Γιατί τόσο μίσος εναντίον των Ελλήνων;
Έχουμε ζήσει το τελευταίο διάστημα μια τέτοια απαξίωση σαν λαός, σαν Έθνος που καταντάει υστερικό. Τέτοια αντιμετώπιση δεν είχαν ούτε οι Γερμανοί του Χίτλερ! Και διερωτάται ο μέσος Έλληνας. Έτσι μας αντιμετωπίζουν όλοι ή τα κατευθυνόμενα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα κάνουν έναν πόλεμο προπαγάνδας για άλλους σκοπούς. Και πάλι όμως όλοι ξέρουν ότι Ιστορικά οι Πολιτικοί ηγέτες και οι δικτάτορες ευθύνονται για τις οικονομικές κρίσεις αλλά και για τους πολέμους. Σίγουρα φέρνουν ευθύνη και οι λαοί γιατί τους εμπιστεύτηκαν ή τους ανέχθηκαν αλλά συνήθως μια μικρή μειοψηφία ισχυρών ανθρώπων καπηλεύεται το όνομα ενός λαού και στο όνομα του πράττει φρικαλεότητες.
Γιατί λοιπόν τόσο μένος εναντίον ενός λαού με μία λαμπρή ιστορία και ένα αξιοζήλευτο πολιτισμό; Η στάση αυτή διαφόρων κύκλων στην Ευρώπη απέναντί στους Έλληνες αλλά και η δυσπιστία που υπάρχει για εμάς έχει προβληματίσει ταυτόχρονα και τους πιο αυστηρούς κριτές μας δίνοντας τροφή για διάφορα σενάρια. Από την ώρα της απελευθέρωσης μας από τον Τουρκικό ζυγό ήμασταν στο πυρ το εξώτερο. Έτσι επίκαιρος όσο ποτέ άλλοτε είναι ο Φρειεδερίκος Νίτσε, αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς φιλοσόφους και συγκεκριμένα ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Η Γέννηση της Τραγωδίας» (1872) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 15, ο Νίτσε κάνει μία ιδιαίτερα μνεία στο ελληνικό έθνος αποδεικνύοντας ότι ο Νίτσε είναι πολύ μπροστά από την εποχή του. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο: «Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες.
Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα. Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του… Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτούς.
Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους. Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα».