fbpx
Γενική

Στα… «δίχτυα» του και η Ξάνθη

Στο ιλιγγιώδες ποσό των 15 δισεκατομμυρίων ευρώ φθάνει, ή ακόμη και το ξεπερνά, ο ετήσιος τζίρος του παραεμπορίου στη χώρα μας, σύμφωνα με τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς παραγόντων των ελληνικών επιμελητηρίων, αλλά και των οργανώσεων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες φαίνεται να πλήττονται περισσότερο από την άνθιση αυτού του, όχι και τόσο καινούργιου «φρούτου», στην ελληνική αγορά.
Με τον όρο “παραεμπόριο” εννοούμε κάθε συναλλαγή με αντικείμενο κάποιο προϊόν εμπορίου, που γίνεται χωρίς τα νόμιμα παραστατικά. Δηλαδή, η μη έκδοση απόδειξης από τον γιατρό ή τον υδραυλικό δεν είναι πράξη παραεμπορίου, αλλά βεβαίως εντάσσεται στον ευρύτερο χώρο της παραοικονομίας. Όμως, παραεμπόριο είναι η μη έκδοση απόδειξης λιανικής πώλησης σε οποιαδήποτε εμπορική επιχείρηση. Από τον ορισμό προκύπτει ότι στον πλούτο του παραεμπορίου δεν συμπεριλαμβάνεται ο πλούτος που προέρχεται από τις δραστηριότητες «της νύχτας».
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική αγορά πιέζεται από εισαγωγές παντός είδους προϊόντων από χώρες φθηνού κόστους, και ιδίως από την Κίνα. Αυτό, εφόσον είναι νόμιμο, δεν έχει να κάνει με τη νομοθεσία, αλλά με την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία φυσικά είναι αδύνατο να συγκριθεί με την κινεζική. Έτσι, από τη στιγμή που ως κράτος δεχόμαστε την «ελευθερία» που επιβάλλει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τις συνέπειες όσων συνεπάγεται.
Η Ξάνθη, μια πόλη των μόλις 60.000 κατοίκων, βρίθει κινέζικων καταστημάτων, με προϊόντα αναμφιβόλου ποιότητας. Σύμφωνα με μαρτυρίες Ξανθιωτών καταναλωτών, δεν είναι λίγες οι φορές, που τα αγορασμένα προϊόντα από κινέζικα καταστήματα, μύριζαν… πετρέλαιο. Εκτός της ποιότητας όμως, τίθεται και θέμα νομιμότητας, αφού πολλά από τα προϊόντα που έρχονται από τις χώρες φθηνού κόστους μπαίνουν στην Ελλάδα παράνομα. Το επιμελητήριο Ξάνθης, πραγματοποιεί προσπάθειες, με σκοπό να περιορίσει την εξάπλωση των κινέζικων καταστημάτων στην πόλη μας, τα περισσότερα των οποίων δε λειτουργούν νόμιμα.

– Πέρα από το παραεμπόριο εισαγομένων, έχουμε και το παραεμπόριο των ντόπιων προϊόντων. “Γιατί να φωνάζουμε μόνο για τα CD που μπαίνουν από τη Βουλγαρία και να μην κάνουμε το ίδιο για όσα ξεκινούν από την Αγία Βαρβάρα Αττικής;”, διερωτάται χαρακτηριστικά παράγοντας της συγκεκριμένης αγοράς.
Όταν αναφερόμαστε στο παραεμπόριο, ο νους των περισσοτέρων πηγαίνει στους Νιγηριανούς που πωλούν CD και στους Κινέζους και τους άλλους Ασιάτες που ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο ρούχων, παπουτσιών, δερμάτινων και άλλων βιομηχανικών ειδών.

– Όμως, οι μικροπωλητές αυτοί, που τρέχουν με τους μπόγους στους ώμους να κρυφτούν στις εφόδους της αστυνομίας, αποτελούν απλώς τον τελευταίο τροχό μιας τεράστιας άμαξας. Κι ως τέτοιοι, αποτελούν πάντα τους εύκολους στόχους των διωκτικών αρχών, όποτε αποφασίζουν, εντελώς αποσπασματικά και ευκαιριακά, να «πατάξουν το παραεμπόριο». Στην πραγματικότητα, το δίκτυο του παραεμπορίου, που δρα στην Ελλάδα, περιλαμβάνει τους «ευρώ-παραέμπορους», τους «εθνικούς παραέμπορους», καθώς και τα τοπικά δίκτυα με τις αποθήκες και τις διανομές.

– Κτύπημα του παραεμπορίου, λοιπόν, σημαίνει κατ’ αρχάς κτύπημα στις πηγές, στον χώρο των μεγάλων παραβατών, οι οποίοι βέβαια δεν αποκλείεται να κάνουν όλες αυτές τις παρανομίες με το κάλυμμα άλλων νόμιμων δραστηριοτήτων. Βεβαίως, πρέπει να ληφθούν μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να χτυπηθεί το παραεμπόριο στους τόπους «βάπτισης» των εμπορευμάτων, στα τελωνεία, στις ευρώ-αποθήκες και στα μεγάλα ευρωπαϊκά δίκτυα διασυνοριακών μεταφορών.

Σχετικά Άρθρα