Απεβίωσε ο Κώστας Κοντογιαννίδης από τα Κομνηνά
Πέθανε σε ηλικία 91 ετών ο Κώστας Κοντογιαννίδης από τα Κομνηνά Ξάνθης. Είχε γεννηθεί στην Αργυρούπολη του Πόντου το 1920, και ήλθε στην Ελλάδα μετά τους διωγμούς ορφανός, αφού οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τη μάνα του. Η εφημερίδα «Xanthi News» αναδημοσιεύει κείμενο της 30 ης Αυγούστου 2009, κείμενο γραμμένο από τον γιο του εκλιπόντα, δημοσιογράφου και συγγραφέα Τάσου Κοντογιαννίδη, από την εφημερίδα «Real News».
Από τότε που τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος- σαν σήμερα- πέρασαν 60 ολόκληρα χρόνια. Και το πελώριο ΓΙΑΤΙ που προβάλλει γι αυτό το τραγικό για το έθνος αιματοκύλισμα εξακολουθεί να μένει αναπάντητο.
Δεν ήταν μόνο λάθος αλλά και κατάρα. Εξήντα χρόνια μετά, δεν θα επαναλάβουμε ποιος έφταιγε, ποιος σκότωσε και πoιoς εγκλημάτησε. Έχουν όλα καταγραφεί από την Ιστορία και μόνο μερικοί ιδεολογικά άρρωστοι σκαλίζουν, γιατί προφανώς τους αρέσει η οσμή των πτωμάτων…
Σήμερα θα φωτίσουμε μια άλλη πτυχή. Θα αποκαλύψω μια πράξη του πατέρα μου στον Εμφύλιο, που πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του. Όταν ήμουν μικρός μου τα λεγε χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία γιατί δεν καταλάβαινα. Αργότερα γνώρισα τον Χαρίλαο Φλωράκη και κατάλαβα πλέον τι σημασία είχαν τα λόγια του. Σήμερα, λοιπόν, φωτίζουμε μια πράξη που ενώνει και δεν διχάζει.
Ο Κώστας Κοντογιαννίδης- ο πατέρας μου-, λοχίας του 513 Τάγματος Πεζικού το 1949, που ζει στα Κομνηνά Ξάνθης και είναι γνωστός σ όλη την περιοχή με το προσωνύμιο «ο Παπάγος», ήταν από τους στρατευμένους εκείνους που άκουσε να πέφτουν οι τελευταίες σφαίρες και οβίδες στην ελληνοαλβανική μεθόριο, που σήμαναν ουσιαστικά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Διηγείται: «Από τον Άγιο Γερμανό, κοντά στην Πρέσπα, έβαζαν οι αντάρτες με τους όλμους.
Οι οβίδες έπεφταν βροχηδόν. Τρέχαμε σαν τρελοί να κρυφτούμε. Μέσα στον πανικό μου μπήκα σε έναν λάκκο που άνοιξε μία οβίδα. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή ότι στο ίδιο μέρος αποκλείεται να ξαναπέσει δεύτερη. Σώθηκα, αλλά δίπλα μου σκοτώθηκε ένας στρατιώτης με το μουλάρι που ήταν φορτωμένο με τον ασύρματο… Όταν σταμάτησε ο βομβαρδισμός σηκώθηκα, έκανα τον σταυρό μου κι έτρεξα στον στρατιώτη. Τον είδα διαμελισμένο και σοκαρίστηκα…».
«Επιχείρηση Πυρσός 3»
Οι αντάρτες, μετά το κλείσιμο των γιουγκοσλαβικών συνόρων από τον Τίτο,
κυνηγημένοι από τον στρατό που εφάρμοζε την «Επιχείρηση Πυρσός 3», εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος και μπήκαν στην Αλβανία. Εκεί ουσιαστικά τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος και συνέβη ένα γεγονός που μένει χαραγμένο βαθιά στη μνήμη του Κ. Κοντογιαννίδη.
«Από το Κερασοχώρι, κυνηγημένοι οι αντάρτες από τον στρατό, έμπαιναν στην Αλβανία μαζί με άλλους που τους ακολουθούσαν. Φτάσαμε κι εμείς εκεί, χωρίς να περάσουμε τα αλβανικά σύνορα. Τότε στο κοντινό δασάκι, μέσα από τις φυλλωσιές, άκουσα μια γυναικεία φωνή. Πήγα- ως λοχίας επικεφαλής της διμοιρίας- και βρήκα μια γριούλα γύρω στα 60 με 65, ταλαιπωρημένη, γεμάτη ψείρες, νηστική και διψασμένη… «Δεν μπορώ» μου είπε. «Μη με σκοτώσεις!..». Την καθησύχασα. «Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξει κανείς», της είπα και τη ρωτούσα ποια είναι και τι θέλει. Στην αρχή δεν μου απαντούσε. Όταν τη ρώτησα αν θέλει νερό, κούνησε το κεφάλι της. Της έδωσα το παγούρι μου και ήπιε… «Οι άλλοι έφυγαν, εμένα δεν άντεξαν τα πόδια μου…», είπε. Τη ρώτησα «ποια είσαι;». «Είμαι η μάνα του Γιώτη», απάντησε. «Ποιανού Γιώτη» ξαναρώτησα. «Ο γιος μου είναι καπετάνιος στον Δημοκρατικό Στρατό, τον λεν Χαρίλαο Φλωράκη… Πρέπει να ναι πέρα» και μου δειξε προς την Αλβανία… Γύρισε, με κοίταξε μ ένα ικετευτικό βλέμμα και με ρώτησε: «Τι θα με κάνετε;» Την κοίταξα καλά, ήταν σε άθλια κατάσταση. «Πού θέλεις να πας», της είπα. «Από εδώ ή από εκεί;» «Εκεί που πάν κι οι δικοί μου», είπε. Της έπιασα το χέρι και τη βοήθησα να σηκωθεί. Στο πρόσωπό της είδα τη μάνα που έχασα μικρός στον Πόντο… Την κατέβασα στο μονοπάτι και της είπα: «Από εδώ φύγανε οι δικοί σου, τράβα αυτό το μονοπάτι και θα τους βρεις. Πήγαινε στην ευχή της Παναγίας», είπα. Με κοίταξε στα μάτια επίμονα, κούνησε το κεφάλι, μου πιασε το χέρι και είπε «ευχαριστώ, παιδί μου, να έχεις την ευχή μου» και έφυγε…».
Κάποιος στρατιώτης συζητούσε με άλλους συναδέλφους του το περιστατικό με τη γριούλα και το άκουσε ο επικεφαλής ανθυπολοχαγός, ο οποίος έβγαλε στην αναφορά τον πατέρα μου για να απολογηθεί. Ο πατέρας μου πλησίαζε τότε τα 29, με δύο παιδιά, ήταν γεμάτος θυμό, καθώς περίμενε να απολυθεί με τη λήξη του πολέμου.
Πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση, δεινοπάθησε ως ντουρτουβάκι στα κάτεργα στη Βουλγαρία και στρατιώτης κατόπιν 40 μήνες, μπαρουτοκαπνισμένος, δεν μπορούσε να ανεχθεί παρατηρήσεις από έναν νεότερό του και με όχι τόσο μεγάλες προσφορές στην πατρίδα.
Πήγε στην αναφορά και γεμάτος θυμό υπερασπίστηκε την πράξη του: «Πολεμάμε άνδρες και όχι γριούλες», είπε στον αντισυνταγματάρχη διοικητή του. «Στο πρόσωπό της είδα τη μάνα μου που οι Τούρκοι τη σκότωσαν μπροστά στα μάτια μου γιατί δεν ήθελε να καταδώσει τον άνδρα της που ήθελαν να τον πάρουν στα «τάγματα εργασίας», από τα οποία δεν θα γύριζε ποτέ. Έκανα αυτό που μου έλεγε η συνείδησή μου…». Ο διοικητής τον συνεχάρη. «Η πράξη σου είναι πράξη ανθρωπιάς», του είπε.