Το μήνυμα της Κυριακής από την Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης
Είναι τρομερό να φανταστούμε για μια στιγμή τον εαυτό μας απομακρυσμένο από όλους τους άλλους ανθρώπους, χωρίς καμία δυνατότητα επαφής και συναντήσεως, με άρρωστο και συνεχώς φθειρόμενο κορμί και επί πλέον συνοδευμένο με τη μόνιμη καταφρόνια ότι ή αρρώστια πού έχουμε αποτελεί τιμωρία για την αμαρτωλή ζωή μιας. Και ξαφνικά κάποιος μας πλησιάζει αψηφώντας τους κινδύνους, καταπατώντας τις επικρατούσες κοινωνικές προκαταλήψεις, δείχνοντας άφοβα και απεριόριστα την αγάπη του, Δεν θα αισθανθούμε άπειρη ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν; Μια τέτοια περίπτωση δέκα τραγικών ασθενών μας παρουσιάζει ή σημερινή διήγηση του ευαγγελιστή Λουκά, τους οποίους άγγιξε ή σωστική χάρη και ή θεραπευτική δύναμη του Χριστού. Ή αγάπη του θεού πού ενσαρκώνει μέσα στον κόσμο και αποκαλύπτει με τη ζωή και το θάνατο του ό Χριστός δεν περιορίζεται στους ολίγους, στους εκλεκτούς, στους δικούς του. Εκτείνεται α’ όλους, ακόμη, ή μάλλον ιδιαίτερα, σ’ αυτούς πού οι «σοβαροί» και «ευσεβείς» άνθρωποι θεωρούν μολυσμένους και αμαρτωλούς. Δεν γνωρίζει όρια κοινωνικά, πολιτικά ή θρησκευτικά. Εκδηλώνεται κατά τη διήγηση μας σε δέκα ανθρώπους πού τους ένωσε ό πόνος της μολυσματικής αρρώστιας, μολονότι ένας άπ’ αυτούς ήταν Σαμαρείτης. Κι όμως, αυτού του τελευταίου ή στάση είναι πού κάνει εντύπωση και υπογραμμίζεται από τον ευαγγελιστή. Οι εννέα θεραπευμένοι, πλημμυρισμένοι από τη χαρά της υγείας και της συναντήσεως με τους συγγενείς και φίλους, βλέποντας δυνατό και καθαρό το σώμα τους, ξέχασαν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στον ευεργέτη Χριστό. Τυπικό παράδειγμα των ανθρώπων πού επικαλούνται το Θεό στη θλίψη και τον πόνο αλλά τον παραθεωρούν στη χαρά. Πολλά πράγματα τα θεωρούμε αυτονόητα μέσα στη ζωή, χωρίς να αισθανόμαστε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε κανένα για τις καθημερινές δωρεές. Ή αυτοτέλεια και ή αυτοπεποίθηση δεν αφήνουν περιθώρια ευγνωμοσύνης προς τον ευεργέτη θεό. Τα χείλη μας δύσκολα κινούνται για να πουν ένα ευχαριστώ, ενώ πολύ εύκολα, σχεδόν αυθόρμητα, απευθύνουν κραυγές και. επικλήσεις βοήθειας στον καιρό της ανάγκης. Και εδώ συμβαίνει το εξής χαρακτηριστικό: «Όταν περάσει ή ανάγκη, όχι μόνο ξεχνούμε τη στιγμή της αδυναμίας ή ντρεπόμαστε γι’ αυτή, αλλά προσπαθούμε με εκδηλώσεις λεονταρισμού ή αυτοπεποιθήσεως να ισοσταθμίσουμε την επιδειχθείσα αδυναμία. Το άνοιγμα της καρδιάς μας στο θεό είναι ή απάντηση μας στις άπειρες δωρεές του θεού, στο δώρο της ζωής που γενναιόδωρα μας προσφέρει, είναι το μεγάλο «ευχαριστώ». Ένα «ευχαριστώ» ευγνωμοσύνης πού θα συνοδεύεται ασφαλώς από συμπεριφορά αντάξια της θείας δωρεάς.