Η πεθερά
Ήταν μια πεθερά και είχε 3 γαμπρούς. Ο ένας την αγαπούσε πολύ, ο άλλος πιο λίγο και ο άλλος καθόλου. Θέλοντας να δει ποιος την αγαπάει περισσότερο αποφάσισε να πάει στη θάλασσα με τον κάθε ένα από αυτούς. Πάει με τον πρώτο, μπαίνει στην θάλασσα και κάνει πως πνίγεται τότε ο γαμπρός της θα την σώσει. Την άλλη μέρα θα βρει έξω από το σπίτι του μια Mercedes κι ένα σημείωμα.
“Σε ευχαριστώ που με έσωσες, η πεθερά σου”.
Την άλλη εβδομάδα πάει με τον δεύτερο κάνοντας το ίδιο κόλπο. Ο γαμπρός της την έσωσε και την άλλη μέρα βρήκε έξω από το σπίτι μια Mercedes με το ίδιο σημείωμα.
Πάει με τον τρίτο την άλλη εβδομάδα. Η πεθερά του κάνει πως πνίγεται αλλά αυτός δεν την έσωσε και αυτή πνίγεται. Την άλλη μέρα στην κηδεία βρίσκει έξω από το σπίτι του 3 Mercedes και το μήνυμα:
“Σε ευχαριστώ που με έσωσες, ο πεθερός σου”…
Η πόρτα του Παραδείσου
Τρεις μπογιατζήδες, ένας Αλβανός, ένας Γερμανός και ένας Έλληνας, πέθαναν και πήγαν στον Παράδεισο.
Ο Αγιος Πέτρος τους άνοιξε την πόρτα και τους λέει:
– Καλώς τα παιδιά. Επιτέλους ήρθαν και τρεις χρήσιμοι άνθρωποι. Ρε παιδιά θέλω να βάψω την πόρτα του Παράδεισου. Για πες μου, λέει του Αλβανού, πόσα θέλεις για να τη βάψεις;
600 ευρώ, λέει ο Αλβανός…
600; Πώς τα λογάριασες;
Nα, 400 για μένα και 200 τα υλικά.
Εσύ, λέει του Γερμανού, πόσα θέλεις;
900 ευρώ: 300 για μένα, 300 στην εφορία και 300 τα υλικά.
Και εσύ, λέει του Έλληνα, πόσα θέλεις;
3.000 ευρώ, Αγιε Πέτρο.
3.000; Τρελός είσαι; Πώς τα λογάριασες;
Αγιε Πέτρο, έλα πιο κοντά να μην μας ακούν.
Ο Αγιος Πέτρος πήγε κοντά του και ο Έλληνας του ψιθυρίζει :
Ακουσε να δεις, 1.000 για σένα, 1.000 για μένα, 400 στο Γερμανό για να το βουλώσει και 600 θα δώσουμε στον Αλβανό για να βάψει την πόρτα…
Ξανάνιωσε
Ένας γέρος 70 ετών βλέπει έξω από ένα μπαρ την επιγραφή: “Όποιος πίνει ξανανιώνει.”
Μπαίνει λοιπόν στο μπαρ και παραγγέλνει ένα κιλό κρασί. Το πίνει και ρωτάει τον μπάρμαν:
– Πόσο με κάνεις τώρα;
Και ο μπάρμαν:
– Ε,γυρω στα εξηντα θα είστε!
– Πω, πω! Τόση διαφορά! λέει ο γέρος. Φέρε κι άλλο κρασί.
Πίνει, πίνει…Ήπιε περίπου εξι κιλά και φωνάζει τον μπάρμαν:
– Ε, σύ,τώρα πόσο με κάνεις;
– Γύρω στα 10, λέει εκείνος.
Και ο έξυπνος πελάτης:
– Ε, μια και είμαι ανήλικο, θα περάσει ο μπαμπάς μου να σε πληρώσει!!!