Η λέξη-κλειδί της όλης υπόθεσης είναι η «πίστις»
Της Μαίρης Αδαμοπούλου
Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Τα Νέα
Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης ο αμερικανός καθηγητής Εντουαρντ Κοέν, ειδικός στην αρχαία ελληνική οικονομία, υπενθυμίζει μέτρα κατά της φοροδιαφυγής ηλικίας 25 αιώνων
Η μια πορεία διαδέχεται την άλλη στην Πανεπιστημίου. Τα συνθήματα και τα πανό αψηφούν την καταρρακτώδη βροχή. Οι διαδηλωτές φωνάζοντας προσπαθούν να αντισταθούν στα νέα μέτρα που έρχονται. Και μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, στην καρδιά της Πλατείας Συντάγματος, συναντάμε τον ιστορικό που θεωρείται αυθεντία στην αρχαία αθηναϊκή οικονομία, τον Εντουαρντ Κοέν, που μας υποδέχεται με μια «καλημέρα» στα ελληνικά!
Καταξιωμένος ιστορικός και επιτυχημένος επιχειρηματίας, ήλθε στην Ελλάδα για να παραδώσει μαθήματα οικονομίας βγαλμένα από την ιστορία της αρχαίας Αθήνας – σε διάλεξη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη – ως καλεσμένος της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών υπό τον τίτλο «Οικονομική κρίση! Μαθήματα οικονομίας από την αρχαία Αθήνα».
«Κατάλληλη μέρα για να μιλήσουμε για την οικονομική κρίση» σχολιάζουμε την κατάσταση στους δρόμους. «Κάθε μέρα είναι η κατάλληλη τα τελευταία δυο χρόνια για να μιλήσουμε για την οικονομική κρίση. Ολοι παίρνουμε μαθήματα από τους αρχαίους Αθηναίους, οι Αμερικανοί, οι Ευρωπαίοι και οι Ελληνες. Τα μαθήματα όμως που παίρνουμε από την αρχαία Ελλάδα δεν απευθύνονται τόσο στους Ελληνες όσο στην ανθρωπότητα και γενικά στον ανεπτυγμένο κόσμο» υποστηρίζει ο καθηγητής Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.
Τι μπορούμε λοιπόν να μάθουμε από την οικονομία της αρχαίας Αθήνας; «Πρώτα από όλα το πολύ προοδευτικό φορολογικό σύστημα με πολύ έξυπνους μηχανισμούς συλλογής φόρων που μπορεί να εφαρμοστεί ακόμη και από έναν λαό που είναι αποφασισμένος να μην πληρώσει.
Μια λύση είναι λοιπόν να πληρώνουν οι πλούσιοι περισσότερους φόρους και να αναλαμβάνουν την υλοποίηση συγκεκριμένων έργων. Στην αρχαία Αθήνα οι πλούσιοι καλούνταν να πληρώσουν τα περισσότερα. Οι ασθενέστερες ομάδες πλήρωναν κυρίως τους έμμεσους φόρους, όπως για παράδειγμα τα λιμενικά τέλη.
Οι πλούσιοι όμως, όπως μαρτυρείται από τα αρχαία κείμενα, μόνο εύκολη ζωή δεν είχαν. Επρεπε να καλύπτουν τα έξοδα μιας θεατρικής παραγωγής ή της συντήρησης ενός πολεμικού πλοίου, τις λεγόμενες λειτουργίες, που απαιτούσαν τεράστια έξοδα» εξηγεί ο Εντουαρντ Κοέν.
Τόση τιμιότητα οι αρχαίοι Αθηναίοι; Ουδείς επιχειρούσε να ξεφύγει και να μην πληρώσει; «Βεβαίως, γι’ αυτό και έκρυβαν τα χρήματά τους διά των τραπεζών. Σας θυμίζει κάτι;» απαντά με χιούμορ ο αμερικανός καθηγητής.
Κι αν όλοι έκρυβαν τα εισοδήματά τους τότε ποιος έμενε να πληρώσει; «Είπαμε ότι οι Αθηναίοι ήταν έξυπνοι. Αν ανέθεταν σε κάποιον μια λειτουργία – όπως η τριηραρχία – και εκείνος υποστήριζε πως δεν μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά, τότε όφειλε να υποδείξει κάποιον που τον θεωρούσε πλουσιότερο, κίνηση που σήμαινε ταυτοχρόνως πως θα δεχόταν να αναλάβει την υποχρέωση της λειτουργίας αν αντάλλασσε περιουσία με εκείνον που είχε υποδείξει.
Αν ο «αντίπαλος» δεν δεχόταν να γίνει η ανταλλαγή περιουσιών – η λεγόμενη αντίδοση – έπρεπε μέσα σε τρεις μέρες και οι δυο να καταθέσουν λεπτομερή κατάλογο με τα ακριβή περιουσιακά τους στοιχεία και το δικαστήριο αποφάσιζε. Το κράτος δεν ενδιαφερόταν για το ποιος θα πληρώσει αλλά να γίνει η λειτουργία».
Τα φορολογικά κόλπα της αρχαίας Αθήνας δεν σταματούν στην ανταλλαγή περιουσιών. «Υπήρχαν φόροι που πωλούνταν» εξηγεί ο καθηγητής Κοέν. «Ενας τέτοιος φόρος ήταν το πορνικό τέλος, ο φόρος που επιβαλλόταν δηλαδή στα πορνεία και τους εκπορνευόμενους. Το κράτος ενδιαφερόταν να εισπράξει το ποσό που είχε υπολογίσει. Αν τώρα ο εκμισθωτής του φόρου – ο οποίος προέκυπτε από δημόσιο πλειστηριασμό – κατάφερνε να κερδίσει περισσότερα χρήματα, ήταν το κέρδος του».
Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. οι πηγές μαρτυρούν πως ένας πλειοδότης πλήρωσε 30 τάλαντα ως φόρο για τα προϊόντα που εισάγονταν και εξάγονταν από το λιμάνι του Πειραιά. Εισέπραξε 36. Αν σκεφτεί κάποιος πως το μέσο μεροκάματο της εποχής ήταν μία δραχμή και πως ένα τάλαντο ισοδυναμούσε με 6.000 δρχ., ο πλειοδότης κατάφερε να κερδίσει περίπου 3.600 ημερομίσθια!
«Δεν μπορεί να πει κάποιος πως δεν ήταν καλό κίνητρο. Το σύστημα αυτό έχει λειτουργήσει τόσο στην Αθήνα όσο και στη Ρώμη. Γιατί να μη λειτουργήσει και σήμερα;» σχολιάζει ο Εντουαρντ Κοέν.
Η αλήθεια είναι πως σε δυσχερείς οικονομικές περιόδους δεν ήταν πολλοί που πλειοδοτούσαν στους διαγωνισμούς για την είσπραξη φόρων. Τα χρήματα όμως έπρεπε να συγκεντρωθούν. Και στο κυνήγι των φοροφυγάδων δεν έλειπαν και οι ακρότητες. Οι φοροεισπράκτορες επιστράτευαν μπράβους. Εμπαιναν με τη βία στα σπίτια και έψαχναν για χρήματα στα πιο απίθανα σημεία. Και οι φοροδιαφεύγοντες για να γλιτώσουν από τα βασανιστήρια – διότι δεν έλειπαν κι αυτά – έφταναν σε σημείο να φεύγουν από τα σπίτια τους και να κρύβονται σε συγγενικά για να ξεφύγουν από τη μέγκενη.
Και αν υπήρχε έκτακτη ανάγκη για χρήματα; Και γι’ αυτό η αρχαία Αθήνα είχε τη λύση μέσω της προεισφοράς, ενός ειδικού φόρου για έκτακτες περιπτώσεις, όπως η ανάγκη ναυπήγησης πολεμικών πλοίων ή η επισκευή λιμανιών. «Αν υπήρχε άμεση ανάγκη για χρήματα, η πόλη ζητούσε από τους πλούσιους να δανείσουν τα χρήματα στην πολιτεία και κατόπιν να εισπράξουν οι ίδιοι το ποσό από άλλους εύπορους. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα τους έδιναν το δικαίωμα να διοικούν και το πλοίο του οποίου τα έξοδα κάλυψαν. Ο φορολογούμενος τότε είχε ακόμη ισχυρότερο κίνητρο να δει το πλοίο του να κερδίζει στον πόλεμο για να μείνει στην Ιστορία» λέει ο αμερικανός καθηγητής.
Υπάρχει όμως κι ένα τελευταίο μάθημα από την οικονομία της αρχαίας Αθήνας που φέρνει στο σήμερα ο Εντουαρντ Κοέν και αφορά τις τράπεζες. «Οι Αθηναίοι είχαν καταλάβει πως η τράπεζα μπορεί να βοηθά την οικονομία να προοδεύσει αλλά είναι πολύ επικίνδυνη υπόθεση. Στην τράπεζα άφηναν τα χρήματα ως παρακαταθήκη, ένας όρος ηθικά φορτισμένος, που σημαίνει πως ο τραπεζίτης παίρνει χρήματα άλλων και έχει απόλυτη υποχρέωση να τα επιστρέψει, αλλά στο ενδιάμεσο διατηρεί το δικαίωμα να τα διαχειριστεί όπως επιθυμεί. Αυτός είναι ο ορισμός της αληθινής τράπεζας.
Η λέξη-κλειδί της όλης υπόθεσης είναι η «πίστις». Είναι δύσκολο να καταλάβουμε την έννοια στον σύγχρονο κόσμο, στα αγγλικά δεν μπορεί ακριβώς να μεταφραστεί. Είναι η εμπιστοσύνη. Ο Δημοσθένης υπερασπιζόμενος έναν τραπεζίτη που κατηγορείται για κατάχρηση λέει στους δικαστές: «Τιμωρώντας τον, θεωρείτε ότι πλήττετε μόνο εκείνον. Στην ουσία πλήττετε και τον εαυτό σας, διότι μαζί με εκείνον θα καταστραφεί και η “πίστις”». Η “πίστις” είναι σημαντική. Οι Έλληνες και οι Αμερικανοί το γνωρίζουν. Πρέπει να το μάθουν και οι Ευρωπαίοι».
Μπορεί όμως ο ιστορικός και επιχειρηματίας να προβλέψει τι μέλλει γενέσθαι με την οικονομία της Ελλάδας; «Δεν έχω κρυστάλλινη σφαίρα. Βλέπω όμως πως ο κόσμος υποφέρει. Οι μισθοί μειώνονται. Τα μέτρα γίνονται όλο και πιο δυσβάσταχτα. Πιστεύω όμως ότι υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης. Οι Γερμανοί ξέχασαν ότι έχασαν τον πόλεμο και κάνουν μαθήματα ήθους στους Έλληνες» καταλήγει.