Γενική

Ισπανικά, Ιταλικά ή Γαλλικά;

Γράφει ο Αθανάσιος Τσακνάκης*

Η εκμάθηση των δυτικοευρωπαϊκών λατινογενών γλωσσών (Ισπανικής, Ιταλικής, Γαλλικής, Πορτογαλικής) αποτελεί μία από τις βασικές εκπαιδευτικές προτιμήσεις των Ελλήνων μαθητών και φοιτητών. Τόσο η συντακτική δομή και η προφορά αυτών των γλωσσών, που εύλογα φαίνονται οικείες στους Έλληνες, όσο και η σχετικά εύκολη μετάβαση από την Ελλάδα προς τις χώρες όπου γεννήθηκαν και μιλιούνται αυτές οι γλώσσες, τις καθιστούν ιδιαίτερα προσφιλείς στην νεολαία μας. Σημαντικός παράγοντας αυτής τής προτίμησης, βέβαια, είναι και η (κατά το μάλλον ή ήττον) κοινή μεσογειακή νοοτροπία, η οποία επιτρέπει στον Έλληνα νεολαίο να αισθάνεται πολύ άνετα, τόσο στην Ισπανία και την Ιταλία, όσο και στην Γαλλία και την Πορτογαλία.
Με αφορμή το ερώτημα «Ποια λατινογενή γλώσσα να προτιμήσω;», το οποίο μου έθεσαν πριν από λίγες ημέρες ορισμένοι μαθητές μου, θέτω υπόψη κάθε ενδιαφερομένου τα παρακάτω:
Η Ισπανική γλώσσα είναι η πλέον διαδεδομένη μεταξύ αυτών των τεσσάρων γλωσσών, και η εκμάθησή της μάς ανοίγει τον απέραντο (και σχεδόν ανεξερεύνητο) πολιτιστικό και οικονομικό ορίζοντα τής Λατινικής Αμερικής. Εάν, πάλι, μάς ενδιαφέρει το ευρωπαϊκό εμπόριο ή κάποιο οικονομικά προσιτό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών (κάθε είδους) στην Ισπανία, την προτιμούμε ανεπιφύλακτα.
Η Ιταλική γλώσσα διατηρεί το κύρος και τον πλούτο τού αρχαίου Ρωμαϊκού Πολιτισμού. Η γνώση της θεωρείται απαραίτητη για όσους ασχολούνται σοβαρά με την αρχιτεκτονική, την πολεοδομία, την ένδυση, την υπόδηση, τον σχεδιασμό αυτοκινήτων, επίπλων και κοσμημάτων, τις ιστορικές, θεολογικές, καλλιτεχνικές και φιλολογικές σπουδές ή ενδιαφέρονται για τις τουριστικές επιχειρήσεις.
Η Γαλλική γλώσσα, υποστηριζόμενη από μία χώρα που αποτελεί υπολογίσιμη πολιτική και οικονομική δύναμη μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι απολύτως απαραίτητη για όσους δραστηριοποιούνται στον χώρο τής πολιτικής, των διεθνών σχέσεων, τής διπλωματίας ή τής οικονομίας, καθώς και για όσους συναλλάσσονται με τις γαλλόφωνες χώρες τής Αφρικής (που δεν είναι και λίγες).
Η εκμάθηση τής Πορτογαλικής γλώσσας, αρκετά άγνωστης στην χώρα μας μέχρι πρότινος, αποτελεί μια καλή επένδυση για όσους βλέπουν λίγο μακρύτερα και πιστεύουν (όχι αδικαιολόγητα) ότι η Πορτογαλία θα κατορθώσει σύντομα να εκμεταλλευτεί το τεράστιο προνόμιο τής γεωγραφικής θέσης της. Το γεγονός ότι ολόκληρη η Βραζιλία μιλά την Πορτογαλική, ενισχύει την σημερινή αξία τής γλώσσας στον χώρο τού εμπορίου και των εξωτικών διακοπών.
Όσοι Έλληνες ήδη διδάσκονται ή πρόκειται να διδαχτούν μια λατινογενή γλώσσα οφείλουν να γνωρίζουν και τα ακόλουθα:
Αποτελεί σοβαρή εκπαιδευτική αστοχία η ταυτόχρονη εκμάθηση δύο λατινογενών γλωσσών, επειδή οι πολλές εξωτερικές ομοιότητές τους, οι οποίες, όμως, καλύπτουν πίσω τους σημαντικές εσωτερικές διαφορές, είναι δυνατόν να μάς επιφέρουν σύγχυση στην χρήση αυτών των γλωσσών. Το ασφαλέστερο είναι να μελετήσουμε επαρκώς μία από αυτές, να βεβαιωθούμε ότι την κατέχουμε σε καλό επίπεδο και ότι είμαστε σε θέση να την χρησιμοποιήσουμε επιτυχώς επικοινωνώντας με έναν φυσικό ομιλητή της, και έπειτα να καταπιαστούμε με την εκμάθηση μιας άλλης λατινογενούς γλώσσας. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι καμία λατινογενής γλώσσα δεν είναι τόσο εύκολη, όσο ισχυρίζονται (βλακωδώς) εκείνοι που συνήθως … δεν την μιλούν!

*Καθηγητής Ξένων Γλωσσών

Σχετικά Άρθρα