Γράφει ο Αθανάσιος Τσακνάκης
Ο Σοφοκλής (τι πάω και θυμάμαι!) δίδαξε ότι «ο άνθρωπος πρέπει να διαθέτει και μνήμη», σαφώς υπονοώντας ότι δεν δικαιούται να αποκαλείται «άνθρωπος» όποιος εύκολα και γρήγορα ξεχνά τα πάντα. Ο Σοφοκλής, βέβαια, ήταν παππούς μας, αλλά εμείς, τα εγγόνια του (χαρά στα εγγόνια!), όχι μόνον τις διδασκαλίες του έχουμε ξεχάσει, αλλά σιγά-σιγά ξεχνάμε και το ίδιο το όνομά του.
Τώρα, λοιπόν, όλως παραδόξως, θα επιχειρήσουμε να θυμηθούμε: πριν από 50- 60 χρόνια, κάποιον μαύρο Δεκέμβρη, οι τότε Έλληνες, που αβοήθητοι αλλά αδελφωμένοι είχαν μόλις απαλλαγεί από τον Γερμανό και τον Βούλγαρο κατακτητή, άκουσαν πρόθυμα κάποιες μελιστάλαχτες φιδίσιες φωνούλες που τους καλούσαν να απαλλαγούν και από τον «προδότη» αδελφό τους. Κάποιο μαύρο πρωί, μάλιστα, κοντά στα προσκεφάλια τους, βρήκαν έτοιμα και μερικά καλά ακονισμένα μαχαίρια, με τα οποία μέσα σε λίγες ώρες θα έκοβαν τον λαιμό τού αδελφού τους. Και τότε μοιράστηκαν στα δύο, «προδότες» και «προδότες», και άρχισαν να σφάζονται, μη μπορώντας ή μη θέλοντας να απαντήσουν στο εξής απλό ερώτημα: «πώς είναι δυνατόν ο μέχρι χθες αδελφός και σύμμαχός μου να έγινε ξαφνικά και αδικαιολόγητα προδότης, και μάλιστα μετά από την κοινή μας νίκη;». Αφού κομματιάστηκαν συνολικά, αφού καταστράφηκαν όλοι ανεξαιρέτως, συνειδητοποίησαν το μέγεθος τής ηλιθιότητάς τους και γύρισαν στα ρημαγμένα καλύβια τους και άρχισαν το πικρό κλάμα. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά…
Μερικές δεκαετίες αργότερα, κάποιον άλλο μαύρο Δεκέμβρη, οι Έλληνες, που πάλευαν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν μέσα από μία σκληρή διεθνή οικονομική κρίση, ξανάκουσαν τις φιδίσιες φωνούλες, που τους καλούσαν να εκδικηθούν το αίμα «τού αθώου θύματος». Τα αθώα θύματα, όμως, ήταν δύο, και ας μιλούσαν οι τρισάθλιες φωνούλες μόνον για ένα. Και αντί οι Έλληνες να στραφούν όλοι μαζί προς τις φωνούλες και να τις κάνουν να σιγήσουν μια και καλή, πήραν και πάλι τα έτοιμα μαχαίρια (τα βρήκαν στο ίδιο μέρος, κάπου κοντά στο άδειο κεφάλι τους) και βγήκαν στους δρόμους ψάχνοντας τον λαιμό τού αδελφού τους, ο οποίος υποστήριζε το «άλλο αθώο θύμα» και όχι το «δικό τους». Και άρχισαν πάλι να διχάζονται, «προδότες» και «προδότες». Και κανείς τους δεν κάθισε να σκεφτεί (πού μυαλό;) ότι σχεδόν σε τίποτε δεν διαφέρουν τα όνειρα ενός δεκαεξάχρονου από τα όνειρα ενός εικοσάχρονου, ούτε είναι κατώτερη η μάνα τού ενός έναντι τής μάνας τού άλλου, ούτε φορά κουκούλα η ψυχή ενός μαθητή, ούτε κραδαίνει γκλοπ η καρδιά ενός νεαρού υπαλλήλου, ούτε είναι λιγότερο «παιδί» ή «μέλλον» ή «ελπίδα» ο ένας έναντι τού άλλου…
Οι Έλληνες διχάζονται και πάλι. Τι έχουν να χωρίσουν; Τίποτε. Αλλά ακόμη και αν έχουν να χωρίσουν κάτι, ένα ή πολλά, γιατί πιάνουν στα χέρια τους αμέσως, δίχως κρίση, δίχως φρόνηση, δίχως λογική, δίχως μνήμη, τα μαχαίρια που άλλοι προετοίμασαν γι’ αυτούς; Και είναι βέβαιο ότι τα μαχαίρια αγοράστηκαν και ακονίστηκαν από άλλους. Ποιός από εμάς θα αγόραζε μαχαίρι για να χτυπήσει έναν δεκαεξάχρονο ή έναν εικοσάχρονο αδελφό του; Νομίζω κανείς…