Γενική

Έρχεται η Eldorado Gold Corporation- θέμα χρόνου η λειτουργία των Χρυσορυχείων Θράκης


Γνωμοδοτική μελέτη στο τραπέζι της Περιφερικού Συμβουλίου ΑΜΘ

Στο πλαίσιο της διαδικασίας γνωμοδότησης της Περιφέρειας ΑΜ-Θ για την Προκαταρκτική Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αξιολόγηση του έργου Μεταλλευτικές Εγκαταστάσεις στο Πέραμα Ν. Έβρου, της εταιρείας ΧΡΥΣΩΡΥΧΕΊΑ ΘΡΑΚΗΣ ΑΕ και μετά από συμφωνία των επικεφαλής όλων των παρατάξεων του Συλλογικού οργάνου, πραγματοποιήθηκε στην Κομοτηνή την Παρασκευή 18 Νοεμβρίου έκτακτη Συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου.
Στη συνεδρίαση παρουσιάστηκε από την Δρ. Μιρέλη Παρασκευή, από την Δ/νση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της Περιφέρειας, η αρνητική ως προς την αξιολόγησή της γνωμοδότηση της υπηρεσίας προς τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΚΑΑ.
Στην συνεδρίαση επίσης παρέστησαν και εξέφρασαν για μία ακόμη φορά την αντίθεσή τους στην εξόρυξη και τη μεταλλουργία χρυσού εκ μέρους των τοπικών κοινωνιών ο Δήμαρχος Αλεξανδρούπολης Ευάγγελος Λαμπάκης, ο Αντιδήμαρχος Κομοτηνής Βασίλης Κυπριανίδης και ο Πρόεδρος της ΔΕ του Παραρτήματος Θράκης του ΤΕΕ Νίκος Παπαθανασίου.
Τα μέλη του σώματος επαναβεβαίωσαν την αντίθεση των τοπικών κοινωνιών στη συγκεκριμένη μεταλλευτική δραστηριότητα, αποφασίζοντας παράλληλα ομόφωνα τη συγκρότηση διαπαραταξιακής επιτροπής η οποία και θα στηρίξει πολιτικά την προαναφερθείσα γνωμοδότηση της Δ/νσης Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της Περιφέρειας ΑΜ-Θ.
Παρατηρήσεις επί της μελέτης που κατατέθηκε
1. Επέμβαση στο φυσικό περιβάλλον: Tο έργο λόγω του είδους και του μεγέθους του θα έχει εξαιρετικά σοβαρές και μόνιμες επιπτώσεις στην μορφολογία, το τοπίο, στην αισθητική αξία της φύσης, τα οικοσυστήματα και τις χρήσεις γης της περιοχής επέμβασης.
2. Μη εφαρμογή του θεμελιώδους κανόνα της βιώσιμης ανάπτυξης: Από την εν λόγω μελέτη προκύπτει η πλήρης εξάντληση των προσδιορισθέντων μεταλλευτικών αποθεμάτων στα ευκατέργαστα οξειδωμένα πετρώματα στη θέση του έργου, γεγονός που δεν συμβαδίζει με το θεμελιώδη κανόνα της βιώσιμης ανάπτυξης.
Σύμφωνα με νομολογία του ΣτΕ (Απόφαση 772/1998) παγίως έχει γίνει δεκτό, ότι εκ του θεμελιώδους κανόνα της βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή της ανάπτυξης εκείνης η οποία ικανοποιεί τις εύλογες ανάγκες της παρούσης γενεάς χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των αναγκών των μελλουσών γενεών, προκύπτει ότι επιβάλλεται πρωτίστως η διατήρηση του φυσικού κεφαλαίου της χώρας για τη μεταβίβαση του ακεραίου στις επόμενες γενεές, ώστε να υπάρχει η επιβαλλόμενη ισότητα ικανοποιήσεως των αναγκών μεταξύ των γενεών. Στον παραπάνω θεμελιώδη κανόνα της βιωσιμότητας υπόκειται κάθε οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα συμπεριλαμβανομένης και της εξορυκτικής και μάλιστα της μεταλλευτικής. Η βιώσιμη δε μεταλλεία δεν συνίσταται απλώς και μόνον στην αποφυγήν πρόκλησης μόνιμης βλάβης στο φυσικό περιβάλλον από την εξόρυξη και στην αποκατάσταση του θιγέντος από την εκμετάλλευση χώρου του, αλλά περιλαμβάνει ιδίως την φειδωλή εξόρυξη, η οποία συναρτάται προς την σπανιότητα του μεταλλεύματος, τα συνολικά αποθέματα αυτού, την διαφύλαξη επαρκών αποθεμάτων για τις επόμενες γενεές, την αναγκαιότητα της χρήσης του μεταλλεύματος και, πάντως την διατήρηση επαρκούς αποταμιεύματος μέχρι της εξεύρεσης ανάλογης χρησιμότητας ανανεώσιμων πόρων, δεδομένου ότι η εξόρυξη μεταλλεύματος, δηλαδή πόρου μη ανανεώσιμου, αποτελεί ανάλωση φυσικού κεφαλαίου.
Η κατά τα παραπάνω εξ’ άλλου αναγκαία φειδώ κατά την εξόρυξη και αξιοποίηση του μεταλλεύματος, δεν είναι εφικτή χωρίς προηγούμενη σχεδίαση της εξορυκτικής δραστηριότητας και χωροθέτηση των μεταλλευτικών περιοχών, η οποία θα πρέπει να εναρμονίζεται προς το ευρύτερο χωροταξικό σχεδιασμό, διότι η εξόρυξη μεταλλευμάτων εντός ιδίως ευπαθών οικοσυστημάτων ενδιαφέρει όχι μόνο από την άποψη των συνεπειών της στα ευπαθή αυτά οικοσυστήματα αλλά και σε συσχετισμό προς το ευρύτερο σύστημα χρήσεων γης με τις οποίες είναι συνδεδεμένη και εξαρτημένη. Σε κάθε περίπτωση η τελευταία η εξόρυξη επιτρέπεται κάτω από αυστηρότατους όρους μόνο εάν συντρέχει μοναδικότητα και σπανιότητα του μεταλλεύματος, η χρησιμοποίηση του οποίου επιβάλλεται χάρη δημοσίου συμφέροντος υφισταμένου σε επίπεδο παραμέτρων της εθνικής οικονομίας.
3. Ασυμβίβαστο έργο με τις προτεραιότητες και τις στρατηγικές επιλογές του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού: Η εν λόγω εκμετάλλευση του χρυσοφόρου κοιτάσματος του Περάματος δεν συνάδει με το εγκεκριμένο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με την Απόφαση 29310/2003 (ΦΕΚ 1471 Β’/9-10-2003) «Έγκριση Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης» «…η εκμετάλλευση των αποθεμάτων μπορεί να είναι προβληματική για την Περιφέρεια, κυρίως για λόγους αναπότρεπτης βλάβης στο περιβάλλον. Δεν υπάρχουν οικονομικά βιώσιμες μέθοδοι αντιμετώπισης της ισχυρά οχλούσας ρύπανσης»
4. Επέμβαση σε ρέμα
Ο χώρος απόθεσης των αφυγραμένων τελμάτων προτείνεται να κατασκευαστεί εντός λεκάνης απορροής ανατολικού κλάδου του βορείου τμήματος του Παλιορέματος. Σύμφωνα όμως με την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (Αποφάσεις 1801/1995, 2163/1995) τα ρέματα αποτελούν κοινόχρηστους χώρους, επί των οποίων απαγορεύονται επεμβάσεις που θίγουν τη λειτουργία τους, όπως είναι η απορροή προς την θάλασσα των πλεοναζόντων υδάτων της ξηράς. Επιπλέον λειτουργούν ως φυσικοί αεραγωγοί, που μαζί με την χλωρίδα και πανίδα τους, αποτελούν οικοσυστήματα με ιδιαίτερο μικροκλίμα και συμβάλλουν πολλαπλώς στην ισορροπία του περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια τα ρέματα ως στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν αντικείμενα συνταγματικής προστασίας (αρθ. 24 του Συντάγματος), που αποβλέπει στη διατήρηση της φυσικής τους κατάστασης και στην διασφάλιση της επιτελούμενης από αυτά λειτουργίας της απορροής των υδάτων, αποκλειόμενης κάθε εργασίας επιχώσεως ή καλύψεως.
Επιπλέον κρίνεται, ότι στη μελέτη υπάρχουν και διάφορα τεχνικά ζητήματα, τα οποία λόγω της πολυπλοκότητάς τους καθώς και των σοβαροτάτων συνεπειών που ενδεχομένως να επιφέρουν στην κατάσταση του περιβάλλοντος της άμεσης και ευρύτερης περιοχής, χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση και τεκμηρίωση τόσο από την πλευρά της μελετητικής ομάδας του έργου όσο και από ανεξάρτητη ειδική επιστημονική ομάδα.
Συγκεκριμένα τα τεχνικά θέματα που απαιτούν επιπλέον έρευνα και τεκμηρίωση είναι τα παρακάτω:
Η προτεινόμενη εγκατάσταση απόθεσης των αφυγραμένων τελμάτων δημιουργεί πολύ σοβαρά ερωτηματικά ως προς την σταθερότητά της με την πάροδο του χρόνου και υπό την επίδραση των καιρικών συνθηκών και των βρόχινων νερών.
Τα εξωτερικά αναχώματα προβλέπεται να κατασκευαστούν από υλικά προερχόμενα από δανειοθάλαμο της περιοχής απόθεσης. Σύμφωνα με την μελέτη, το υλικό αυτό αποτελείται από χλωριτικούς σχιστόλιθους μέτριας αντοχής με ελαφρά φαινόμενα διάβρωσης κυρίως στα πρανή. Επομένως εγείρονται ερωτήματα για το αν αυτά τα υλικά είναι κατάλληλα για την κατασκευή των αναχωμάτων αυτών.
Υπάρχουν σοβαρότατες αμφιβολίες για την ευστάθεια των εσωτερικών αναχωμάτων που προτείνεται να κατασκευαστούν για την συγκράτηση του αποτιθέμενου τέλματος και την ανύψωση της εγκατάστασης συνολικά κατά 40 m πάνω από το επίπεδο στέψης των εξωτερικών αναχωμάτων (δηλαδή από υψόμετρο 195 m α.ε.θ. έως τα 235 m α.ε.θ.), διότι τα εσωτερικά αναχώματα, μεγάλου μήκους και πλάτους στέψης 5 m, προβλέπεται να εδράζουν πάνω στα αφυγραμένα τέλματα, των οποίων η συμπεριφορά δεν προσδιορίζεται επαρκώς. Επίσης δεν εξετάζονται οι επιδράσεις των εναλλασσόμενων καιρικών συνθηκών στο προτεινόμενο σύστημα απόθεσης του τέλματος.
Επιπλέον, το ύψος της εγκατάστασης απόθεσης των τελμάτων από τη βάση του κατάντη αναχώματος μέχρι την κορυφή θα φτάνει στην τελική ανάπτυξή της τα 80 m, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεγάλες κάθετες και οριζόντιες πιέσεις, οι οποίες διαχρονικά πιθανώς να μη μπορούν να συγκρατηθούν από τα αναχώματα.
Επίσης δεν τεκμηριώνεται η διαχρονική αντοχή του στεγανοποιητικού συστήματος (γεωσυνθετικής αργιλικής επίστρωσης και στεγανοποιητικής μεμβράνης HDPE 1.5mm) στη λεκάνη του χώρου απόθεσης τελμάτων, υπό το βάρος τόσο της τεράστιας μάζας αφυγραμένων τελμάτων όσο και του συστήματος των εσωτερικών αναχωμάτων.
Δεν τεκμηριώνεται επαρκώς ότι από τις εκτενείς εκσκαφές και την έκθεση σε ατμοσφαιρικές συνθήκες των θειούχων μεταλλευμάτων και στείρων δεν συντρέχει κίνδυνος όξινης απορροής με επακόλουθη υποβάθμιση της ποιότητας του εδάφους και των υδάτων.
Οι αναλύσεις για το χαρακτηρισμό του αφυγραμένου τέλματος και των λοιπών αποβλήτων ως προς τη χημική σύσταση και την τοξικότητα κρίνονται ελλειπή και μάλιστα αφορούν την παλιότερη διαδικασία επεξεργασίας τελμάτων.
Τέλος επισημαίνεται ότι η εν λόγω δραστηριότητα ενέχει σοβαρότατες μακροχρόνιες επιπτώσεις και κινδύνους στην άμεση και ευρύτερη περιοχή και θα απαιτείται οπωσδήποτε διαρκής παρακολούθηση της ποιότητας του περιβάλλοντος για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και μετά το κλείσιμο του μεταλλείου.
Συνεπεία όλων των παραπάνω και λόγω των μη αντιστρεπτών και σοβαρών επεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον και πολλαπλών επιπτώσεων σε αυτό, καθώς και λόγω ασυμβατότητας τόσο με την αρχή της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης όσο και με το στρατηγικό σχεδιασμό της Περιφέρειας, όπως αποτυπώνεται στο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού, η Υπηρεσία μας γνωμοδοτεί αρνητικά επί της Προμελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του έργου»Μεταλλευτικές εγκαταστάσεις στο Πέραμα, Ν. Έβρου» της εταιρείας Χρυσωρυχεία Θράκης Α.Μ.Β.Ε.

Σχετικά Άρθρα