκισαν
οι «συναγωνιστές» του για τέσσερις μήνες στη Ύδρα και όταν μπήκε ο
Ιμπραήμ στο Μοριά , η σκέψη όλων πήγε στον Κολοκοτρώνη, επειδή
θυμήθηκαν ότι αυτός τους έσωσε από το Δράμαλη και τα ασκέρια του.
Τον ελευθέρωσαν, τον ξανάκανε αναγκαστικά η Κυβέρνηση
Αρχιστράτηγο του Μοριά και έτρεξε αμέσως στο Ανάπλι να προσφέρει
τις υπηρεσίες του στην Πατρίδα.
Άρχισε έναν αδιάκοπο πόλεμο, που στο τέλος τον δικαίωσε, αφού
τιμώρησε και τον Ιμπραήμ , αλλά και τους «προσκυνημένους».
«Φωτιά και τσεκούρι, (έλεγε στα παλικάρια του), στους
προσκυνημένους».
Τον Ιανουάριο του 1828 κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας και ο
Γέρος του Μοριά το βοήθησε, γιατί πίστεψε ότι η ΄΄φιλοπρωτία΄΄ και η
΄΄απληστία΄΄ ορισμένων οπλαρχηγών, που ταλαιπωρούσε τον τόπο, δε θα
συνεχιζόταν με τον Καποδίστρια, που ήταν άξιος και δίκαιος πατριώτης.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Κολοκοτρώνης πόνεσε πολύ και
έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να ηρεμίσει τα πνεύματα, ενώ
ορίσθηκε από την Εθνική Συνέλευση μέλος της πενταμελούς Διοικητικής
Επιτροπής με τον Ανδρέα Μεταξά, τον Ιωάννη Κωλέττη, τον Δημήτριο
Μπουντούρη και τον Ανδρέα Ζαΐμη.
Το Φεβρουάριο του 1832 έφθασε στο Ναύπλιο ο πρώτος Βασιλιάς της
Ελλάδος και ο Γέρος του Μοριά πίστεψε ότι τώρα πια η Ελλάδα
αναγνωρίσθηκε επίσημα σαν ανεξάρτητο Κράτος.
Φώναζε λοιπόν στη φρουρά του, στους αξιωματικούς και αυτούς που
ήταν στην υπηρεσία του, «πηγαίνετε ο καθένας στο σπίτι του, τώρα που
ήρθε ο βασιλιάς θα γνωρίσει τους ανθρώπους και θα κρίνει τον καθένα
ανάλογα με τις πράξεις του».
Δεν έγινε όμως δυστυχώς έτσι. Αδίστακτοι και κακοήθεις αντίπαλοί του
τα μεσάνυχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1832, ενώ κοιμόταν ήσυχα στο σπίτι
του, έστειλαν το Μοίραρχο Κλεόπα με 40 !! Χωροφύλακες, τον έπιασαν
και τον παρέδωσαν στον Βαυαρό φρουρό του Ιτς -Καλέ (στην
Ακροναυπλία), ο οποίος τον κλείδωσε σε ένα ανήλιο μπουντρούμι για έξι
μήνες.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Κολοκοτρώνης συμμετείχε σε
συνωμοσία , στην πραγματικότητα ο Κολοκοτρώνης έστειλε μια επιστολή στον Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας Νέσελροντ και εξέφραζε τις ανησυχίες του για την πολιτική της αντιβασιλείας.
Η δίκη του άρχισε στις 30 Απριλίου του 1834 μαζί με τον Πλαπούτα, στο
Ναύπλιο με Πρόεδρο του Δικαστηρίου τον Αναστάσιο Πολυζωϊδη από
το Μελένικο και έναν εκ των δικαστών τον Γεώργιο Τερτσέτη.
Ο Γέρος του Μοριά και ο Πλαπούτας, καταδικάσθηκαν το Μάιο του
1834 εις θάνατον για «εσχάτη προδοσία». Η αγανάκτηση που επικράτησε στον Ελληνικό λαό προκάλεσε τη μετατροπή της ποινής σε ισόβια δεσμά και μετά την ενηλικίωση του βασιλιά Όθωνα δόθηκε χάρη. Συγκινημένος ο «Γέρος» γύρισε στο σπίτι του στην Αθήνα και δοκίμασε ανείπωτη χαρά, όταν στα στερνά του πάντρεψε το στερνοπαίδι του, τον Καλίνο με την εγγονή του Γιάννη Καρατζά . Στις 4 Φεβρουαρίου του 1843 η είδηση ότι πέθανε ο δοξασμένος Κολοκοτρώνης συντάραξε την κοινωνία της μικρής Αθήνας. Τον έντυσαν τη στολή του Στρατηγού και τον έζωσαν το σπαθί που είχε όταν ξεκίνησε από τη Σκαρδαμούλα για τον ιερό αγώνα. Το Υπουργικό Συμβούλιο όρισε τρεις ημέρες δημόσιο πένθος. Η νεκρική πομπή κατέβηκε από την οδό Ερμού, την Αιόλου και έφτασε στην Αγία Ειρήνη. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο ονομαστός ρήτορας Κων/νος Οικονόμου, που κράτησε δυόμισι ώρες . Ύστερα πήρε το λόγο ο Σούτσος, ο οποίος με τρεμουλιαστή φωνή αποχαιρέτησε το «Γέρο του Μοριά» με τη φράση «Ανήρ μέγας ετελεύτησε».
Αυτός ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γίγαντας της Επαναστάσεως του 1821, ο αγνός πατριώτης, ο αθεράπευτα Έλληνας.