Γενική

«Η μαυροφορεμένη ζητιάνα της Ξάνθης»

Επιστολή αναγνώστη της Xanthi News
Τις τελευταίες μέρες έτυχε να βρεθώ από νωρίς σε ένα στέκι στη Παλιά Πόλη στο κεντρικό σοκάκι προς τη Πλατεία Μητροπόλεως κοντά στο Δημαρχείο. Από τις λίγες φορές που βρισκόμουν εκεί τέτοια ώρα, μόλις που σουρούπωνε. Κόσμος ανεβοκατέβαινε, (κυρίως ανέβαινε βέβαια) αλλά καθώς ήταν νωρίς δεν είχε αρχίσει η κοσμοσυρροή και ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις πρόσωπα ή ακόμα και καταστάσεις.

Από το βάθος του δρόμου στη στροφή του Δημαρχείου κάτι που δε ταίριαζε με την γενική εικόνα τράβηξε τη προσοχή μου. Μια μαυροφορεμένη γυναικεία φιγούρα κατηφόριζε το καλντερίμι με αργά, πολύ αργά, μακρόσυρτα βήματα. Μαύρη μαντίλα, μαύρη ζακέτα, μαύρη μακριά φούστα, μαύρα παπούτσια.

Η μορφή της σαν να ερχόταν από μια άλλη εποχή. Θύμιζε κάτι μεταξύ της κακίας μάγισσας του παραμυθιού αλλά και της ηρωίδας άλλου παραμυθιού: αυτού με τη καλή νεράιδας που μεταμορφωνόταν σε γριά για να δει αν ο κόσμος την αντιμετωπίζει με το δέοντα σεβασμό και να τους ανταμείψει ανάλογα. .

Το πρόσωπό της μόλις που φαινόταν από τη μαντίλα. Ένα ζαρωμένο, σκαμμένο από τις ρυτίδες πρόσωπο που μαρτυρούσε τα χρόνια που κουβαλούσε στη πλάτη της. Δύο παλάμες που ξεχώριζαν στην άκρη των μαύρων μακριών μανικιών. Στη μία παλάμη κρατούσε με προσοχή ένα ξύλινο μπαστούνι και η άλλη παλάμη … ανοιχτή σε στάση ζητιανιάς πού άπλωνε με δισταγμό στο πλησίασμα κάθε περαστικού.

Οι περισσότεροι προσπερνούσαν αδιάφορα. Είναι αλήθεια ότι σε κατακλύζουν περίεργα συναισθήματα στη θέα των ζητιάνων. Κάπου τους λυπάσαι, κάπου δυσανασχετείς, άλλοτε θέλεις να προσφέρεις αλλά σκέφτεσαι αν τελικά ο οβολός σου θα πιάσει τόπο ή απλά θα διαιωνίσει την επαιτεία, κάποιες φορές ενοχλείσαι στη θέα ή στη συνεχή παρότρυνση τους να τους λυπηθείς, κάποιες φορές κάνεις απλά ένα νεύμα να μη πλησιάσουν και άλλοτε κάνεις απλά ότι δε τους βλέπεις και προσπερνάς. Είναι και πιο βολικό άλλωστε. Κάπως έτσι γινόταν και με τη γριά ζητιάνα.

Αργά, αργά προσπέρασε από το σημείο που βρισκόμουν, πήγε καμιά 10αρία μέτρα πιο κάτω και με αργές κινήσεις κάθισε στο πλακόστρωτο προσπαθώντας να ισιάξει τη πλάτη της στο τοίχο του μαγαζιού με τις αντίκες.

Έφτιαξε τη μαντίλα της και το πρόσωπό της ίσα-ίσα που φαινόταν πλέον, έσκυψε μπροστά αφού ο σκληρός τοίχος την εμπόδιζε να βολέψει τη καμπουριασμένη από τα χρόνια πλάτη της και άπλωσε και πάλι το χέρι της στη κλασική στάση της ζητιανιάς.

Ο κόσμος άρχισε να πυκνώνει και για λίγο την έχασα από το οπτικό μου πεδίο. Κάποια στιγμή την πήρε το μάτι μου να προσπαθεί να σηκωθεί. Δύσκολο πράμα, ακόμα και σε κανονικές συνθήκες, για έναν άνθρωπο αυτής της ηλικίας. Προσπάθησε να στηριχθεί στο μπαστουνάκι της και να ισώσει όσο γινόταν το κορμί της.

Με πολύ αργά βήματα και πάλι πλησίασε μια ψησταριά ζητιανεύοντας λίγο φαί. Άνθρωπος είναι και αυτή. Λιμπίστηκε από τις μυρωδιές. Πήρε το ψωμάκι και ότι άλλο τη δώσανε και μου φάνηκε ότι έκανε και μια ελαφριά υπόκλιση ευχαριστώντας τη νεαρή κοπέλα που της έδωσε κάτι να φάει και άρχισε να απομακρύνεται σέρνοντας τα γερασμένα πόδια της αργά και βασανιστικά.

Την έχασα τελείως από τα μάτια μου. Χάθηκε μέσα στο κόσμο. Άλλωστε είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, ο κόσμος είχε γίνει πολύς, η φασαρία περίσσευε και η ώρα άρχισε να περνάει. Άρχισα να αναρωτιέμαι : Άραγε ποια ήταν? τι ζωή έκανε? έχει κάποιον να τη περιμένει? ξέρει το δρόμο προς το σπίτι? Άραγε την άλλη μέρα θα ήταν ζωντανή?

Κύριε Διευθυντά,
Δε ξέρω για ποιο λόγο έγραψα το παραπάνω κείμενο.
Ίσως ήθελα απλά να το μοιραστώ με τους αναγνώστες σας. Ίσως επειδή απλά ήθελα να τονίσω την αντίθεση. Ίσως επειδή σκεφτόμουν την έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας για ανθρώπους σαν και αυτούς. Ίσως γιατί ένιωσα ότι έχουμε χάσει την ανθρωπιά μας και πλέον μόνο κατ ευφημισμό αποκαλούμαστε ανθρώπινη κοινωνία. Ίσως , ίσως, ίσως… Πολλά ίσως.
Δε ξέρω πώς να κλείσω αυτό το κείμενο. Να δώσω ευχές (ε! και τι έγινε? Το μόνο εύκολο). Να δώσω συμβουλές (ποιος είμαι εγώ στο κάτω κάτω)? Να ρίξω ευθύνες (Και ποιος θα τις αναλάβει)? Να προσπαθήσω να δώσω happy end (μακάρι!!!)? Πραγματικά δε ξέρω. Για αυτό απλά κλείνω εδώ.

Σημείωση εκδότη: Δεν είναι μόνο αυτή αγαπητέ αναγνώστη είναι πολλές μαυροφορεμένες γυναίκες, άλλες με ένα μωρό αγκαλιά, άλλες χωρίς χέρι ή πόδι και άντρες κακόμοιροι, άστεγοι αλλοδαποί, οικογένειες αλβανών, τσιγγάνων, Βουλγάρων και πολλές άλλες περιπτώσεις που μας προκαλούν λύπη και συμπόνια. Εγώ πολλές φορές έβαλα το χέρι στην τσέπη και έδωσα κάποια ευρώ αλλά αναρωτιέμαι που είναι αυτό το ρημάδι το κοινωνικό κράτος να τους μαζέψει και να τους βοηθήσει εμείς λέμε «Α, αυτός μπορεί να έχει πολλά λεφτά και ζητιανεύει» αλλά είναι έτσι; Όταν πάει στο σπίτι του έχει να φάει, έχει παιδιά που πεινάνε; Κάνεις δεν ξέρει. Αυτή η γιαγιά η μαυροφορεμένη γιαγιά που αναφέρεστε που μένει; Μένει σε σπίτι ή στο δρόμο; Εγώ πάντως σαν Ξανθιώτης είμαι σίγουρος ότι οι συμπολίτες μας βοηθάνε και τους έλληνες και τους αλλοδαπούς ζητιάνους αλλά αυτό δεν είναι η λύση του προβλήματος θέλει κοινωνικό σχεδιασμό από την πολιτεία με αναβάθμιση της κοινωνικής μέριμνας του κράτους. (φυσικά και ο ρόλος του Δήμου στον τομέα αυτό έπρεπε να είναι καθοριστικός!!!).

Σχετικά Άρθρα