Γενική

Ήταν μοναδικός

Και ένα ανεκδοτάκι για να ξεκινήσει καλά η εβδομάδα μας. Ο Ξανθιώτης αγρότης λοιπόν από την Γενισέα, έψαχνε έναν νταβραντισμένο κόκορα για το κοτέτσι του, με τις 180 κότες. Αγοράζει έναν που έμοιαζε αρχοντικός. Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι και βλέπει 180 κότες, τρομάζει, κάνει «κικιρίκου» και ψοφάει.
Αγοράζει άλλον, που έδειχνε αγέρωχος, μονομάχος κόκορας, με στιλπνό φτέρωμα. Μόλις μπαίνει στο κοτέτσι, ασχολείται με καμιά εικοσαριά κότες, κάνει «κικιρίκου» και ψοφάει.
Απελπισμένος ο πτηνοτρόφος, ψάχνει, ψάχνει και βρίσκει έναν κόκορα με πολύ καλές συστάσεις. Από εμφάνιση δεν έπειθε όμως. Ήταν ξεπουπουλιασμένος και καχεκτικός, ένα πλάσμα στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
ΤΟΝ αγόρασε όμως. Και με το που βλέπει τις κότες ο κόκορας, ξαφνικά γεμίζει αέρα, φουσκώνει, γουρλώνουν τα μάτια του, κάνει «κικιρικουουουουου», παίρνει αμπάριζα, και τρέχοντας περνάει από τη μια κότα μετά την άλλη, ώσπου κάνει το γύρο και των 180. Δυο φορές μάλιστα.
Οι κότες είχαν μείνει στα άχυρα με ένα χαμόγελο ευτυχίας. Ανήσυχος ο αγρότης πάει να τον πιάσει, να τον ηρεμήσει αλλά ο κόκορας του ξεφεύγει, βγαίνει από το κοτέτσι.
Κυνηγώντας τον ο αγρότης, βλέπει το δρόμο διάσπαρτο με ζωάκια που είχαν το ίδιο βλέμμα ευτυχίας: γουρούνια, σκύλους, γάτες, γαϊδούρια, άλογα, πάπιες, χήνες, σκιούρους, αλεπούδες, ακόμα και χελώνες και σκαντζόχοιρους κι όλα τα ζωάκια του δάσους.
ΩΣΠΟΥ μετά από λίγο, σ’ ένα ξέφωτο, βλέπει τον κόκορα πεσμένο ανάσκελα, ημιθανή, με τη γλώσσα έξω κι από πάνω του να φέρνουνε κύκλους τα όρνια.
Πανικόβλητος που χάνει τέτοιο απίστευτο ζώο, τρέχει κοντά του και τον παρακαλά.
– Μη μου ψοφήσεις κι εσύ αρχηγέ… Μη… Βάστα… Ζήσε σε παρακαλώ… έχει κάνει καλή δουλειά μέχρι τώρα.
Οπότε γυρίζει ο κόκορας το κεφάλι του στο πλάι και του σιγοψιθυρίζει.
– Φύγε ρε βλάκα…. Θα μου διώξεις τα όρνια… Φύγε σου λέω… άστα να κατέβουν κάτω και θα τους δείξω εγώ….

Σχετικά Άρθρα