slider Τελευταία Νέα Τοπικά νέα

Εκδηλώσεις μνήμης της Μικρασιατικής καταστροφής στην Ξάνθη (πλήρες Ρεπορτάζ+φωτογραφίες)

Γράφει η Μαίρη Δαληκριάδου

Με επιμνημόσυνη δέηση στον καθεδρικό ναό της του θεού Σοφίας Ξάνθης ολοκληρώθηκαν οι τριήμερες εκδηλώσεις για την ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος στην Ξάνθη. Στο καθεδρικό ναό παραβρέθηκαν ο στρατηγός του ΔΣΣ, ο διοικητής της πυροσβεστικής, ο διοικητής του Λιμενικού, ο Δήμαρχος Ξάνθης, εκπρόσωπος του περιφερειάρχη, αυτοδιοικητικοί και άλλοι πολλοί.

Τις εκδηλώσεις διοργάνωσε ο σύλλογος  Μικρασιατών Ξάνθης  «Αλησμόνητες Πατρίδες» και περιελάμβανε την Παρασκευή 13, Σεπτεμβρίου ομιλία από το συγγραφέα Σάββα Καλεντερίδη, το Σάββατο 14, Σεπτεμβρίου μουσικοθεατρικό δρώμενο και σήμερα Κυριακή 15, Σεπτεμβρίου επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στο μνημείο του προσφυγικού ελληνισμού ενώ ακολούθησε δεξίωση από το σύλλογο Μικρασιατών για τους προσκεκλημένους και το κοινό στην αυλή του Αγίου Βλασίου.

Στο τέλος της θείας λειτουργίας για την μνήμη των χιλιάδων Ελλήνων που θυσιάστηκαν στο ολοκαύτωμα της μικρασιατικής καταστροφής,  μίλησε η καθηγήτρια εφαρμοσμένης γλωσσολογίας κ. Πηνελόπη Καμπάκη Βουγιουκλή  εκπροσωπώντας το Δ.Π.Θ και την Κοσμητεία της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών.

Η ομιλία της κ Πηνελόπης Καμπάκη Βουγιουκλή: 

Το 1998 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρας εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».

Τι εννοούμε όμως με τον όρο γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας; Εννοούμε τη σκόπιμη και συστηματική εξόντωση, μέχρι το 1923, των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Μικρά Ασίας (κυρίως της Ιωνίας, Καππαδοκίας, Πόντου, Βιθυνίας), αρχής γενομένης με τη Σφαγή του Οικονομείου στις 25 Ιανουαρίου 1913, από τους μηχανισμούς της οθωμανικής κυβέρνησης των εθνικιστών Νεότουρκων και του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ. Θεωρείται δε ως μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες.

Τώρα, ο όρος γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας έρχεται να αντικαταστήσει τον όρο «Μικρασιατική Καταστροφή» που για δεκαετίες χρησιμοποιούνταν από τους Έλληνες και αποτελεί σημείο τριβής στην Ελλάδα ανάμεσα σε ιστορικούς, διανοούμενους και προσφυγικές οργανώσεις, όμως η ουσία δεν αλλάζει.

Όσον αφορά τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό το ολοκαύτωμα του ελληνισμού ήταν πολιτικοί και οικονομικοί.

Ως προς το πολιτικόν, η τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξής της, συνδέεται άμεσα με την κορύφωση του τουρκικού εθνικισμού, όπως εκφράστηκε από την ιδεολογία των Νεότουρκων. Το κίνημα των τελευταίων, που ξέσπασε το 1908, υπήρξε αποφασιστικό σημείο στην τουρκική ιστορία και ταυτόχρονα σταθμός για την πορεία του Ελληνισμού της χώρας.
Ως προς το οικονομικόν, μεγάλο μέρος του εμπορίου και της βιομηχανίας είχε συγκεντρωθεί στα χέρια των Ελλήνων, γεγονός που αποτελούσε εμπόδιο στην επιδίωξη των Γερμανών να ολοκληρώσουν την οικονομική διείσδυση στην υπανάπτυκτη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Προς αυτό το σκοπό, προπαγανδιστικά φυλλάδια της Γερμανικής Τράπεζας Παλαιστίνης, το 1915, προέτρεπαν τους Τούρκους να μην έχουν καμία οικονομική σχέση με Έλληνες και Αρμένιους.
Γερμανοί στρατιωτικοί υπέδειξαν τον εκτοπισμό των ελληνικών πληθυσμών της ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με σκοπό τη συστηματική μεθόδευση της μαζικής μεταφοράς χιλιάδων Ελλήνων, θεωρητικά για «στρατιωτικούς λόγους», που στην εφαρμογή του, αποσκοπούσε στη φυσική τους εξόντωση.

Η έναρξη γενικευμένων διωγμών ξεκίνησε κατά τα τέλη του 1913, με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, ενώ αρχικός στόχος ήταν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης. Με την καθοδήγηση όμως Γερμανών συμβούλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στρατιωτικού διοικητή στρατηγού Λίμαν φον Σάντερς, από τον Μαϊο του 1914, οι επιχειρήσεις μαζικών εκτοπισμών έγιναν με τον περιβόητο γερμανικό προγραμματισμό και στη δυτική Μ.Ασία.

Ο εκτοπισμός των Ελλήνων κατοίκων από αυτές τις περιοχές έγινε με το πρόσχημα της ασφάλειας των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Ελλάδα, με την παράλληλη υποστήριξη Γερμανών. Όμως το ελληνικό κράτος, εκείνη την εποχή, ήταν ουδέτερο ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν γερμανόφιλος.
Παρ’ όλα αυτά οι ελληνικές κοινότητες, ανεξαιρέτως, θεωρούνταν ύποπτες για τις τουρκικές αρχές. Ο συνολικός αριθμός των εκτοπισμένων από τη δυτική Μικρά Ασία σύμφωνα με στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν 153.890 Έλληνες, σε αυτή τη φάση των διωγμών.
Από την άλλη πλευρά, ο Ελληνισμός των μεγάλων αστικών κέντρων, Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης, δεν εκτοπίστηκε λόγω πρακτικών δυσκολιών που συναντούσε το εγχείρημα. Όμως δηλώσεις Οθωμανών αξιωματούχων προκαλούσαν ιδιαίτερο πανικό για το μέλλον των κοινοτήτων των αστικών αυτών κέντρων, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός να τα εγκαταλείψει. Χαρακτηριστικό της εγκατάλειψης ήταν και η μείωση του αριθμού των μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κωνσταντινούπολης κατά 30%-40%.

Δεν θα αναφερθώ στις βαρβαρότητες των ταγμάτων εργασίας στη Δυτική Μικρά Ασία από τη στιγμή που ξεκίνησε η πολεμική επιχείρηση στα Δαρδανέλλια, τον Φεβρουάριο του 1915. Οι μετατοπίσεις εξυπηρετούσαν τη δημιουργία αμιγώς τουρκικών πληθυσμών στην περιοχή ενώ στους εκτοπισμένους έλεγαν ότι το μέτρο αυτό ήταν αναγκαίο λόγω του υποτιθέμενου κινδύνου από τον συμμαχικό στόλο.
Όμως αμέσως μετά την αποχώρησή τους, τουρκικοί πληθυσμοί από γειτονικές περιοχές καταλάμβαναν τα σπίτια τους.

Την εμπειρία του στα τάγματα εργασίας περιέγραψε, στο βιβλίο του Το Νούμερο 31328, ο Ηλίας Βενέζης, μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες υπηρέτησε για 14 μήνες, σε ηλικία 18 ετών και ήταν ένας από τους 23 που επιβίωσαν.
Ακόμη και η τουρκική ήττα κατά τον ρωσσο-τουρκικό πόλεμο στην περιοχή, στο Σαρικαμίς στην βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας το 1915, αποδόθηκε στους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Ως συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας.

Το ζήτημα του πλήθους των θυμάτων των διωγμών κατά τη δεκαετία που διήρκεσε ως και τη Μικρασιατική Καταστροφή απασχολεί μελετητές και ακτιβιστές που επιζητούν την αναγνώρισή των γεγονότων ως γενοκτονίας και συναρτάται με το ερώτημα του πλήθους των Ελλήνων που ζούσαν στη Μικρά Ασία την περίοδο έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Για τον ελληνικό πληθυσμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη από την Άνοιξη του 1914 μέχρι το 1923, ο Αριστοκλής Ι. Αιγίδης στο βιβλίο του Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας (Αθήνα 1934) τονίζει ότι «1.200.000 ψυχές αποτελούν τον τραγικόν εις ανθρωπίνας απωλείας απολογισμόν του αγώνος»

“Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια;”, αναρωτιέται η Διδώ Σωτηρίου στα “Ματωμένα Χώματα”
Ενώ ο Σεφέρης στους Αργοναύτες …
“… Περάσαμε κάβους πολλούς, πολλά νησιά, τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας. Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας».

ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΟΝΟΥ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΠΑΛΙ ΝΑ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ

Δείτε φωτογραφίες:

Η WIKIPEDIA γράφει για την Μικρασιατική καταστροφή:

Ο όρος Μικρασιατική Καταστροφή[1] είναι όρος που έχει υιοθετηθεί από την ελληνική ιστοριογραφία για να περιγράψει τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας στην Ελλάδα και στον ελληνισμό γενικότερα.
Συγκεκριμένα αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1918-22, την φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και την σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη πλέον εκδίωξη μεγάλου μέρους του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία.

Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, να επιφέρουν την τελεία καταστροφή του Θρακικού και Μικρασιατικού ελληνισμού μαζί με του Πόντου.

Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, (αμφότερες τετραετίες), 19141918 και 19201924 είναι πράγματι πολύ δύσκολος. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας που περιλαμβάνονται μαρτυρικοί βασανισμοί αιχμαλώτων, βιασμοί και ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και οι ατέλειωτες πορείες αιχμαλώτων, στα περιώνυμα “τάγματα εργασίας”, με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ’αυτά, οι σφαγές, οι θηριωδίες μέχρι και οι εκτελέσεις επί των αποφάσεων των τουρκικών Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως. Πολλά από τα οστά των θυμάτων σύμφωνα με αρκετές ιστορικές αναφορές όπως το Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας του Χρήστου Αγγελομάτη αλλά και άρθρο της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, πωλήθηκαν από το τουρκικό κράτος σε βιομηχανίες της Μασσαλίας[εκκρεμεί παραπομπή]

Η εκστρατεία στην Μικρά Ασία

Οι σύνεδροι στο Παρίσι

Αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου (1918) ξεκίνησαν οι εργασίες στη Σύνοδο Ειρήνης στο Παρίσι μεταξύ των νικητριών χωρών, ανάμεσα σε αυτές και την Ελλάδα. Ύστερα απο αγγλική και γαλλική συμφωνία, η 1η μεραρχία του Ελληνικού στρατού υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Ζαφειρίου αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919 με σκοπό να εγκαταστήσει ελληνική διοίκηση και να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς. [2]Άλλωστε βρισκόταν ήδη από το 1913 διαδικασία εκκαθάρισης όλων των μη μουσουλμανικών στοιχείων. Ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα, θεωρώντας τα ως προμήνυμα για την παραχώρηση της πόλης στην Ελλάδα. Τους επόμενους μήνες συγκροτήθηκε στρατιωτική μεραρχία με έδρα την Σμύρνη υπό τον συνταγματάρχη Μαζαράκη. Τουρκικές αντάρτικες δυνάμεις αρνήθηκαν όμως να δεχθούν την ελληνική διοίκηση και ξεκίνησαν ανταρτοπόλεμο, με αποτέλεσμα η απόβαση του Ελληνικού στρατού να μετατραπεί σε μια μακρόχρονη εκστρατεία.

Παράλληλα, στη Συμμαχική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι συζητιόταν η τύχη της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των εδαφών της. Τον Μάρτιο του 1920 το ελληνικό στρατηγείο μεταφέρθηκε από την Θεσσαλονίκη στη Σμύρνη υπό τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ύστερα από πιέσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου οι Μεγάλες δυνάμεις έδωσαν διστακτικά τη συγκατάθεση τους για προέλαση του Ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Τον Αύγουστο του 1920 υπογράφηκε τελικά η συνθήκη των Σεβρών, με την οποία γινόταν η οριστική παραχώρηση όλης της Θράκης (σχεδόν μέχρι την Κωνσταντινούπολη), καθώς και η παραχώρηση της διοίκησης της περιοχής της Σμύρνης για 5 έτη στην Ελλάδα (με το δικαίωμα ενσωμάτωσής της μετά από δημοψήφισμα). Μέχρι τις 10 Αυγούστου θα ακολουθούσε και η προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης, αλλά και επίσημα των νησιών του Αιγαίου, τα οποία ήδη κατείχε η Ελλάδα από τους Βαλκανικούς. Επίσης ο Βενιζέλος με μυστική συμφωνία με την Ιταλία (Σύμφωνο Βενιζέλου – Τιττόνι) ρύθμιζε και το ζήτημα της ενσωμάτωσης της Βορείου Ηπείρου στο ελληνικό κράτος, και την τύχη των Δωδεκανήσων που κατείχαν οι Ιταλοί.

Παράλληλα με τις επιτυχίες της ελληνικής διπλωματίας και του ελληνικού στρατού, στο τουρκικό στρατόπεδο επικρατούσε εμφύλια διαμάχη μεταξύ της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε επαναστατήσει κατά του Σουλτάνου και είχε συγκροτήσει, με την σύμφωνη γνώμη της Τουρκικής εθνοσυνέλευσης, κυβέρνηση. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε καταληφθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, στην Άγκυρα. Από εκεί ο Ατατούρκ οργάνωσε συστηματικότερα την αντεπίθεση του. Επιπλέον είχε καταφέρει να υπογράψει ανακωχή με την Ρωσία και την Γαλλία έτσι ώστε να εξασφαλίσει τα νώτα του.

Η πορεία στην Καταστροφή

Γούναρης εναντίον Βενιζέλου (εκλογές 1920)

Κρίσιμη καμπή για την εξέλιξη της Μικρασιατικής εκστρατείας αποτέλεσαν οι εκλογές του 1920. Το αποτέλεσμα των εκλογών, μέσα σε συνθήκες Εθνικού Διχασμού και δυσαρέσκειας του ελληνικού λαού για την παρατεταμένη παραμονή των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία, ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα ιστορία του Ελληνικού Έθνους.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές από τον Δημήτριο Γούναρη. Μόλις ένα μήνα πριν, ο φιλο-Ανταντικός Βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε αιφνιδίως από το διάσημο δάγκωμα του Μακάκου.

Το Νοέμβριο του 1920, ο Κωνσταντίνος Α΄ επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από Δημοψήφισμα. Ο Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικά αντιπαθής στις Συμμαχικές δυνάμεις -οι οποίες ήδη ήταν πολύ διστακτικές ως προς τη προέλαση του ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα- για το ρόλο που διαδραμάτισε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία, οι οποίες είχαν προειδοποιήσει την νέα κυβέρνηση για το τι θα σήμαινε μια πιθανή επιστροφή του Κωνσταντίνου στις σχέσεις τους με αυτή, βρήκαν την πρόφαση που χρειάζονταν για να απαγκιστρωθούν από την εκστρατεία και παρέδωσαν διακοινώσεις με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους, ενω πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχανε δρομολογηθεί προς την Ελλάδα.[3] Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, αν και μόνο σε διπλωματικό επίπεδο[4], να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Μερικούς μήνες αργότερα το σκηνικό αλλάζει ριζικά. Η Τουρκία με ηγέτη τον Κεμάλ Ατατούρκ καταφέρνει να συνθηκολογήσει μετά την ΓαλλίαΡωσία και με την Ιταλία και να επιτύχει την προμήθεια του Τουρκικού στρατού με πολεμικό υλικό από τις προαναφερόμενες χώρες.

Ο ελληνικός στρατός στην Αλμυρά έρημο (1921).

Την άνοιξη του 1921, ο Ελληνικός στρατός, ύστερα από στρατιωτικό συμβούλιο, αποφάσισε προέλαση προς την Άγκυρα και κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ & Αφιόν-Καραχισάρ), χωρίς όμως να καταφέρει να εξαλείψει την τουρκική απειλή. Με το πέρασμα του χρόνου η εκστρατεία εξελίχθηκε οικονομικά δυσβάσταχτη για το Ελληνικό κράτος αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Κεμάλ ως αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (Συνθήκη της Αγκύρας, 20 Οκτωβρίου του 1921) ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία[5] αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου η Ιταλία εκκένωσε την περιοχή της Εφέσου, την οποία και κατέλαβε ο ελληνικός στρατός. Η προέλαση του ελληνικού στρατού τερματίστηκε στην ατυχή Μάχη στο Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921. Ακολούθησε στασιμότητα για περίπου ένα χρόνο, η οποία έφθειρε το ηθικό του στρατεύματος και αντίθετα έδωσε χρόνο στον Κεμάλ να αναδιοργανωθεί.

Τον Μαΐο του 1922 η κυβέρνηση Γούναρη παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων και την εξουσία ανέλαβε κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Στράτο. Επίσης, ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας παραιτήθηκε λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να του στείλει ενισχύσεις και επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη Μαΐου του 1922[6]. Στη θέση του ανήλθε ο Γεώργιος Χατζανέστης, ο οποίος διέπραξε μοιραίο λάθος, υπάγοντας απ’ευθείας στη στρατιά τα τρία σώματα στρατού. Την ίδια εποχή πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες αλλαγές στο στράτευμα με αποτέλεσμα πολλοί έμπειροι αξιωματικοί να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Σε διπλωματικό επίπεδο, οι προσπάθειες που γινόντουσαν όλο αυτό το διάστημα (Συνέδρια του Λονδίνου), μεταξύ Δυνάμεων, Ελληνικής κυβέρνησης και Τούρκων εκπροσώπων για συμβιβαστική λύση, δεν κατέληγαν σε κάποια συμφωνία. Εν τω μεταξύ , η οικονομική κατάσταση της χώρας βρισκόταν σε τραγικό επίπεδο. Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών, εφήρμοσε ένα σύστημα παγκοσμίως πρωτότυπο: διχοτόμησε το χαρτονόμισμα επιβάλοντας αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο. Αν και το σύστημα απέδωσε, εντούτοις ενέτεινε τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Παράλληλα, η αντιπαλότητα σε πολιτικό επίπεδο, μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης συνεχιζόταν αμείωτη, γεγονός που εκφραζόταν στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων της εποχής. Χαρακτηριστικά ήταν τα πρωτοσέλιδα του “Έθνους” και του “Σκριπ” (φιλοβενιζελική η πρώτη, αντιβενιζελική η δεύτερη) με ημερομηνία 1 Ιουνίου 1922, όταν κατηγορίες αλληλοεκτοξεύονταν ανάλογα με την τοποθέτηση της εφημερίδας.

Η νέα κυβέρνηση ζήτησε την άδεια των συμμάχων για στρατιωτική επιχείρηση στη Κωνσταντινούπολη. Οι Δυνάμεις όμως αρνήθηκαν και επισήμαναν ότι δόθηκαν εντολές στα συμμαχικά στρατεύματα στη Κωνσταντινούπολη και την Μ. Ασία να εμποδίσουν κάθε ελληνική κίνηση για την κατάληψή της.

Η τουρκική αντεπίθεση

Τουρκικά στρατεύματα πριν την αντεπίθεση

Από τον Σεπτέμβριο του 1921 ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Ελληνικού στρατού είχε συγκεντρωθεί στο Αφιόν Καραχισάρ. Οι ανώτεροι αξιωματικοί πίστευαν ότι ελέγχοντας το Αφιόν Καραχισάρ μπορούσαν να ανακόψουν την τροφοδοσία του τουρκικού στρατού. Η ανώτερη ηγεσία του ελληνικού στρατού είχε υποτιμήσει τα στρατιωτικά σώματα του Κεμάλ, με αποτέλεσμα να παραμελήσει την άμυνα των συνόρων και να αρχίσει να καταστρώνει σχέδια κατάληψης της Κωνσταντινούπολης.

Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι βρίσκονταν σε πλάνη, ο Κεμάλ Ατατούρκ γνώριζε πολύ καλά τις δυνάμεις του στρατού αλλά και τις μαχητικές ικανότητες του αντιπάλου στρατοπέδου. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τους 177.000 Έλληνες στρατιώτες, μόνο οι 70.000 ήταν μάχιμοι ενώ οι υπόλοιποι απασχολούνταν σε διοικητικές υπηρεσίες. Ο τουρκικός στρατός είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με καινούρια ανεπτυγμένα πυροβόλα, τα οποία τελικά έκριναν την έκβαση της μάχης στο Αφιόν Καραχισάρ. Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν κερδίσει αξιώματα χωρίς να έχουν πολεμήσει σε πεδία μαχών, οι Τούρκοι αξιωματικοί είχαν λάβει μέρος σε πολλές δύσκολες μάχες και είχαν κερδίσει επάξια τον βαθμό τους. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το ιππικό του Κεμάλ του οποίου ο σκοπός ήταν να ανακόψει τον εφοδιασμό των Ελλήνων και ταυτόχρονα να ξεσηκώσει τους πληθυσμούς των υπό κατοχή περιοχών σε εξέγερση. Από την άλλη πλευρά ο Ελληνικός στρατός, ταλαιπωρημένος από τις μάχες, ήταν δυσκίνητος και ανοργάνωτος. Ο πολεμικός εξοπλισμός ήταν αρχαϊκός ενώ η τροφοδοσία των ενόπλων δυνάμεων δυσλειτουργούσε.

Έλληνες στρατιώτες στο Αφιόν Καραχισάρ.

Το πρωί της 13ης Αυγούστου του 1922 ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε στις ελληνικές δυνάμεις στο Αφιόν Καραχισάρ. Η επίθεση των Τούρκων, την οποία διεύθυνε ο ίδιος ο Κεμάλ, ήταν αναμενόμενη παρόλ’ αυτά αιφνιδίασε με την ποιότητα της την ηγεσία του Ελληνικού στρατού που περίμενε να αντιμετωπίσει άτακτα σώματα στρατού. Το πυροβολικό σε συνεργασία με το ιππικό ανάγκασαν σε ελάχιστο χρόνο την 1η & 4η μεραρχία στρατού σε υποχώρηση. Οι ενισχύσεις δεν κατάφεραν να φτάσουν σύντομα, λόγω της ανασφάλειας που υπήρχε στο στράτευμα αφού η κατάλυση του νότιου μετώπου είχε ήδη διαδοθεί. Σημαντική αιτία αποδιοργάνωσης ήταν και η στρατολόγηση γεωργών και γενικά αμάχων χριστιανών οι οποίοι, εξαιτίας της απειρίας τους και του φόβου τους, αποσυντόνισαν πλήρως τα τακτικά σώματα στρατού. Παράλληλα η διακοπή κάθε μορφής επικοινωνίας, δηλαδή τηλεφώνου και τηλεγράφου, παγίδευσε τον ελληνικό στρατό σε μια εξ ολοκλήρου εχθρική περιοχή.

Δύο μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός είχε αυτοκαταστραφεί. Στον νότο είχαν σχηματιστεί δύο σώματα στρατού, του Αθανασίου Φράγκου και του Νικολάου Τρικούπη.[7] Στις 17 Αυγούστου ο στρατός του Νικολάου Τρικούπη περικυκλώθηκε από τους Τούρκους και σταδιακά διασπάστηκε με αποτέλεσμα στις 20 Αυγούστου ο Τρικούπης και η φάλαγγα του, η οποία συμπεριλάμβανε δύο στρατηγούς διοικητές Σωμάτων, ένα μέραρχο, 190 αξιωματικούς και 4.500 οπλίτες, να παραδοθούν. Στο Βορρά, το Γ΄ Σώμα Στρατού δεν είχε ιδιαίτερες απώλειες, επειδή το κύριο βάρος της τουρκικής επίθεσης το είχαν δεχτεί οι μεραρχίες του νότου. Στις 24 Αυγούστου έφτασε με όλα τους τα πολεμοφόδια στην Προύσα και συνέχισε την πορεία του προς τα παράλια. Βέβαια υπήρξαν περιστατικά διάλυσης, όπως η αποκοπή και η αιχμαλώτιση της 11ης μεραρχίας από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πειθαρχίας επέδειξε η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπό τον Δημήτριο Θεοτόκη, η οποία μέσα στον γενικό πανικό που υπήρχε διατήρησε την πειθαρχία της και κατευθύνθηκε με μηδαμινές απώλειες στα ελληνικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ο κύριος λόγος της επιτυχίας της μεραρχίας ήταν η ειλικρίνεια που έδειξαν οι αξιωματικοί της απέναντι στους στρατιώτες για τις δυσκολίες της κατάστασης που αντιμετώπιζαν, γεγονός που επέδρασε σημαντικά στην ψυχολογία των στρατιωτών και τους συσπείρωσε. Εν τω μεταξύ η ελληνική ηγεσία βρισκόταν σε πλήρη άγνοια της κατάστασης αφού την ίδια στιγμή ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζανέστης βρισκόταν στην Αθήνα και κατέστρωνε σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης.

Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού.

Στις 24 Αυγούστου η στρατιωτική ηγεσία συγκεντρώθηκε στη Σμύρνη και εξέδωσε διαταγές. Όμως οι διαταγές δεν είχαν ουσιαστικό αποδέκτη αφού όχι μόνο οι επικοινωνίες είχαν διακοπεί αλλά και οι στρατιώτες δεν υπάκουαν. Η αμυντική τακτική ήταν αδύνατη αφού πολλά σώματα στρατού είχαν αποκοπεί και κατευθύνονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας.

Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία τμήματα του Γ’Σώματος Στρατού εγκατέλειψαν την Μικρά Ασία από το λιμάνι της Αρτάκης αφήνοντας τους ανυπεράσπιστους Μικρασιάτες στο έλεος των Τούρκων, οι οποίοι ιδίως στην περιοχή της Σμύρνης μέχρι τέλους διαβεβαιώνονταν από τις Ελληνικές Αρχές οτι δεν υπήρχε κίνδυνος και λόγος ανησυχίας.

Τέσσερις μέρες αργότερα η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτείται και ύστερα από προσπάθειες του Παλατιού σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Ν. Τριανταφυλλάκο. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 ξεκίνησε η Καταστροφή. Την ίδια μέρα τα τελευταία Ελληνικά στρατεύματα αποχωρούν από τα Προύσα, βάζοντας φωτιά στην πόλη φεύγοντας. Η πυρκαγιά πάντως τίθεται γρήγορα υπό έλεγχο και μόνο μία συνοικία καταστρέφεται.

Στις 13 Σεπτεμβρίου τα τελευταία Ελληνικά στρατεύματα οχυρώθηκαν στην Χερσόνησο της Ερυθραίας, με μία ισχυρή στρατιωτική δύναμη να φυλάει το λεπτότερο σημείο του ισθμού, μήκους 11 χιλιομέτρων. Από εκεί ξεκινάει η οργανωμένη και ασφαλής αποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων. Όσοι στρατιώτες είναι να επιστρέψουν στον Πειραιά παροπλίζονται, αλλά αυτοί που μεταφέρονται προς την Θράκη διατηρούν τον οπλισμό τους. Τα νησιά του Αιγαίου γεμίζουν Έλληνες στρατιώτες. Παράλληλα, καθώς υπάρχει πλέον σοβαρό ενδεχόμενο η Ελληνοτουρκική σύρραξη να επεκταθεί στα Βαλκάνια, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία δηλώνουν ξεκάθαρα τη πρόθεσή τους να βοηθήσουν την Ελλάδα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ παράλληλα οι Τούρκοι της Θράκης ενθαρρυμένοι από τις επιτυχίες των Κεμαλικών ξεκινούν αντιχριστιανικά κινήματα. [8]

Στις 15 Σεπτεμβρίου με τα τουρκικά στρατεύματα να απέχουν μόλις 55 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη, ο Βρετανικός στόλος που βρίσκεται στην Πόλη δέχεται εντολή να μην επιτρέψει σε κανέναν Τούρκο να περάσει σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Ωστόσο ο βρετανικός τύπος είναι προβληματισμένος με τη στάση των Γάλλων, για τους οποίους υπάρχουν υποψίες ότι είναι διατεθειμένοι να δώσουν εδάφη της Θράκης και την Αδριανούπολη στους Τούρκους. Παράλληλα, μουσουλμανικές χώρες σε όλον τον πλανήτη συγχαίρουν τους Τούρκους για τα κατορθώματά τους. [9] Ταυτόχρονα στη Σμύρνη, η φωτιά που ξεκίνησε στην Αρμένικη συνοικία έκαψε τις συνοικίες των Ευρωπαίων και έφτασε και στις Τουρκικές. Τα στρατεύματα των Κεμαλικών κάνουν κάποιες προσπάθειες να σταματήσουν το χάος, αλλά κυρίως οι άτακτοι Τούρκοι Τσέτες έχουν βγεί εκτός ελέγχου και λεηλατούν, βιάζουν και σκοτώνουν. Ανάμεσα στα εγκλήματα των Τούρκων αναφέρεται και η απαγωγή κοριτσιών από το Αμερικανικό Κολλέγιο Θυλέων, με τη μοίρα τους να αγνοείται. Φέρεται πως οι Αμερικανικές φίρμες χτυπήθηκαν οικονομικά από την Καταστροφή της Σμύρνης. [10]

Στις 16 Σεπτεμβρίου Βρετανικά στρατεύματα τοποθετούνται στα Δαρδανέλλια για κάθε ενδεχόμενο και οι Βρετανοί δηλώνουν την επιθυμία τους να διατηρηθεί η ουδετερότητα των Στενών. Παράλληλα, με τη Καταστροφή της Σμύρνης να συνεχίζεται, τουλάχιστον 25.000 γυναίκες και κορίτσια αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην ενδοχώρα για να διανεμηθούν στους Τούρκους στρατιώτες. Πρόσφυγες από τη Σμύρνη αναφέρουν ότι οι Τούρκοι στρατιώτες σκοτώνουν αδιακρίτως με πολυβόλα. Την ίδια μέρα σβήνει η φωτιά, η οποία μαινόταν για τρείς μέρες. Η πόλη έχει εξαφανιστεί και μόνο μικρό τμήμα της Τουρκικής συνοικίας επιβίωσε. Ταυτόχρονα λίγοι Αμερικανοί παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια. [11]

Στις 18 Σεπτεμβρίου οι πρόσφυγες φτάνουν κατά χιλιάδες στην Αθήνα, ενώ οι Βρετανοί κινητοποιούν ολόκληρο τον Ατλαντικό στόλο και εντατικοποιούν τις εργασίες των εργοστασίων σε περίπτωση σύρραξης με τους Τούρκους. Ταυτόχρονα οι Κεμαλικοί εισβάλλουν στην Ουδέτερη ζώνη και ετοιμάζονται να καταλάβουν τα Στενά ώστε να πετύχουν ευνοϊκότερους όρους σε μία συνθήκη. Οι Γάλλοι αντιτίθενται στην ένοπλη σύγκρουση στα Δαρδανέλλια και τα εκκενώνουν από τα στρατεύματά τους, αλλά οι Βρετανοί αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ανεξαρτησία των Στενών στέλνουν 10.000 στρατεύματα, με την υποστήριξη των Ιταλών, οι οποίοι όμως είναι επίσης κατά του ενδεχομένου σύγκρουσης. Ωστόσο την επόμενη μέρα και οι Ιταλοί εκκενώνουν τα Δαρδανέλλια.[12][13]

Μέσα στις επόμενες μέρες οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να έρθουν σε σύγκρουση με τους Κεμαλικούς για τον έλεγχο των Δαρδανελλίων, ενώ η Γαλλία ακολούθησε ρόλο μεσάζοντα, προσπαθώντας να αποτρέψει τον πόλεμο. Ταυτόχρονα, Τουρκικά αεροσκάφη βομβαρδίζουν Ελληνικά νησιά. Ωστόσο τελικά στις 29 Σεπτεμβρίου ο Κεμάλ συμβιβάστηκε και υποσχέθηκε την αποστρατικοποίηση των Στενών, με τον όρο η Ανατολική Θράκη να περιέλθει στους Τούρκους. Έτσι οι εχθροπραξίες σταμάτησαν και άνοιξε ο δρόμος για την Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία υπογράφτηκε το επόμενο έτος. [14]

Σχετικά Άρθρα